«Οι Έλληνες με έπαιξαν βρώμικα», είπε ο Λιονέλ Μέσι κι έβγαλε από την σάκα του την Bibi - Bo και τον John - John για να παίξει λίγο και να αλεγκράρει. Είχε δίλημμα πριν το Μουντιάλ, αν έπρεπε να πάρει μαζί του τον Γκορμίτι ή τον Μπίμπι με τον Τζον, αλλά τελικά προτίμησε τα αγαπημένα του κουκλάκια. Έχει και γωνίες ο Γκορμίτι, μπορεί να βγάλεις και κανένα μάτι αν δεν προσέξεις, είναι και βίαιο παιχνίδι που μπορεί να σου προκαλέσει εφιάλτες το βράδυ κι ο Λίο δεν ήθελε τίποτα να του χαλάσει τα ειδυλλιακά βράδια στη Ν. Αφρική.
Εκεί που πίνει το γάλα του με το μπιμπερό, ατενίζοντας από το παράθυρό του τα αναμμένα φωτάκια. Τότε που φοράει τα πυζαμάκια του με τη Στρουμφοπαρέα, παίρνει αγκαλιά τον αγαπημένο του λούτρινο «Ντιεγκίτο», το όμορφο μοσχαράκι με το τατουάζ του Τσε Γκεβάρα στο πίσω πόδι και κάνει όνειρα γλυκά σαν Αργίτικο πεπόνι.
«Ο διαιτητής έπαιζε υπέρ της Ελλάδας». Από τα νεύρα του τσαλάκωσε ένα χάρτινο κυπελλάκι και το πέταξε κατάχαμα με τόση δύναμη, που σχεδόν έκανε κρατήρα. Εντάξει, δεν έκανε, αλλά είχε κάνει την προσωπική του υπέρβαση, είχε καταφέρει να τσαλακώσει και να πετάξει κάτω για πρώτη φορά στη ζωή του ένα πλαστικό ποτήρι. «Μεγάλωσα πια» μονολόγησε με καμάρι, «θ’ αρχίσω και να ξυρίζομαι όπου νά’ ναι, ίσως βγω και ραντεβού με γκόμενα». Κοίταξε τη δεξιά του γάμπα, εκεί που είχε μια μικρή μελανιά από ένα φάουλ του Σωκράτη Παπασταθόπουλου. «Άτιμοι Έλληνες, έκανα βαβά! Κάνατε κόμμα με τον Ουζμπέκο ρέφερι, που σας άφησε να με κοπανάτε. Ποιον; Εμένα; Το «10» το καλό. Τον διάδοχο του Μαραντόνα. Τον αρχηγό της “αλμπιτσελέστε”.
Τον καλύτερο παίκτη του κόσμου. Αντί να με αφήνετε να κάνω τις κούρσες μου και να σκοράρω και να είστε μέσα στο highlight, όπως η μισή Εθνική Αγγλίας στο γκολ του Ντιέγκο, εσείς με μαρκάρατε; Αντί να ανοίγετε διάδρομο και να είστε με το μπλοκάκι στο χέρι για να σας δώσω αυτόγραφο, εσείς κάνατε τάκλιν; Την κατάρα μου να έχετε και να μη φύγει το Δ.Ν.Τ. ποτέ από τον σβέρκο σας». Πήγε να ξεστομίσει ένα μεγαλοπρεπές «puta» αλλά δάγκωσε με δύναμη τη γλώσσα του. Κοκκίνησε. «Θεέ μου, συγνώμη. Τι με έπιασε;» Σταυροκοπήθηκε 10 φορές - όσες το νούμερο της φανέλας του - με πάθος, σαν την Ελένη Λουκά και με καθαρή πλέον την παιδική ψυχούλα του, ξάπλωσε το πορτ - μπεμπέ του.
«Θα έπρεπε οι παίκτες που αντιμετωπίζουν σκληρά τον Μέσι να τιμωρούνται. Οι Έλληνες τον έπαιξαν σκληρά, αλλά δεν τιμωρήθηκαν». Η ατάκα του προπονητή του, ηχούσε ακόμα σαν μελωδία στ’ αυτιά του Λίο. Γι’ αυτό και δεν αντάλλαξε φανέλα με κανέναν Έλληνα: την φύλαγε για τον Ντιέγκο, να του δώσει τη φανέλα και να πάρει για αντάλλαγμα το σακάκι του, ένα απ’ τα δυο ρολόγια του, ένα κομποσκοίνι, μια αγκαλιά με ένα «ταπ - ταπ» στα οπίσθια, οτιδήποτε. Απ’ το μυαλό του άρχισαν να περνάνε εικόνες με τον ίδιο να σκοράρει στον τελικό του Μουντιάλ κόντρα στη Βραζιλία, να σηκώνει κι αυτή την κούπα, να βγαίνει ο καλύτερος παίκτης και του Μουντιάλ, να παίρνει εκδίκηση - ειδικά - από τον Ζούλιο Σέζαρ, τον Μαϊκόν, τον Λούσιο.
«Πρώτα το Μεξικό όμως» μονολόγησε κι έσφιξε τη φούχτα του. «Που δεν θα με πελεκάνε σαν τους παλιο-Έλληνες, θα με σεβαστούν, θα με προστατεύσουν, θα υποκλιθούν στο μεγαλείο μου. Όπως κάνουν και όλοι οι αντίπαλοι στην Primera Division, εκεί όπου κανείς δεν μου κάνει σκληρά φάουλ σαν τον Παπα-αυτόν της Ελλάδας, κανένας δεν σημαδεύει το γόνατό μου σαν τον Κατσουρο-τέτοιον, κανένας δεν χρησιμοποιεί τους αγκώνες του όπως ο Τορο-something». Και κοιμήθηκε αυτός καλά και οι Μεξικανοί καλύτερα. Καληνύχτα μικρή μας Τιτίκα κι όνειρα γλυκά...
Κώστας Βαϊμάκης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr