Σε αρκετούς είναι γνωστό ότι ο ιστορικός διευθυντής της «Ελευθεροτυπίας», κ. Σεραφείμ Φυντανίδης, ήταν ο άνθρωπος που έδωσε μεγαλύτερη αξία στον τίτλο του κειμένου από οποιονδήποτε άλλο δημοσιογράφο σε καίρια θέση είχε προηγηθεί στον χώρο του έντυπου Τύπου. Θρυλείται μάλιστα ότι τα τελευταία χρόνια της θητείας του στην «Ε», και ειδικά στην Κυριακάτικη έκδοση, ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με το να διορθώνει ή να βάζει κύριους τίτλους στα κείμενα, με σκοπό να τα κάνει πιο «διαβαστερά».
Σε μια εποχή βέβαια χωρίς Ίντερνετ και με αισθητά λιγότερα ΜΜΕ, μια τέτοια κίνηση ξεχώριζε και διαφοροποιούσε αυτόν που την έκανε από τον ανταγωνισμό. Υπήρχε, όμως, μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια: Οι τίτλοι αυτοί μπορεί να ήταν το προϊόν μιας ξεχωριστής πνευματικής διεργασίας αλλά –ως επί το πλείστον- ήταν και σε άμεση συνάφεια με το περιεχόμενο του άρθρου/αφιερώματος/έρευνας/ρεπορτάζ. Δεν εξαπατούσαν, δηλαδή, το κοινό, μέσω της υπερβολής: Απλώς ήταν ένα φανταχτερό περιτύλιγμα σ’ ένα ούτως ή άλλως ουσιαστικό δώρο.
Στην παραληρηματική media era που διανύουμε, ο τίτλος έχει πλέον μετατραπεί σε «εκ των ων ουκ άνευ» εργαλείο προσέλκυσης του «πελάτη». Η πασιφανής δύναμή του γίνεται η μαγιά που τον πλάθει, τον ορίζει και τον διαμορφώνει. Με τέτοιο πολυεπίπεδο ανταγωνισμό όμως, το πράγμα σύντομα ξέφυγε. Ο τίτλος σταδιακά αποσυνδέθηκε από το περιεχόμενο κι έγινε αυτόνομη «βιτρίνα του μαγαζιού», την ίδια ώρα που το περιεχόμενο σταδιακά μεταμορφωνόταν σε «ουρά» του τίτλου, σχεδόν αναγκαίο κακό.
Η παράδοξη αυτή «πανούκλα» επεκτάθηκε μέχρι το σημείο που συναντήθηκε με το χάος. Εφημερίδες, περιοδικά, τηλεόραση και μπλογκς ηδονίστηκαν από τη λειτουργικότητα του «δώσε φανφαρόνικο τίτλο στο λαό και ποιος το χ..ει το περιεχόμενο» κι έτσι επιδόθηκαν σ’ ένα ανηλεές κυνήγι του τίποτα, που κατέληξε στον άμορφο αχταρμά του σήμερα. Όπου ειδήσεις μπλέκονται με «ειδήσεις», όπου οι τίτλοι είναι είτε απαυγάσματα βερμπαλισμού ή (και) γενικότητες, τσιτάτα ή φαντασιοπληξίες που σπάνια δικαιώνονται από το κείμενο που τα ακολουθεί. Οι τίτλοι πλέον σπάνια συνοψίζουν και ακόμη πιο σπάνια αναφέρονται με σαφήνεια στο υπόλοιπο περιεχόμενο, σύμπτωμα που κορυφώνεται σε σάιτς και μπλογκς τα οποία στοχεύουν –προς άγραν hits- να σε «ψήσουν» με μια εισαγωγούλα του κακού καιρού να κάνεις το δεύτερο «κλικ» για να διαβάσεις παρακάτω.
Φυσικά αυτή δεν είναι μία μηδενιστική προσέγγιση. Υπάρχουν λαμπρά παραδείγματα σε όλο το φάσμα του Τύπου, έντυπου και ηλεκτρονικού, με αρμονία τίτλου και περιεχομένου, ωστόσο η ακατάσχετη τιτλο-βλακεία κυριαρχεί. Να αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: πριν δύο περίπου χρόνια, αποφάσισα να κάνω ένα πείραμα σε site στο οποίο τότε αρθρογραφούσα. Συνέταξα λοιπόν ένα κείμενο-συμπίλημα, χρησιμοποιώντας από την αρχή ως το τέλος κλασικές εκφράσεις που συνηθίζουν στα γραπτά τους δύο γνωστοί αθλητικογράφοι, ο Κ. Νικολακόπουλος και ο Κ. Γκόντζος. Μετά, αντί για έναν κλασικό, «δημοσιογραφικό» τίτλο, έβαλα το πιο γελοίο πράγμα που μου ήρθε στο κεφάλι, το οποίο ήταν «Διαβάστε, γαυροβαζελάκια, να μαθαίνετε...». Αποτέλεσμα; Ναι, σωστά μαντέψατε, το εν λόγω κείμενο είχε σχεδόν δεκαπλάσια αναγνωσιμότητα από τα υπόλοιπα.
Κατά πάσα πιθανότητα η «αρρώστια» αυτή δεν είναι ιάσιμη. Και παρότι μάλλον δεν θα το γλυτώσετε, την επόμενη φορά που θα ετοιμαστείτε να πατήσετε για να διαβάσετε κείμενο με τίτλο λ.χ. «Της έσκισε τα ράμματα!» στοιχηματίστε με τον εαυτό σας: πρόκειται για σεξουαλική ιστορία, περιγράφει απλώς την αβλεψία ενός γιατρού ή μήπως θα πεταχτεί pop up παράθυρο με τσοντοσάιτ; Όλα παίζουν. Εσύ;
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr