Ενδεχομένως στη μακρινή Γουατεμάλα, απ’ όπου κατάγεται ο διαιτητής του αγώνα Ιταλία - Νέα Ζηλανδία, το όνομα «Ιταλία» να παραμένει ένα ισχυρό ποδοσφαιρικό trademark. Ούτως ή άλλως, μέχρι να προκύψει η νέα πρωταθλήτρια κόσμου, η Ιταλία παραμένει η κάτοχος της βαριάς κούπας, η εστεμμένη του 2006, που πήγε στη Ν. Αφρική «για να υπερασπιστεί τον τίτλο της». Αν μάλιστα είσαι κι απ’ τη Γουατεμάλα, ψήνεσαι ακόμα με τον «Πολ Νιούμαν» των πάγκων Μαρσέλο Λίπι, τον εμβληματικό «Τζίτζι» Μπουφόν, τον καπιτάνο Φάμπιο Καναβάρο, τον αγέραστο «Κούκου» Τζαμπρότα, τον χαλκέντερο Ντε Ρόσι, τους μπόμπερς Τζιλαρντίνο και Ιακουίντα και τ’ άλλα παιδιά.
(Γουατεμ)άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε... Διότι κανείς δεν σου είπε ότι ο Καναβάρο έδωσε την τελευταία του ποδοσφαιρική παράσταση υψηλού επιπέδου στο προηγούμενο Μουντιάλ κι από τότε περιφέρει το σκήνωμά του, παριστάνοντας τον ποδοσφαιριστή από την Ισπανία στην Ιταλία κι από κει στο Ντουμπάι. Ότι ο μπόμπερ Ιακουίντα πετυχαίνει γκολ πιο σπάνια κι από τον Σάντορ Τόργκελε. Ότι ο Τζιλαρντίνο δεν αντέχει τις βαριές φανέλες, αλλά μόνο τις μεσαίου βάρους (όπως της Πάρμα και της Φιορεντίνα). Ότι ο Κιελίνι δεν είναι άξιος ούτε να δέσει τα κορδόνια του Νέστα ή του Μαλντίνι, ο Ντε Ρόσι είναι πιο «τρίχας» κι από τα μούσια στο πρόσωπό του, ο Τζαμπρότα εξακολουθεί να κοροϊδεύει το σύμπαν, ο Σιμόνε Πέπε είναι παίκτης που πριν μερικά χρόνια δεν θα ήταν όχι στην αποστολή της Ιταλίας, αλλά ούτε ball - boy. Κι ότι ακόμα και ο σπουδαίος Μπουφόν, είναι τσακισμένος σωματικά και ψυχολογικά, τερματίζοντας στην 7η θέση φέτος με τη Γιούβε.
Ένας Μοντολίβο σώζει τα προσχήματα για τη «Σκουάντρα Ατζούρα» κι ένας Καμορανέζι, που μπαίνει αλλαγή και μεταμορφώνει την εικόνα της ομάδας χάρη στο τσαγανό του και την αργεντίνικη «αλητεία του». Φρου - φρου κι αρώματα είναι οι υπόλοιποι, κορδωμένοι και καμαρωτοί, με έμφαση σε στέκες, τατουάζ και πόζες, αλλά από μπάλα «Σκουάντρα Αγγούρα». Ο κορδοτάκουνας Φάμπιο Καναβάρο, φρόντισε να μας χαρίσει μια παράσταση υψηλού γέλιου, στη φάση όπου σέρβιρε το γκολ στη Ν. Ζηλανδία, όπως μόνο αυτός ξέρει - πλέον - και μπορεί. Ο άνθρωπος που το 2006, στο τελευταίο λεπτό του αγώνα κατέβαζε αρχοντικά τη μπάλα με επιτόπιο άλμα ενός μέτρου και σπρίνταρε 50 μέτρα με τη μπάλα κολλημένη στα πόδια του, σήμερα διασύρεται και διασύρει τη φανέλα που φοράει. Κι ο μούσιας Ντε Ρόσι, ο ανθυποηγέτης της Ρόμα και της Εθνικής του, σωριάζεται περήφανα στο χορτάρι σαν τσουβάλι με παπαρδέλες, για να πάρει το πέναλτι της λύτρωσης, της ισοφάρισης, να δώσει το έναυσμα της αντεπίθεσης.
Το μόνο έναυσμα που έδωσε βέβαια κι ο Ντε Ρόσι και οι συνοδοιπόροι του, ήταν της απόσυρσης. Του «να τελειώνουμε και να πάμε για μπάνια». Είναι η μοίρα αυτών που πάνε στην επόμενη διοργάνωση για να υπερασπιστούν τον τίτλο τους; Είναι το τέλος μιας εποχής; Είναι η ένδεια του ιταλικού ποδοσφαίρου, ασορτί με τη βαρεμάρα που σου προκαλεί πλέον το Καμπιονάτο - και η οποία θα γίνει υπνηλία τώρα που έφυγε κι ο Μουρίνιο; Είναι όλα αυτά μαζί αλλά και κάτι άλλο: η κληρονομιά που άφησε ο Μπάτζιο, ο Ντελ Πιέρο, ο Τότι, ο Μαλντίνι, ο Νέστα, ο Γκατούζο, ακόμα κι ο Ματεράτσι. Παίκτες με πλεονεκτήματα και αδυναμίες, αλλά πάνω απ’ όλα παίκτες με προσωπικότητα και τσαγανό, με «άντερα» και συγκεκριμένο ρόλο στο γήπεδο, αλλά και στα αποδυτήρια και στα ιταλικά ΜΜΕ και τις καρδιές των «τιφόζι».
Δεν ξέρω αν θα περάσει τον όμιλο η Ιταλία, τι θα κάνει στους «16» αν τα καταφέρει και πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει μαζεύοντας τα κομμάτια της ή/και βελτιώνοντας την εικόνα της. Αν συσπειρωθεί στην πορεία κι εμφανιστεί καλύτερη. Ούτε καν με νοιάζει. Χίλιες φορές οι τίμιοι Νεοζηλανδοί που παίζουν στο 110% αυτού που μπορούν, παρά οι γείτονές μας με το ύφος χιλίων Καρδιναλίων και τη μπάλα χιλίων πορτοφολάδων.
Κώστας Βαϊμάκης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr