Οι άνθρωποι που σκαμπάζουν από οικονομικά, συνηθίζουν να λένε ότι οι εποχές κρίσης, πέρα από μιζέρια και γενικότερη καταστροφολογία, φέρνουν και δυνατότητες για επενδύσεις.
Κρύβουν ευκαιρίες, που αν έχεις το μυαλό και το ρευστό, μπορείς να τις αξιοποιήσεις και να βγεις κερδισμένος.
Να πάρεις ας πούμε ένα σπίτι ή ένα αυτοκίνητο σε τιμή πολύ χαμηλότερη απ’ αυτή που θα αγόραζες υπό κανονικές συνθήκες.
Ένα μαγαζί, μια επιχείρηση, μια ομάδα, έναν σπουδαίο παίκτη.
Πριν από μερικά χρόνια για παράδειγμα, είχε παίξει αρκετά έντονα το όνομα του Ριέρα για τον Παναθηναϊκό.
Η Λίβερπουλ δεν είχε μπει ακόμα στο παιχνίδι, ο παίκτης είχε κάνει παπάδες στην Εσπανιόλ κι ο Παναθηναϊκός είπε να ρωτήσει πόσο τον πούλαγαν. Η κουβεντούλα έληξε άδοξα, όταν η διερευνητική επαφή έκανε λόγο για ποσό πάνω από 10 εκατομμύρια.
Ακόμα όμως κι αν οι πράσινοι είχαν αποφασίσει να κάνουν μια τόσο βαρβάτη υπέρβαση, το πιθανότερο θα ήταν να έλεγε ο Ριέρα «όχι, ευχαριστώ και μην με ξαναενοχλήσετε». Ήταν βλέπετε μια περίοδος όπου στην Ευρώπη κυκλοφορούσε άφθονο χρήμα και ο κάθε παίκτης που είχε ποιότητα και φιλοδοξίες, ήλπιζε ότι θα κάνει το μεγάλο βήμα. Και η φράση «μεγάλο βήμα» με τη λέξη «Ελλάδα» δεν έμπαιναν στην ίδια πρόταση.
Τώρα η Λίβερπουλ συζητά με τον Ολυμπιακό για κάτω απ’ τα μισά χρήματα απ’ όσα έδωσε για να τον αποκτήσει (που ήταν γύρω στα 12 εκατομμύρια). Τώρα ο ίδιος ο Ριέρα, αν ικανοποιηθεί οικονομικά, δεν έχει πρόβλημα να υποβαθμιστεί ποδοσφαιρικά και να έρθει σε ένα πρωτάθλημα τριτο-τέταρτης κατηγορίας και μια ομάδα που δίνει προκριματικά από τον Ιούλιο, για να μπει στους ομίλους του Europa.
Του αρκεί να πληρωθεί καλά και να έχει εξασφαλισμένο χρόνο συμμετοχής, μετά το «σκούριασμα» στον πάγκο ή την εξέδρα του «Άνφιλντ» κι ό,τι άλλο έρθει - όπως να βαδίσει στα χνάρια του Σισέ και να ξαναφτιάξει το όνομά του στο αδιάφορο κατά τα άλλα ελληνικό πρωτάθλημα - καλοδεχούμενο.
Κάπως έτσι, ο Παναθηναϊκός έχει «τα μούτρα» να πάει και να συζητήσει με τον Γκαλάς, που παρά τα χρονάκια του, δεν παύει να είναι σπουδαίος παίκτης, που έπαιξε στην Τσέλσι, κατόπιν στην Άρσεναλ (στην οποία ήταν και αρχηγός μέχρι πέρυσι) και βασικός στο Μουντιάλ με τη Γαλλία. Θα υπήρχε έστω και 1% πριν δυο χρόνια, να πλησιάσει ο Παναθηναϊκός τον (αντίστοιχο) Γκαλάς και να μη «φάει πόρτα» στα μούτρα;
Αντίστοιχη κουβέντα μπορούμε να κάνουμε για τον Γκοβού που ήρθε ή και για τον Γκατούζο, τον Τρεζεγκέ ή τον Σένα, που έχουν απασχολήσει ή απασχολούν τον Ολυμπιακό. Πρόπερσι, ακόμα και η φήμη για κάποιον απ’ τους τρεις, θα έφερνε γέλιο. Τώρα, είναι μια ρεαλιστική πιθανότητα.
Κάποτε «ήταν τρελός ο εκάστοτε Πρόεδρος», όταν έφερνε τον Ριβάλντο, τον Πάολο Σόουζα, τον Τζιοβάνι, τον Βλάοβιτς, τον Καρεμπέ, τον Σισέ, τον Μέλμπεργκ, τον Ζιλμπέρτο. Τώρα είναι «μυαλωμένος» και «έξυπνος». Και όσο κι αν η έλευση ενός σπουδαίου παίκτη προκαλεί μεγάλη χαρά και ικανοποίηση στους οπαδούς, δεν προκαλεί πλέον ούτε ντελίριο, ούτε τεράστια έκπληξη.
Διότι σήμερα το να έρθει ένας παικταράς να παίξει στην Ελλάδα, όχι στα 36 του ή κοντά στα 40 του (σαν τον Μπέπε Σινιόρι για παράδειγμα) δεν είναι ούτε ουτοπικό, ούτε απίθανο. Δυστυχώς βέβαια αυτό δεν γίνεται πια επειδή ανεβήκαμε επίπεδο εμείς ως ποδόσφαιρο, ούτε επειδή πλουτίσαμε, αλλά κυρίως διότι «φτώχυναν» οι παραδοσιακά πλούσιοι και δυνατοί και δεν μπορούν πλέον ούτε να αντέξουν 30 πλουσιοπάροχα συμβόλαια σε ένα ρόστερ, ούτε να προσφέρουν διετή και τριετή συμβόλαια σε παίκτες που έχουν περάσει τα 31-32.
Αλλά ας μη τα θέλουμε και όλα δικά μας...
Κώστας Βαϊμάκης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr