Ο Έλληνας θέλει να τα έχει καλά με τη γειτονιά. Να μπορεί να χαιρετάει το μπακάλη, τον μανάβη, τον περιπτερά, τον χασάπη κι εκείνοι να του ανταποδίδουν τον χαιρετισμό λέγοντας «τι ευγενικός που είναι ο κύριος Καθωσπρέπογλου, ένας κύριος με «Κ» κεφαλαίο». Να πλακώνει ο Καθωσπρέπογλου στα χαστούκια την κυρά του, αλλά να το ξέρει μόνο αυτός και το μάγουλο της κυράς. Να βλέπει τσόντες με ζώα στο κομπιούτερ του, αλλά να μην το μαθαίνει κανείς πέρα από τα έρμα τα ζωντανά. Για να μπορεί να κυκλοφορεί σαν ευηπόληπτος κύριος, απ’ αυτούς που δεν δίνουν ποτέ δικαιώματα κι όλοι «πέφτουν απ’ τα σύννεφα» μόλις τους μπουζουριάσουν για εμπορία ναρκωτικών (λες και κανονικά θα έπρεπε να σνιφάρουν στο ασανσέρ και να κερνάνε και τον διαχειριστή) και λένε στις κάμερες «δεν είχε δώσει ποτέ δικαίωμα» αν αποκαλυφθεί ότι έφτιαχναν εκρηκτικούς μηχανισμούς (λες και θα έπρεπε να φτιάχνουν τις βόμβες στο μπαλκόνι και να ρωτάνε τον απέναντι αν τους άρεσε του «μπαμ» κι αν έκανε τα παράθυρά του να τρίζουν).
Με την ίδια ηλίθια λογική, δεν μας νοιάζει τόσο πολύ τι έγινε στο ΣΕΦ, στο ΟΑΚΑ, στο «Καραϊσκάκης», στην Τούμπα ή όπου αλλού, αλλά «πόσο ρεζίλι γίναμε παγκοσμίως» και «τι έγραψαν και πρόβαλαν τα ξένα ΜΜΕ». ?ς κοιτίδα του πολιτισμού, ως χώρα - πρότυπο, ως αυτοί που χτίζαμε τον Παρθενώνα όταν οι άλλοι δεν είχαν ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, οφείλουμε να δείχνουμε τίμιοι, ακόμα κι αν είμαστε άτιμοι. Σαν τη γυναίκα του Καίσαρα ένα πράμα, που θα μπορούσε θεωρητικά να κάνει τριολέ με τη μισή Σύγκλητο, αρκεί να μην το μάθαινε κανείς.
Έτσι λοιπόν, σε ένα «παιχνίδι» (που λέει ο λόγος), που δεν έπρεπε να αρχίσει, που διακόπηκε για να εκκενωθεί ένα γήπεδο που τελικά δεν εκκενώθηκε, που δεν έπρεπε να ξαναρχίσει, που δεν τελείωσε ποτέ, που έπεφτε το ξύλο της αρκούδας εκτός γηπέδου και τα αντικείμενα της αρκούδας εντός, που έκλαιγες από τα δακρυγόνα, που ήταν κρεμασμένα πανό με εμετικά συνθήματα, η μεγάλη μας έγνοια ήταν τι έγραψαν τα ξένα ΜΜΕ, από τη φίλη και γείτονα Ισπανία, μέχρι την φίλη και σύμμαχο Ταϊβάν. «Έφτασε η χάρη μας μέχρι την Ταϊβάν» είπαμε και κουνήσαμε απογοητευμένοι το κεφάλι, λες κι άμα μας αποθέωναν στην Ταϊβάν, τη Βραζιλία ή τη Μποτσουάνα, θα γινόμασταν καλύτεροι άνθρωποι, πολιτισμένοι, με εξαιρετικό προϊόν και θα γινόμασταν πόλος έλξης για τους τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο.
Λες και οι ξένοι είναι βλάκες και δεν ξέρουν τι «μπουμπούκια» είμαστε, λες και δεν είχαν μάθει τι έγινε πριν μερικές μέρες στο ΟΑΚΑ και τις προάλλες ξανά στο ΣΕΦ και τις αντι-προάλλες και πάλι στο ΟΑΚΑ και πάει λέγοντας. Λες και δεν ξέρουν τι γίνεται σε κάθε ντέρμπι σε κάθε σπορ (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ ανδρών και γυναικών, χάντμπολ, πόλο), λες και ξαφνικά ξέσπασε η βία και πρέπει να τους κάνει εντύπωση και να γράφουν «μα τι πάθανε στα καλά καθούμενα; Οι Έλληνες, που παρακολουθούν αδελφωμένοι τα παιχνίδια και κάθονται δίπλα - δίπλα χωρίς ποτέ να έχει ενοχλήσει ο ένας οπαδός τον άλλον, ξαφνικά τα πήραν στο κρανίο και πλακώθηκαν με την αστυνομία, μεταξύ τους, πέταξαν αντικείμενα, διέκοψαν αγώνα, κρέμασαν υβριστικά πανό και τραγούδησαν εμετικά συνθήματα». Είναι αυτό που λέμε «πέσαμε απ’ τα σύννεφα, δεν είχαν δώσει ποτέ δικαίωμα, ήταν πάντα πολύ ευγενικοί, όλοι στη γειτονιά είχαμε να το λέμε».
Κώστας Βαϊμάκης
Κοπιάστε στο... fightclub@sday.gr