Υπάρχουν ποδοσφαιριστές γυναικωτοί, ποδοσφαιριστές μπαμπάκηδες και άλλοι που είναι μαμάκηδες. Με άλλα λόγια, υπάρχουν αυτοί που οι γυναίκες, τους κάνουν ό,τι θέλουν, τους βάζουν στο φουστάνι τους και τους χορεύουν καρσιλαμά. Που τους λένε πού θα πάνε - όχι το βράδυ, αλλά την επόμενη σεζόν, σε ποια χώρα ή ποια πόλη, για να είναι κοντά στις φίλες τους ή σε μέρη με ωραία εμπορικά καταστήματα και χλιδάτα εστιατόρια.
Κι αν είναι η γυναίκα τους, με παπά και με κουμπάρο, κάτι πάει κι έρχεται. Γιατί ους ο Θεός συνέζευξε, ομάδα μη χωριζέτω. Αλλά άμα είναι καμιά παστρικιά, την κάτσαμε τη βάρκα. Καμιά ανθυπομοντέλα (απ’ αυτές που πρώτα καλούν τον παπαράτσι εκεί που είναι ραντεβού με τον παίκτη κι από την «έκπληξη» που είδαν τον φωτογράφο μπροστά τους, ανοίγουν λιγάκι και τα πόδια να φανεί το καινούργιο στρινγκ στη φωτογραφία την άλλη μέρα). Ή καμιά τραγουδιάρα, πέμπτη-έκτη φωνή σε μαγαζί, αλλά κατά τα άλλα «πρώτη φωνάρα». Ή καμιά σελέμπριτι της κακιάς ώρας και της μαύρης συμφοράς. Εκεί τον ξεχνάμε τον παίκτη: καριέρα στα μπουζούκια θα κάνει αλλά στο γήπεδο όχι, θα καταπίνει τα ουίσκι αλλά όχι τα χιλιόμετρα, θα πετάει πανέρια αλλά όχι «παστέλια», θα γίνει ένα ερείπιο της κοινωνίας που θα έχει να λέει τα καλύτερα λόγια για την Ελλάδα, αλλά η Ελλάδα θα λέει τα χειρότερα γι’ αυτόν.
Δεύτερη κατηγορία, οι μπαμπάκηδες, αυτοί δηλαδή που θεωρούν τους κανακάρηδές τους «Πόρσε» και τους υπόλοιπους παίκτες «ποδήλατα». Που αναλαμβάνουν και χρέη μάνατζερ του γιόκα τους, τον παίρνουν από το χέρι όταν είναι μικρός και πάνε μαζί στα τσικό, αλλά συνήθως κάνουν μανούρα στον προπονητή που δεν τον βάζει. Και συνεχίζουν να ανακατεύονται στη ζωή του γιου τους και τη λειτουργία της ομάδας, ακόμα κι όταν αυτός γίνει μαντράχαλος, είτε δίνοντας συνεντεύξεις όπου είναι λάβροι, είτε προσπαθώντας να είναι εκεί γύρω απ’ την ομάδα με κάποιον τρόπο και να κάνουν παραγοντιλίκια.
Η τρίτη κατηγορία, είναι οι μαμάκηδες. Θυμάμαι ας πούμε την δεσποτική μαμά - Ντιόγκο, που ζήτησε ξενάγηση στο «Καραϊσκάκης» πριν υπογράψει ο γιος της πρόπερσι. Οι μαμάδες γενικά που «τρέχουν» τα πάντα (πού θα μείνει ο «μικρός», τι έπιπλα θα πάρει, πώς θα διακοσμήσει το σπίτι), μέχρι που κάνουν κάστινγκ στις υποψήφιες «νύφες». Που δεν μπορούν να δεχτούν ότι το «μωρό τους» όχι απλά μεγάλωσε, αλλά έγινε και επαγγελματίας που βγάζει πολλά λεφτά, είναι διάσημος, πήγε σε άλλη χώρα και θέλουν να τον έχουν από κοντά. Χειρότερη περίπτωση που θυμάμαι, αυτή του Ρίισε, που του κανόνιζε τα πάντα; από μεταγραφές μέχρι διαφημιστικά συμβόλαια και έλεγε κάτι φοβερά τσιτάτα για τον Γιον Άρνε, ότι είναι πανέμορφος και πανέξυπνος και πολύ τυχερή αυτή που θα τον πάρει και τέτοια.
Η μαμά του Ζαν - Αλαίν Μπουμσόνγκ, ήταν δίπλα του σε όλη τη διάρκεια της παρουσίασης του. Διακριτικά όμως, όχι φωναχτά. Κι ο ίδιος ο παίκτης, δήλωσε πόσο σημαντική είναι η μητέρα του για τη ζωή του και πόσο τη συμβουλεύεται πάντα, σε κάθε σημαντική απόφαση που πρέπει να πάρει. Επειδή ο συγκεκριμένος τύπος απέχει πολύ από το προφίλ του κλασσικού ποδοσφαιριστή - είναι ήσυχος, κουλτουριάρης, φίλος της όπερας, οικογενειάρχης, χωρίς αδυναμία στα ακριβά αυτοκίνητα και τις «ακριβές» γυναίκες - μου φάνηκε πολύ γλυκό όλο αυτό που είπε για την μητέρα του. Και τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι είχαμε συνηθίσει ως τώρα. Ίσως να ήρθε η ώρα να γνωρίσουμε και την άλλη πλευρά του «μαμάκια - ποδοσφαιριστή»: αυτήν όπου η μητέρα ηρεμεί και εξισορροπεί τον παίκτη, τον στηρίζει ψυχολογικά και τον βοηθά να προσαρμοστεί σε μια ξένη χώρα. Και ο Μπουμσόνγκ έχει πάει και Αγγλία και Σκωτία και Ιταλία και τώρα Ελλάδα. Το θεωρείτε εύκολο όλο αυτό, χωρίς «γονική συναίνεση»;
Το «Fight Club» σας αποχαιρετά και πάει να κάνει τα μπάνια του, να ξεκουραστεί και να μαυρίσει - όχι από το κακό του. Καλές διακοπές σε όλους σας και τα ξαναλέμε στις 23 Αυγούστου.
Κώστας Βαϊμάκης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr