Μη ρωτάτε «γιατί». Μην ψάχνετε να βρείτε το «πως».
Μικρή σημασία έχουν τα μέσα όταν ο σκοπός είναι τόσο «άγιος».
Όταν το ντοκουμέντο που έρχεται απ’ αυτήν εδώ την στήλη στο φως είναι τέτοιας ιστορικής σημασίας, αλλά και τόσο πολύ επίκαιρο ταυτοχρόνως.
Ρόδο της αυγής,
Δεν περνούν οι μέρες, δεν περνούν οι ώρες. Εδώ στη μακρινή Στοκχόλμη απ’ όπου σου γράφω, η συννεφιά είναι ασορτί με τον ψυχικό μου κόσμο. Γκρίζο και μαύρο έξω, μαύρο και γκρίζο μέσα μου.
Έχει περάσει ένας μήνας από τότε που ολοκληρώθηκαν οι κοινές αγωνιστικές μας υποχρεώσεις και υποχρεώθηκα να σε αποχωριστώ γιατί έπρεπε να ξεκινήσεις προετοιμασία με την εθνική. Κι όλο αυτό, γιατί; Για να πας σε μία διοργάνωση απ’ την οποία θα έλειπα εγώ. Στην αρχή σκεφτόμουν ότι ο καιρός θα περάσει πιο εύκολα. Κι ότι παρακολουθώντας σε από την τηλεόραση θα λειαινόταν ο πόνος της καρδιάς μου. Πίστευα ότι θ’ αντέξω, αλήθεια, κι ότι η εικόνα σου και μόνο, έστω και από απόσταση, θα με όπλιζε με κουράγιο ν’ αντέξω μέχρι να σε ξαναδώ.
Έκατσα να σε καμαρώσω στο παιχνίδι με την Ελβετία. Και, θεέ μου, ανατρίχιασα με το πάθος και την αγωνιστικότητά σου. Κράταγες όλη την άμυνα μόνος σου, εσύ μοναχικέ φρουρέ του ισπανικού κάστρου. Κι όμως, κάτι μέσα μου δεν με άφηνε να χαρώ. Σαν να είχα ένα προαίσθημα, φως μου, ότι κάτι κακό θα σου συμβεί. Και είχα δίκιο. Όταν στη φάση του γκολ σε είδα να γλυστράς και να πέφτεις, άπλωσα ασυναίσθητα τα χέρια προς την τηλεόραση για να σε προστατέψω από τα εχθρικά βέλη. Δεν πρόλαβα όμως. Η σκαριά του Ντερντιγιόκ στο μηνίγγι σου μπήχτηκε στην καρδιά μου σαν μαχαίρι.
Και μετά; Χριστέ μου... Σε παρακολούθησα με αγωνία να σωριάζεσαι στο χορτάρι και το αίμα να τρέχει στο πλάι του προσώπου σου. Ποιος γιατρός και ποιο βαμβάκι, ακριβέ μου... και τι δεν θα ‘δινα για να μπορούσα να διακτινιστώ, να βρεθώ στο πλάι σου εκείνη τη στιγμή και να σφουγγίσω την κατάρα από την ανοιχτή πληγή σου με τα χείλη μου...
Λίγες μέρες αργότερα πείστηκα ότι το σχέδιο είναι πιο σκοτεινό απ’ όσο φανταζόμουν, όταν στον αγώνα με την Ονδούρα είδα να σε ξαναχτυπάνε. Όχι μία, αλλά δύο φορές. Σε είδα ξανά να ποτίζεις με αίμα και τίμιο ιδρώτα τη νοτιοαφρικανική γη. Είδα τον αιμοστατικό επίδεσμο στο στόμα σου, σαν ξένη αγκαλιά που αδυνατεί να σου δώσει παρηγοριά.
Κι έτσι κατάλαβα τελικά ότι αυτοί που μας ζηλεύουν -επειδή ξέρουν ότι δεν μπορούν να σε έχουν- το έβαλαν στόχο να χαλάσουν την ομορφιά σου. Να σε πληγώσουν, να σε ασχημίσουν, να σε κάνουν (νόμισαν, οι ανόητοι) λιγότερο ποθητό, σαν κάτι νταβατζήδες που χαράζουν τις πουτάνες τους στο πρόσωπο. Μάταια όμως. Γιατί εγώ ξέρω. Και τώρα σε θέλω περισσότερο από ποτέ.
Δικός σου, Ζλάταν
Γιάννης Τσαούσης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr