Δεν χρειάζεται να σηκωθούμε όρθιοι στα θρανία μας για να απαγγείλουμε το «O captain, my captain» του Γουόλτ Γουίτμαν, όπως έκαναν οι μαθητές του προς τιμήν του Ρόμπιν Γουίλιαμς. Ένα ομαδικό χειροκρότημα, συνοδευόμενο από την ιαχή «μπράβο, μωρή τυπάρα!», θα ζεστάνει την καρδιά του Γιώργου Καραγκούνη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Οι 100 συμμετοχές με την εθνική, για τον αρχηγό της είναι ένα ορόσημο. Το πλατύσκαλο μιας από τις πολλές (ανεμό)σκαλες που χρειάστηκε να ανέβει από το 1990 που άφησε παιδάκι τον Αμπελώνα Πύργου για να κλειστεί στην Παιανία μέχρι σήμερα, 20 χρόνια μετά. Κυρίως όμως αντιπροσωπεύει την αίσθηση της ανταμοιβής ενός παιδιόθεν πείσματος που είναι ακόμα γραμμένο κάθε στιγμή στο πρόσωπό του.
Για την πορεία μιας αναμφισβήτητα επιτυχημένης καριέρας, ο Καραγκούνης έχει λόγους να αισθάνεται πολλαπλά χαρούμενος. Κι αυτό γιατί γνωρίζει ότι είναι από τους ποδοσφαιριστές που διήνυσαν «όλη τη διαδρομή». Από τη Ριζούπολη μέχρι το Τζιουζέπε Μεάτσα κι από την εθνική Παίδων μέχρι την «κούπα» στην Πορτογαλία, αυτός ήταν εκεί. Κι έκανε ένα βήμα τη φορά, χωρίς να παραλείψει κανένα. Δεν γεννήθηκε golden boy του ποδοσφαίρου, δεν έτυχε προνομιακής μεταχείρισης. Τη βελτίωση, τη δόξα, τα χρήματα και τις μεταγραφές του τα κέρδισε στα γήπεδα.
Στο δρόμο, διαμόρφωσε έναν ποδοσφαρικό χαρακτήρα που εκνεύριζε πολλούς. Φύσει έξω από τις τακτικές νόρμες, ο Γιώργος Καραγκούνης ήταν (και είναι) ικανός να στείλει κάθε προπονητή του στο τρελάδικο με την αγωνιστική του αναρχία και κυρίως την ανάγκη του να βρίσκεται συνεχώς όπου και η μπάλα. For better or worse. Ναι, επίσης βουτάει συχνά και διαμαρτύρεται ακόμα συχνότερα σε διαιτητές και συμπαίκτες (α, σ’ αυτό δεν έκανε ποτέ διακρίσεις...). Και δεν γουστάρει να γίνεται αλλαγή, όπως κανείς.
Όταν όμως ο αέρας φυσήξει και διώξει αυτό το σύννεφο, πίσω του θα δούμε άλλα. Έναν καλό και παθιασμένο τεχνίτη που βλέπει γήπεδο, έναν παίκτη-ταμάμ για τα δύσκολα ματς και τις ειδικές αποστολές, έναν αρχηγό που ποτέ δεν δείλιασε την κρίσιμη ώρα. Που έτρεξε, έπεσε, μάρκαρε, μάτωσε, πάσαρε, σκόραρε, φώναξε, πανηγύρισε, τραυματίστηκε αλλά ήταν πάντα εκεί. Γιατί; Γιατί γουστάρει τρελά! Γιατί αυτό ήταν το μόνο που ήθελε πάντα. Να παίζει μπάλα. Αυτή ήταν η κινητήριος δύναμη, αυτή η μικρή αλλά τόσο δυνατή σκέψη που σβήνει όλες τις υπόλοιπες και εξαγνίζει κάθε «αμαρτωλή» σκέψη στην πορεία.
Και τον Καραγκούνη τον αναγνωρίζουν όλοι κυρίως γι’ αυτό. Γιατί διαθέτει στα 33 του άσβεστο το ίδιο χαρακτηριστικό που ωθεί κάθε παιδί -παλιότερα στην αλάνα τώρα στο 5Χ5- να πάει να παίξει μπάλα: Η συμμετοχή στο παιχνίδι. Κι αν η «τυπάρα» μας θυμίζει τον γκρινιάρη μικρό μας αδελφό ή φίλο, που μας έσπαγε τα νεύρα αν ένιωθε ότι «δεν τον παίζουμε», μόνο και μόνο γι’ αυτό του τα συγχωρούμε όλα.
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr