Οταν καταλάβουν οι ομάδες πως δεν θα έχουν κάποια μέρα πελάτες, επειδή τα μικρά παιδιά δεν πάνε πια στο γήπεδο, θα είναι αργά
Ήταν 25 Οκτωβρίου 1959 όταν έγινε η σέντρα του πρωταθλήματος της Α’ Εθνικής. Ένα όνειρο δεκαετιών έπαιρνε σάρκα και οστά, από τότε όμως πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι. Το γκολ του Γιάννη Κανάκη στο ματς της ΑΕΚ με τον Εθνικό ήταν το πρώτο από τα χιλιάδες που ακολούθησαν, η νίκη του Παγκορινθιακού με 1-0 επί του (απόλυτου κυρίαρχου της δεκαετίας του '50) Ολυμπιακού ήταν η πρώτη έκπληξη από τις δεκάδες που έγιναν σε αυτές τις εκατοντάδες Κυριακές που ακολούθησαν. Ένα ποδοσφαιρικό παραμύθι που, για όσους αγαπάμε την μπάλα, αποτελεί τον φάρο στις αναμνήσεις.
Αν και ήδη είχα πάει σε ματς της Εθνικής ομάδας και σ' ένα παιχνίδι Κυπέλλου Εκθέσεων του Πανιωνίου με τη Χάνσα στη Νέα Σμύρνη, για το πρωτάθλημα πρωτοδιάβηκα το κατώφλι γηπέδου το 1970. Ηταν στο στάδιο Καραϊσκάκη, Σάββατο απόγευμα –μέρα σπάνια για ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή- και η Προοδευτική υποδεχόταν τον ΠΑΟΚ. Δεν θυμάμαι πολλά από το ματς, μόνο πως τελείωσε 1-1.
Α, και φυσικά το εκπληκτικό γκολ της ισοφάρισης από τον Γιώργο Κούδα. Αν και στα χρόνια που ασχολούμαι με τη δημοσιογραφία είχα την ευτυχία να ταξιδέψω σε δεκάδες χώρες, να περιγράψω και να καλύψω ματς σε Τσάμπιονς Λιγκ, Κυπελλούχων, ΟΥΕΦΑ, Μουντιάλ, EURO, ακόμα και τελικό Διηπειρωτικού Κυπέλλου, οι αναμνήσεις που έχω από τα παιδικά χρόνια παραμένουν οι ισχυρότερες. Είναι εκείνες οι μέρες της αθωότητας που συνδυάζονται με τις πιο γλυκές στιγμές της ζωής, με τις φιλίες, τις παρέες, την οικογένεια.
Είδα ΜΕΣΑ στο γήπεδο –γιατί έχει διαφορά από την τηλεόραση- συγκλονιστικά ματς. Το γκολ του Μίμη Παπαϊωάννου με κεφαλιά-ψαράκι «τρώγοντας χώμα» κατά της Βέροιας, τα γκολ του Χάιτα που έδωσαν στον Πανιώνιο τη νίκη επί του Παναθηναϊκού, αφήνοντάς τον εκτός Ευρώπης λίγες μόλις μέρες μετά τον τελικό του «Γουέμπλεϊ». Το 11-0 του Ολυμπιακού με τον Φωστήρα τον Μάρτη του '74, το 4-0 του ΠΑΟΚ με τον Κούδα και τον Τερζανίδη να πετούν φωτιές μέσα στο Καραϊσκάκη με τον Ολυμπιακό και τον Εθνικό το 1976, τη μαγική πεντάδα της Παναχαϊκής με τον Δαβουρλή, τον Μιχαλόπουλο, τον Στραβοπόδη, τον Ρήγα, τον Λεβεντάκο να συντρίβουν τον Απόλλωνα στη Ριζούπολη και τον Φωστήρα στον Ταύρο.
Είδα ντερμπι που οι οπαδοί ήταν μαζί, δίπλα δίπλα στις εξέδρες, είδα το ταλέντο και τη μαεστρία σπουδαίων άσων από τον Δομάζο και τον Δεληκάρη, τον Παπαϊωάννου και τον Κούδα, τον Χατζηπαναγή και τον Ελευθεράκη, τον Σαράφη και τον Μαύρο, τον Αργυρούδη και τον Χάιτα, τον Δαβουρλή και τον Κρητικόπουλο, τον Σταυρόπουλο και τον Αϊδινίου!
Με αυτούς μεγάλωσα, με τις φωνές της μετάδοσης από το ραδιοφωνάκι που αντηχούσε εκείνες τις Κυριακές –ηλιόλουστες ή συννεφιασμένες- σε κάθε γειτονιά. Πηγαίνοντας στο γήπεδο, γιατί έτσι νιώθαμε πως ζούμε την μπάλα. Η τηλεόραση έκανε το 1969 την πρώτη της μετάδοση, αλλά ήταν το συμπλήρωμα στην ποδοσφαιρική μας βουλιμία. Ένα γλυκό στο καλομαγειρεμένο γεύμα, ένας αστακός όταν είχε κάποιο σπουδαίο ματς, ποτέ όμως ως προτεραιότητά μας όταν πλησίαζε η Κυριακή.
Σήμερα, 46 ολόκληρα χρόνια έπειτα από εκείνη την ιστορική πρεμιέρα της Α' Εθνικής, ακούω συζητήσεις για τη νέα Σούπερ Λίγκα. Καλές, κακές, τεχνοκρατικές, οικονομικές. Με βάση τα προσδοκώμενα έσοδα, την ανάγκη των ομάδων να αποφασίζουν μόνες τους για την τύχη τους, την προσπάθεια εξεύρεσης πόρων επιβίωσης. Σωστά και θεμιτά όλα! Μόνο που δεν ακούω το βασικό. Πώς μπορούν οι σύλλογοι να ξαναφέρουν τον κόσμο στις εξέδρες. Γιατί καλή η τηλεόραση, αλλά δεν αποτελεί παρά την εικονική αλήθεια. Και δεν δημιουργεί τίποτε άλλο παρά καινούργιους... τηλεδικαστές. Δεν θυμάμαι στη δεκαετία του '70 να σπαταλούσαμε τόσες ώρες συζήτησης και φαιάς ουσίας για το αν ένα γκολ ήταν οφσάιντ. Αν ένα πέναλτι έγινε ή όχι. Ακόμα χειρότερα, αν έπρεπε να δοθεί κίτρινη κάρτα σ' ένα μαρκάρισμα στη σέντρα. Ακριβώς γιατί σε πολλά ματς δεν υπήρχε καν μία κάμερα για να «σώσει» τις φάσεις. Όχι για να τις δουν οι κάθε λογής Βουράκηδες και Βαρούχες και να τις... αναλύσουν, αλλά απλούστατα για να υπήρχαν και σήμερα και να απολαμβάναμε κάποιους σταρ μιας άλλης εποχής!
Γι' αυτό αναπολώ εκείνη την εποχή. Που η ποδοσφαιρική αθωότητα ζούσε ακόμα. Δεν πειράζει. Οταν καταλάβουν οι ομάδες πως δεν θα έχουν κάποια μέρα πελάτες, επειδή τα μικρά παιδιά δεν πάνε πια στο γήπεδο, θα είναι αργά. Εγώ εύχομαι στο όνομα εκείνων των κυριακάτικων αναμνήσεων να μη συμβεί αυτό ποτέ. Και Χρόνια Πολλά στην Α’ Εθνική!