Κι άλλες φορές στο παρελθόν η Εθνική μας επέστρεψε χωρίς μετάλλιο ή εκτός οκτάδας. Κι άλλες φορές μας άφησε την αίσθηση ότι «διάλεξε αντίπαλο». Κι άλλες φορές αντιμετωπίσαμε προβλήματα εσωτερικής πειθαρχίας, υπήρξαν παίκτες που γκρίνιαζαν διότι δεν έπαιζαν, ασκήθηκε κριτική για το ποιοι πήγαν και ποιοι κόπηκαν. Αλλά ποτέ η Εθνική, με το πού πάταγε το πόδι της στην Ελλάδα, δεν έδειχνε να έχει γυρίσει όχι απλά από τα ξένα, αλλά και πολλά χρόνια πίσω.
Η «επίσημη αγαπημένη» δεν είναι πια στην καρδιά πολλών ανθρώπων, οι οποίοι έπιναν νερό στο όνομά της μέχρι πριν λίγες εβδομάδες. Άλλοι ψυχράνθηκαν από τα μπουκέτα με τους Σέρβους. Άλλοι από τον τρόπο που χάσαμε από τη Ρωσία. Άλλοι, από την αδυναμία να κερδίσουμε τους Ισπανούς τα τελευταία χρόνια, με ή χωρίς Πάου Γκασόλ, με ή χωρίς Καλντερόν. Μερικοί περίμεναν την έκβαση του αγώνα με τους Ισπανούς, για να αποφασίσουν αν θα τη «συγχωρέσουν» ή όχι. Άλλοι ποντάριζαν ότι θα βγει ο εγωισμός των παικτών στο παρκέ και θα κάνουν τη μεγάλη υπέρβαση για να βουλώσουν στόματα. Η Εθνική έχασε, γύρισε πίσω κι έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς να βγάλουν χολή. Δεν μου κάνει εντύπωση, στην Ελλάδα ζούμε. Υπερβολικοί στα πανηγύρια μετά από μια νίκη, ακόμα πιο υπερβολικοί στο ανάθεμα και το μοιρολόι μετά από μια ήττα.
Η Εθνική καλείται να προχωρήσει, ψάχνοντας όχι απλά για προπονητή και παίκτες που θα «γεμίσουν τα παπούτσια« του Διαμαντίδη, του Τσαρτσαρή και όποιου άλλου ακολουθήσει τον δρόμο της εθελούσιας εξόδου, αλλά και παίκτες γενικώς. Δεν φυτρώνουν και στα δέντρα οι ταλαντούχοι Έλληνες μπασκετομπολίστες - κι ακόμα και οι νεότεροι που διαπρέπουν με τις μικρές Εθνικές ομάδες, σπάνια βρίσκουν θέση έστω και στη 12άδα των αγώνων της Α1, ενώ για Ευρωλίγκα ούτε λόγος. Στη λογική του «αγοράζω εγώ για να μην τον πάρει ο απέναντι», οι ομάδες συναγωνίζονται για το πρεστίζ τους, χωρίς να εμπιστεύονται τα νιάτα, τουλάχιστον όχι όσο δείχνουν να στηρίζουν τους κοινοτικούς και Αμερικανούς κάθε λογής και διαλογής. Βεβαίως και η επόμενη επίσημη υποχρέωση για την Εθνική αργεί ακόμα, σε περίπου έναν χρόνο από τώρα. Αλλά ποιος βάζει το χέρι του στη φωτιά, ότι μέχρι τότε θα έχει ξεπεταχτεί μια ντουζίνα ή μια εξάδα Ελλήνων παικτών, έτοιμη να φορέσει και να τιμήσει το εθνόσημο;
Όσο για το θέμα του προπονητή, μας τύφλωσε η «λάμψη» από το περσινό χάλκινο μετάλλιο και μάλιστα κάτω από αντίξοες συνθήκες και σημαντικές απουσίες και δεν μπορέσαμε να δούμε τις αδυναμίες και τις αβλεψίες που τόσο μας στοίχισαν φέτος. Ο Γιόνας Καζλάουσκας μπορεί να είναι ένας καλός ή μέτριος προπονητής, μπορεί να έχει κάνει καλή ή μέτρια δουλειά στις Εθνικές ομάδες και τους συλλόγους που κοουτσάρισε παλιότερα. Στην Εθνική μας όμως, δεν «ταίριαξε». Ούτε με τη χημεία της, ούτε με τον ψυχισμό του Έλληνα παίκτη, ούτε με τον ψυχισμό του Έλληνα γενικώς, παρόλο που είχε ξαναπεράσει απ’ τα μέρη μας και όφειλε να γνωρίζει τον τρόπο σκέψης μας και τις απαιτήσεις μας πριν πει το «ναι» στην πρόταση δουλειάς που του έγινε. Αυτός έχει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης από όλους κι όχι απλά επειδή είχε τον βαθμό του «Καπετάνιου». Αν θέλει να βγει κάποια στιγμή και να μας λύσει όλες τις απορίες για τα μισόλογα, τα υπονοούμενα και τα «σούξου - μούξου» που είπε όλες αυτές τις μέρες, καλοδεχούμενα. Ειδικά αν παράλληλα κάνει και την αυτοκριτική του.
Η Εθνική πήγε στην Τουρκία και δυστυχώς επέστρεψε γυρίζοντας πολλά χρόνια πίσω. Αναζητούνται οι άνθρωποι αυτοί, που θα την πάρουν από το χέρι και θα την ξαναβάλουν όχι απλά στο δρόμο των επιτυχιών και των διακρίσεων, αλλά πρωτίστως σε περίοπτη θέση στην καρδιά αυτών που την αγαπάνε, αλλά αισθάνονται προδομένοι. Η επιλογή του προπονητή, του κατάλληλου προπονητή, είναι ένα πρώτο βήμα, καθοριστικό για τη συνέχεια.
Κώστας Βαϊμάκης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr