Δεν ξέρω τι σκορ πιάνει στο «Αγαπουλόμετρο» της Θεσσαλονίκης ο Δημήτρης Σαλπιγγίδης από τη μέρα που επέστρεψε. Αν του συγχώρησαν που έφυγε, που με τη μεταγραφή του ενίσχυσε οικονομικά τον Γούμενο κι όχι τα ταμεία του ΠΑΟΚ, που στο αεροδρόμιο δεν βγήκε από την μπροστινή πόρτα αλλά από την πίσω, που εκτέλεσε πέναλτι κατά του ΠΑΟΚ, που έβαλε το δάχτυλο στο στόμα για να σωπάσουν αυτοί που τον έβριζαν, που δεν έχει τελειώσει ακόμα το «Μετρό» στη Θεσσαλονίκη, που στέρεψαν τα αποθέματα της βενζίνης στο νομό, που μπήκε η χώρα στο Δ.Ν.Τ. Αυτό που ξέρω, είναι ότι ο παίκτης που πλέον φοράει το «9» κι όχι το «14», που στη φανέλα του γράφει «Salpi» κι όχι «Σαλπιγγίδης», είναι εκείνος ο γνωστός, καλός ανακατωσούρας, που όμοιό του δεν έχει ούτε ο ΠΑΟΚ, ούτε καμία άλλη ελληνική ομάδα.
Και προτού κάποιοι με κατηγορήσουν για «Σαλπιγγικό» κι αρχίσουν να μου αναλύουν πόσο καλύτερος είναι ο Γκοβού, τι παραστάσεις και εμπειρίες έχει ο Ρόμενταλ ή πώς τολμάω να τον συγκρίνω με τον παιχταρά τον Σκόκο, να ξεκαθαρίσω ότι δεν αναφέρομαι απλά στα ποδοσφαιρικά του στοιχεία, αλλά σε ολόκληρο το πακέτο που χαρακτηρίζει τον ποδοσφαιριστή Σαλπιγγίδη και τον άνθρωπο Δημήτρη. Αυτόν δηλαδή που ποτέ δεν προκάλεσε, ποτέ δεν πούλησε Παναθηναϊκοφροσύνη, ποτέ δεν έκρυψε ποια ομάδα αγαπάει, που δεν αρνήθηκε να μαρκάρει και δεν ντράπηκε να κάνει τάκλιν, που δεν «χαλάστηκε» όταν του ζητήθηκε να παίζει δεξιά ώστε να βρεθεί στην κορυφή της επίθεσης ο Σισέ, που δεν έβαλε τα λεφτά πάνω απ’ το συναίσθημα όταν έπρεπε να αποφασίσει πού θα συνεχίσει την καριέρα του, που δεν δελεάστηκε από την πρόκληση του εξωτερικού.
Και τώρα, έχοντας περάσει μια ολόκληρη σεζόν στα δεξιά, έχοντας χάσει το πρεστίζ του πρώτου σκόρερ της ομάδας που είχε τα προηγούμενα χρόνια και σε Παναθηναϊκό και σε ΠΑΟΚ, αλλά έχοντας βάλει κι άλλα στοιχεία στο παιχνίδι του ως δεξιός μεσοεπιθετικός, δηλαδή την αίσθηση του χώρου, την καλούτσικη σέντρα - έστω και συρτή - και τη δυνατότητα της πάσας, παρόλο που έπαιξε μόνος προωθημένος στο Άμστερνταμ και μ΄ ολόκληρη την ολλανδική άμυνα να τον προσέχει, στη μια και μοναδική ευκαιρία που βρήκε λίγο χώρο και λίγο χρόνο και βρέθηκε δεξιά, κατάφερε να αξιοποιήσει τον μοναδικό που τον ακολούθησε, τον κατάκοπο Ίβιτς. Που ήταν τόσο κουρασμένος πια, τόσο ανήμπορος να σπριντάρει, ώστε περίπου άθελά του απέφυγε να βγει οφσάιντ και πήρε τη μπάλα στην ίδια ευθεία με τον Σαλπιγγίδη. Η στατιστική έγραψε σαν σκόρερ τον Βλάνταν, αλλά η δικαιοσύνη του ποδοσφαίρου σφάζει το χρυσό γκολ στη μέση και το απονέμει εξ’ ημισείας στον δημιουργό του και τον εκτελεστή του.
Ο «Salpi» με το «9» στην πλάτη, φέτος θα προσπαθήσει να κάνει ό,τι έκανε πρόπερσι και ό,τι έκανε πέρυσι, 2 σε 1: να σκοράρει όταν αγωνίζεται στην κορυφή, να σκοράρει ή/και να πασάρει στον Μουσλίμοβιτς ή τον Παπάζογλου, όταν παίζει δεξιά και λίγο πίσω από το φορ. Πάνω απ’ όλα, θα κάνει αυτό που έκανε μια ολόκληρη ζωή: να παίζει για την ομάδα. Κι αν αυτό δεν φτάνει για να τον (ξανα)αγαπήσουν μερικοί, τότε δεν ξέρω τι άλλο υπάρχει για να κάνει ένας άνθρωπος, που θέλει απλά να τον αγαπούν. Όσο τους αγαπάει κι εκείνος.
Κώστας Βαϊμάκης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr