Στο ρόλο του διάολου ο Γιάννης Αγγελάκας!
Δευτέρα, 13/9/2010, στην «Τεχνόπολις», στο Γκάζι και το ARK festival είχε ανοίξει τις πύλες του. Ο Παυλίδης παραδίδει το κοινό στον Αγγελάκα. Είχαν ακολουθήσει οι The Voyage Limpid Sound, Rous και Χαρούλης.
Το πλήθος ωρύεται. Σεισμός. Η «κωλόγρια», όπως τον αποκαλούσε επίμονα κάποιος μέσα από το κοινό, θα ανέβαινε σε λίγο στη σκηνή. Το παράδοξο –για το δικό μου παιδικό μυαλό- είναι ότι θα βρισκόταν στο ίδιο σημείο, εκεί, όπου, πριν από λίγα λεπτά, στεκόταν ο «εχθρός». Ο αντίπαλος. Ο τραγουδιστής των «μισητών» Ξύλινων Σπαθιών.
Μία κόντρα που δεν υπήρχε ποτέ, αλλά σαν παιδί τη λάτρεψα. Ήθελα, όπως και πολλοί άλλοι τότε, τα δύο μεγαλύτερα ελληνικά ροκ συγκροτήματα να βρίσκονται στα μαχαίρια.
Οι συνειρμοί που έκανα, όταν ο Παυλίδης αποχώρησε από την σκηνή για να ανέβει ο «διάολος», ήταν τουλάχιστον άτοποι, άκαιροι, μίζεροι και βασανιστικοί. Αλλά…
Πόσο ανιαρός θα ήταν ο κόσμος αν δεν υπήρχαν οι μεγάλες κόντρες στα μυαλά μας;
Αν αυτοί που λάτρευαν τους Beatles δεν είχαν να χωρίσουν απολύτως τίποτα με τους fan των Stones. Αν το στόμα του Liam Gallagher έσταζε μέλι για τη μουσική του Damon Albarn; Αν ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός, ή, η Λίβερπουλ με τη Γιουνάιτεντ, ήταν αδελφικά σωματεία; Ανατρίχιασα…
Φανταζόμουν τον Μαρινάκη να δίνει κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Πατέρα και να αποχωρούν αγκαζέ, σε ένα ομιχλώδες τοπίο, με τους δημοσιογράφους να βαρούν παλαμάκια. Σαν νεόνυμφο ζευγάρι που βγαίνει από την εκκλησία. Ποιος φορούσε το νυφικό δεν πρόκειται να σας το πω. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ομολογήσω ότι… άκουσα την αγάπη…
Περίπου δεκατρία χρόνια είχα να τον δω στη σκηνή. Από μία νύχτα του Απρίλη στο «Ρόδον». Όλα αυτά τα χρόνια τον παρακολουθούσα αποστασιοποιημένα.
Παρατηρούσα τις δουλειές του (με τους επισκέπτες κτλ) και μου άρεσαν. Όχι όπως παλιά, αλλά τις γούσταρα. Διάβαζα τις απόψεις του μέσα από τις συνεντεύξεις, αλλά δεν τις υποστήριζα με την ίδια θέρμη. Είχα επιλέξει να τον θυμάμαι αλλιώς. Σαν ένα εφηβικό ξέσπασμα.
Να με συγχωρήσουν οι αντι-κλισε-ο-λόγοι, αλλά… αυτός με «μεγάλωσε». Με όλα τα στραβά και τα καλά που μπορεί να έχει ένας γονιός. Σε μία ηλικία, που η πόλη έμοιαζε ακόμη με «γριά πουτάνα» και όχι με κάποια απρόσωπη ερωμένη, η οποία ξεγελάει τη δίψα σου.
Γιάννη Αγγελάκα σε σιχαίνομαι για όλα αυτά που μου πρόσφερες. Για όλα αυτά που μου θύμισες. Διάολε… Τη Δευτέρα το βράδυ, για κάτι παραπάνω από μία ώρα, μου έκρυψες τον «Θεό».
Τα μαλλιά του, έπειτα από δεκατρία χρόνια, είχαν ασπρίσει εντελώς. Και τι με αυτό; Έχει αλλάξει, έχει προχωρήσει μπροστά, δεν έμεινε στάσιμος… Και καλά έκανε.
Στη σκηνή δεν παρουσίασε τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τη γυμνή αλήθεια. Δύο φίλοι, τρεις καρέκλες, ένα μπαγλαμοειδές και μία ακουστική κιθάρα έφταναν να ξεσηκώσουν το πλήθος. Ένα πλήθος που η ανάγκη του ήταν έκδηλη: Ήθελε να νοιώσει κάτι… από παλιά. Ο κόσμος είχε ανάγκη να «μυρίσει» ο αέρας ΤΡΥΠΕΣ.
Δεν πίστευα, όπως και κανένας τριγύρω μου, ότι θα καταφέρει να με στείλει πίσω στο χρόνο χωρίς κανένα «όπλο». Χωρίς ντραμς, χωρίς παραμόρφωση, και καθισμένος σε μια καρέκλα, φαινόταν αδύνατο να τα καταφέρει.
Η αγωνία μου χτυπούσε κόκκινο. Έπειτα από τα τρία πρώτα αναγνωριστικά κομμάτια, δεν άντεξα. «Σήκω όρθιος», του φώναξα και έγνεψε συγκαταβατικά.
Τελικά, κάτι ήξερε… Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα και βρισκόμουν πάλι στην Μάρνης, στο «Ρόδον», δεκατρία χρόνια πριν. Του φώναζα «είναι ωραία στο παράδεισο» και αυτός μου πετούσε νερό να δροσιστώ.
Υ.Γ 1: Μην το πείτε στους παιδικούς μου φίλους, αλλά όση ώρα ήταν στην σκηνή ο Παυλίδης πέρασα μια χαρά. Διασκέδασα. Τραγούδησα κιόλας (χαμηλόφωνα μη με ακούσει κανείς) το «τώρα αρχίζω και θυμάμαι». Δεν πρόλαβα τον Χαρούλη και τους υπόλοιπους, αλλά μου είπαν ότι ήταν εξαιρετικοί όλοι.
Υ.Γ 2: Στα μισά του προγράμματος του Αγγελάκα, όλα τα μπαρ στο χώρο είχαν ξεμείνει από μπύρες. Πότε θα καταλάβουν οι διοργανωτές των festival στην Ελλάδα ότι η μπύρα θα πρέπει να ρέει άφθονη σε τέτοιες βραδιές. Το ίδιο είχε συμβεί και στο eject festival το καλοκαίρι. Ο κόσμος πλέον είναι υποψιασμένος και δεν καταναλώνει «ξύδια» όπως παλιά.
Κώστας Τσούγκος