Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το ρατσιστικό καθεστώς της Νοτίου Αφρικής, υπό το βάρος της διεθνούς κατακραυγής και των αγώνων των κατοίκων έμπαινε στο παρελθόν. Ο Νέλσον Μαντέλα που ανέλαβε την εξουσία, έπρεπε να συνδυάσει τις «μαύρες προσδοκίες με τους λευκούς φόβους» και να δείξει ότι όλοι μαζί όφειλαν να προχωρήσουν μπροστά. Τελικά, ότι δεν κατάφερε να κάνει η πολιτική, το έκανε ένα παιχνίδι που άλλαξε το έθνος.
Του Νικόλα Ακτύπη
Η κυρίαρχη ιδεολογία στον αθλητισμό της χώρας στηρίχθηκε στην αγγλοσαξονική φράση: «το ποδόσφαιρο είναι ένα ευγενές σπορ που παίζεται από βάρβαρους και το ράγκμπι ένα ευγενές που παίζεται από τζέντλεμεν». Έτσι, οι απόγονοι των λευκών αποίκων αυτοπροσδιορίστηκαν «κύριοι» και ως τέτοιοι στελέχωσαν τις ομάδες ράγκμπι. Το παρακατιανό ποδόσφαιρο ήταν ένα μέσο χειραγώγησης των μαζών, ένα άθλημα που προοριζόταν για τη «μαύρη» και χωρίς δικαιώματα πλειοψηφία.
Τα πρώτα χρόνια μετά το «απαρτχάιντ» ήταν πολύ συνηθισμένο το φαινόμενο στα παιχνίδια της εθνικής ομάδας ράγκμπι της χώρας, οι «έγχρωμοι» θεατές να υποστηρίζουν ξεκάθαρα τον αντίπαλο. Άλλωστε με τις «Γαζέλες» (Springboks) δεν είχαν τίποτα κοινό. Το όνομα, τα χρώματα, το έμβλημα, όλα παρέπεμπαν στους λευκούς αποικιοκράτες, ενώ μόνο ένας παίκτης δεν ήταν λευκός. Όταν το 1994 ο Μαντέλα ανέβηκε στην εξουσία, αντί να προχωρήσει σε πράξεις ρεβανσισμού και πογκρόμ κατά της μέχρι τότε άρχουσας μειοψηφίας, έψαξε να βρει τρόπους μετασχηματισμού της κοινωνίας και του έθνους. Το Παγκόσμιο Κύπελλο ράγκμπι που θα φιλοξενούσε η χώρα ένα χρόνο μετά, αποτέλεσε τη μεγάλη ευκαιρία.
Αντί να προχωρήσει λοιπόν στις σαρωτικές αλλαγές που ζητούσε ο κόσμος, ακόμη και οι στενοί του συνεργάτες στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, αποφάσισε να δοκιμάσει το ακατόρθωτο: να τους ενώσει όλους δίπλα σε αυτήν την ομάδα. Μετά από συνάντηση με τον αρχηγό των «Springboks», Φρανσουά Πίεναρ βάζει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Οι «αντιλόπες» βγαίνουν έξω στον κόσμο, στις «μαύρες» φτωχογειτονιές και το «Σοβέτο», προσπαθώντας να δείξουν ότι το ένοχο παρελθόν βρίσκεται ήδη μακριά και ένα πιο φωτεινό κοινό μέλλον μπορεί να υπάρξει. Το να περπατήσει -έστω- ένας λευκός σε εκείνα τα μέρη λίγα χρόνια πριν θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία, όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει.
Η εκτίμηση και ο σεβασμός που κερδίζει η ομάδα φαίνεται στο εναρκτήριο ματς του Παγκοσμίου Κυπέλλου, όταν για πρώτη φορά αυτοί που αποδοκιμάζουν τους συμπατριώτες τους είναι λιγότεροι από εκείνους που στέκονται δίπλα της. Το καθοριστικό όμως σημείο έρχεται λίγες μέρες μετά. Ο μοναδικός μη λευκός των «Sprigboks», ο Τσέστερ Γουΐλιαμς μπαίνει για πρώτη φορά στο γήπεδο όλων, αλλά δεν είναι μόνος. Προς έκπληξη όλων, ο ίδιος ο πρόεδρος Μαντέλα περπατά στο χορτάρι φορώντας την εμφάνιση της εθνικής ομάδας με το νούμερο 6, αυτό του ξανθομάλλη αρχηγού, Πίεναρ. Όταν άνθρωπος σαν τον Μαντέλα, που πέρασε πάνω από 25 χρόνια στη φυλακή και υπέστη βασανιστήρια και διωγμούς όσο κανένας άλλος από το καθεστώς, μπορεί να συγχωρήσει και να προχωρήσει μπροστά, τότε ο καθένας μπορεί να το κάνει.
Το χειροκρότημα και οι ιαχές του πλήθους εκείνη την ημέρα έστειλαν τις διαφορές στο παρελθόν, αποδεικνύοντας ότι η Νότια Αφρική άλλαξε για πάντα.
Εκμεταλλευόμενη το απίστευτο ιστορικό μομέντουμ, οι «Αντιλόπες» που κουβαλούν στις πλάτες τους ένας βασανισμένο έθνος, φτάνουν στον τελικό, όπου αντιμετωπίζουν την κορυφαία ομάδα του πλανήτη, τη Νέα Ζηλανδία. Στις τάξεις των «All Blacks» βρίσκεται και ο καλύτερος παίκτης του κόσμου, ο Τζόνα Λόμου, αλλά πλέον κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τους Νοτιοαφρικανούς.
Η ταινία «Invictus» που διηγείται αυτήν την ιστορία, τελειώνει με την ομάδα της χώρας νικήτρια με 15-12, μετά από ένα μεγάλο παιχνίδι που κρίθηκε στην παράταση. Ένα καλό χολιγουντιανό σενάριο με χάπι εντ θα σκεφτεί κανείς. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο κινηματογράφος ακολουθεί την ίδια τη ζωή και εκείνος ο αγώνας στο «Έλις Παρκ» είναι μία από αυτές.
Πέρα από τους 62.000 ανθρώπους όλων των φυλών που πανηγύρισαν τη νίκη, εκατομμύρια ακόμη βγήκαν στους δρόμους και αγκαλιάστηκαν για πρώτη φορά. Δεν είναι εύκολο να σβηστούν τα σημάδια και να γιατρευτούν οι πληγές που αφήνει το ένοχο παρελθόν, μα αν υπάρχει μια ελπίδα, αυτή γεννήθηκε εκείνο το βράδυ, στο παιχνίδι που άλλαξε το έθνος.