Μάλιστα, εκεί ξεπέσαμε. Να μιλάμε χθες - προχθές για Μεξές, για Μπορντόν, για Μαρτσένα, για Γκαλάς, για Κρις, να πέφτουμε στην ανάγκη του Μπουμσόνγκ, του «παίζω και στόπερ και αμυντικός μέσος» (με την ίδια αποτυχία), του «δεν στέριωσα όπου κι αν πήγα», του «σκάντζα - βάρδια» στη Λιόν και να μην μας θέλει αυτός! Ίσως διότι η πρόταση του Παναθηναϊκού δεν περιλαμβάνει πακέτο και τους δυο μανουβραδούρους που χρειάζεται μπας και στρίψει. Αυτούς που παίρνουν θέση πίσω από το τέρμα της ομάδας του και κάνουν τα σχετικά κουμάντα: «έλα, έλα, πάρτο αλλιώς τώρα, αντίπαλος επιθετικός έρχεται από δεξιά στις τρεις η ώρα. Ίσιωσε τώρα, ωραία. Έλα, έλα, έλα να δεις τι έκανες...».
Ο Μπουμσόνγκ είναι ψηλός. Αλλά και ο Σερμαντίνι είναι ψηλός. Μήπως να κάνουμε μ’ αυτή τη λογική μετάταξη στο ποδοσφαιρικό τμήμα τον χαρούμενο Γεωργιανό να μην χάνουμε κεφαλιά; Διότι στο ποδόσφαιρο, υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά πράγματα από το ύψος. Ένα απ’ αυτά είναι το «ποδοσφαιρικό ανάστημα», σαν κι αυτό που είχε μια φορά κι έναν καιρό ο - αντικειμενικά κοντός για κεντρικός αμυντικός - Φάμπιο Καναβάρο. Τότε που σηκωνόταν για κεφαλιά στα 33 του, στο 90-φεύγα του αγώνα και βρισκόταν δυο κεφάλια πάνω από παίκτες δέκα και είκοσι πόντους ψηλότερούς του. Διότι το ήθελε περισσότερο. Διότι είχε αρχηγική στόφα. Διότι ήταν «killer» στην άμυνα όχι επειδή κάποιος τον βάφτισε έτσι, αλλά επειδή το ένιωθε. Άσχετα πώς κατάντησε από τότε μέχρι σήμερα και πώς έγραψε την τελευταία του σελίδα στην Εθνική. Αν είχε το μυαλό να σταματήσει τότε από τη «Σκουάντρα Ατζούρα», θα ήταν πρότυπο και σημείο αναφοράς για όλους τους στόπερ για πολλά - πολλά χρόνια.
Φυσικά δεν είναι εύκολο να βρεις έναν τέτοιο παίκτη, έναν Φάμπιο Καναβάρο εν έτει 2010. Κι ακόμα κι αν τον βρεις, είναι ακόμα πιο δύσκολο να τον πείσεις να έρθει Ελλάδα, ακόμα κι αν έχεις να του δώσεις τα λεφτά που ζητάει. Γι’ αυτό υπάρχουν οι σκάουτερ, οι τεχνικοί διευθυντές, οι άνθρωποι που ζουν όχι απ’ το ποδόσφαιρο αλλά για το ποδόσφαιρο, ώστε να ψάξουν, να ρωτήσουν, να δουν, να μάθουν, να μιλήσουν και να φέρουν τον παίκτη ένα ωραίο απόγευμα στο «Ελ. Βενιζέλος», ώστε να πέσουν τα τσιμέντα και τα «Duty Free» μαζί. Ειδικά απ’ τη στιγμή που το συγκεκριμένο θέμα ήταν στην κορυφή της λίστας όχι απλά από τον Απρίλιο, αλλά ουσιαστικά εδώ και χρόνια. Αγκάθι για όλες τις διοικήσεις, για τον Βαρδινογιάννη και τον Πατέρα, τον Αντωνίου και τον Βέλιτς, τον Σκάζνι τότε και τον Φρέιτας τώρα. Για όλους αυτούς που προσπαθούν τόσα χρόνια να βρουν στόπερ που θα κάνει τη διαφορά και δεν βρίσκουν, λες και ψάχνουμε διαμάντι σε μέγεθος αργίτικου πεπονιού.
Αλλά όχι και τον Μπουμσόνγκ ρε παιδιά... Και να μην μας θέλει κιόλας. Ευτυχώς να λέμε βέβαια, διότι αν είχε πει «ναι», θα είχε παρουσιαστεί ήδη με την πράσινη φανέλα, για να μαλακώσουν οι αντιδράσεις και οι γκρίνιες από το ναυάγιο της υπόθεσης Γκαλάς. Αλλά όχι τον Μπουμσόνγκ ή τον Ζεμπινά ή τον Σαρ. Μπορούμε και καλύτερα. Κι αν δεν μπορούμε καλύτερα, ας μην μπορέσουμε καθόλου. «Καλύτερος από ποτέ είναι ο Γιοσού Σαριέγκι». «Γεμάτος πείσμα και θέληση ο Μελίσσης». «Αναγεννημένος ο Καντέ». «Αρέσει πολύ ο Κατσουράνης σαν στόπερ». «Σταθερή αξία ο Βύντρα στο κέντρο της άμυνας». «Δοκιμάστηκε για ένα ημίχρονο ο Ζιλμπέρτο στο πλευρό του Καντέ κι ο Σισέ δεν ακούμπησε μπάλα». «Ακούραστος ο Σιμάο Μάτε Τζούνιορ έπαιξε σαν αμυντικός χαφ με τους “πορτοκαλί” και σαν κεντρικός αμυντικός με τους “μπλε” και ήταν απροσπέλαστος».
Μήπως εκεί θέλετε να καταλήξετε; Μήπως να το πάρουμε απόφαση; Μήπως η «δεύτερη καλύτερη άμυνα της περσινής σεζόν» τελικά δεν χρειάζεται ενίσχυση;
Κώστας Βαϊμάκης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr