Η στατιστική λέει πως δύο βαθμοί σε τρία ματς δεν είναι το χειρότερο ξεκίνημα από καταβολής Α' Εθνικής κατηγορίας για τον Παναθηναϊκό. Υπάρχει και το 2002-03, όταν, με Σάντος στον πάγκο, οι «πράσινοι» έχασαν και στα τρία πρώτα ματς! Συνεπώς, όλα καλά κι ωραία! Μάλιστα, οι συνειρμοί με εκείνη τη χρονιά αναφέρουν πως και τότε ο Σπράι ήταν γυμναστής και μετά, όταν «λύθηκαν» τα πόδια, οι παίκτες «πετούσαν φωτιές» μέχρι το τέλος της σεζόν! Και τότε έμεινε επτά βαθμούς πίσω, όπως και τώρα, κάλυψε τη διαφορά και έχασε τελικά τον τίτλο στην ισοβαθμία με τον Ολυμπιακό. Οπότε γιατί να μην ανακάμψει και τώρα;
Αν όλά στο ποδόσφαιρο είχαν τόσο εύκολες αναγωγές, θα ήταν το πιο προβλέψιμο σπορ. Δεν είναι. Και ευτυχώς! Διότι παραμένει παιχνίδι και, όπως όλα, έχει κανόνες, αλλά και τον παράγοντα «τύχη». Ο Παναθηναϊκός είναι η απόλυτη απογοήτευση του πρωταθλήματος. Εχει μερικά σπουδαία ονόματα, έχει έναν προπονητή που δούλεψε στο Καμπιονάτο και έχει πάρει Κύπελλο Ευρώπης, διαθέτει κάποια από τα καλύτερα νέα ταλέντα της αγοράς. Τι πάει λάθος λοιπόν; Πρώτον –και κυριότερο, κατά την ταπεινή άποψή μου– ο προγραμματισμός της προετοιμασίας.
Ξεκινώντας στις 9 Ιουλίου, οι «πράσινοι» έβαλαν τον στόχο να είναι έτοιμοι στα ματς των προκριματικών του Τσάμπιονς Λιγκ. Στην Κρακοβία με τη Βίσλα δεν τους έλειπαν η δύναμη και το τρέξιμο, αλλά έχασαν από τα παιδικά λάθη της άμυνας. Στη ρεβάνς έκαναν στο δεύτερο ημίχρονο και στην παράταση το μοναδικό καλό φετινό ματς τους. Έτρεξαν ασταμάτητα και προκρίθηκαν. Πιθανότατα, λοιπόν, εκεί τελείωνε ο πρώτος στόχος, με μόνη διαφορά πως ακολουθούσε το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό.
Κάποια ματς στραβώνουν λίγο, κάποια άλλα πολύ και εκείνη τη μέρα ένα παιχνίδι που άνετα ερχόταν ισοπαλία ο ΠΑΟ το έχασε με κάτω τα χέρια και έμεινε με εννέα παίκτες. Στα δύο επόμενα ίσως η όλη προετοιμασία απαιτούσε να χαμηλώσουν οι ρυθμοί, ώστε να ανέβει ξανά η ταχύτητα, τώρα που πλησιάζουμε στα τέλη Σεπτεμβρίου. Απλώς δεν πήγε τίποτα με βάση το πλάνο. Και τι να κάνει ο οπαδός, θα ρωτήσετε; Τι τον νοιάζει; Τίποτα δεν μπορεί και λογικά δεν τον νοιάζει. Προσπαθώ όμως να εξηγήσω κάτι που επιστημονικά συμβαίνει σε πολύ μεγαλύτερα μεγέθη από τις ελληνικές ομάδες και με σαφώς ανώτερα ρόστερ.
Στην Ελλάδα των δεκάδων μυαλοπώληδων το εύκολο είναι να πάρεις το μέρος του οπαδού. Να γράψεις πως ο Μαλεζάνι είναι άσχετος. Προσωπικά δεν θα γράψω αηδίες επειδή θα ακουστούν καλές για τον ακροατή και θα ικανοποιήσουν τον αναγνώστη. Καταλάβετε, λοιπόν, ένα απλό πράγμα: ο μέσος Ιταλός, οτιδήποτε κι αν κάνει στο ποδόσφαιρο –από προπονητής, παίκτης, παράγοντας, δημοσιογράφος ή απλώς οπαδός– ΓΝΩΡΙΖΕΙ και ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ καλύτερα το άθλημα από τον αντίστοιχο μέσο Έλληνα!
Ο Μαλεζάνι ούτε άσχετος είναι ούτε ξαφνικά ξέχασε αυτά που ήξερε. Εχει όμως ΣΑΦΕΣΤΑΤΗ ευθύνη για όσα παρουσιάζει έως τώρα ο Παναθηναϊκός στο γήπεδο. Πρώτον, δεν έχει καταλήξει σε σύστημα. Θα αγωνίζεται με 4-3-3, 3-5-2, 4-4-2; Στο Ούντινε φοβήθηκε πολύ το ματς και ήταν ολοφάνερο πως δεν είχε εξαντλήσει τα περιθώρια να αποκρυπτογραφήσει την Ουντινέζε. Ξεκίνησε με τη σκέψη να παίζει λίγο πιο πίσω ο Μόρις και στη συνέχεια του ματς εγκατέλειψε την ιδέα, πιέζοντας πιο ψηλά.
Ο Ιακουίντα βρήκε χώρο και έκανε πάρτι. Στην Ιταλία ο Μαλεζάνι έκανε όνομα στην Κιέβο –και κυρίως στην Πάρμα– ως τεχνικός που ρισκάρει. Που πιέζει ψηλά, αναγκάζοντας τον αντίπαλο να κάνει λάθος και όχι περιμένοντάς το. Το ΜΟΝΑΔΙΚΟ ματς που θυμάμαι στο οποίο είδα –στην Ελλάδα– τον ΠΑΟ να μοιάζει με ομάδα που παίζει σύμφωνα με αυτά που περιμένει κάποιος από τον Μαλεζάνι, ήταν το 1-0 επί του Ολυμπιακού τον Απρίλιο. Γιατί σε όλο αυτό το διάστημα δεν έχει καταφέρει να φτιάξει ένα σύνολο που να φέρει τη σφραγίδα του, είναι κάτι που αγνοώ. Το βέβαιο είναι πως έχει την ευθύνη γι' αυτή την εικόνα που εμφανίζει ο σύλλογος. Χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Με τον Γκονζάλες να γυρίζει τόσο πίσω να πάρει μπάλα και μετά να ψάχνει με σέντρες. Ουσιαστικά, αυτοεξαφανίζεται από το ματς!
Με τον Μπίσκαν να προκαλεί οίκτο με τις εμφανίσεις του. Με τον Κονσεϊσάο να είναι εκτός τόπου και χρόνου. Και στην επίθεση, ένα μπέρδεμα απερίγραπτο. Η σκληρή αλήθεια είναι πως τον Ιωνικό και τον Λεβαδειακό δεν τους νικά κανένας προπονητής. Αρκεί η ποιότητα ακόμα και ενός ποδοσφαιριστή για να πάρει τους βαθμούς η μεγάλη ομάδα. Οι κάκιστες εμφανίσεις δεν μπορεί να βρίσκουν άλλοθι στους όποιους κακούς χειρισμούς του τεχνικού. Από εκεί και πέρα, όμως, αυτός είναι ο υπεύθυνος για το πότε –μέσω προετοιμασίας– πρέπει να είναι η ομάδα έτοιμη, για ποια ματς και για το ποιο σύστημα θα εφαρμόσει.
Σε τελική ανάλυση, αν οι σταρ περπατάνε να τους στείλει στην εξέδρα, δείχνοντας εμπιστοσύνη στον Τζιόλη, στον Λεοντίου, στον Μάντζιο. Όπως έγινε με τον Δάρλα, ο οποίος ήταν σαφώς καλύτερος του Σέριτς. Μόνο που το να στηρίξεις τους νέους και όχι τους ακριβοπληρωμένους θέλει κότσια και ΣΤΗΡΙΞΗ από τη διοίκηση. Αν την έχει, θα φανεί άμεσα. Διότι καλά τα πλάνα περί πενταετίας, αλλά συνήθως στις πέντε πρώτες εβδομάδες κρίνονται πολλές καριέρες!