Πριν από 56 χρόνια το ποδόσφαιρο άλλαζε μέσα σε μία μέρα. Η Αγγλία, που παρέμενε αήττητη στην έδρα της από το 1871 κόντρα σε μη βρετανική ομάδα, διαλύθηκε με 6-3 μέσα στο «Γουέμπλεϊ» από την Ουγγαρία. Δεν ήταν μόνο το ότι οι Μαγυάροι κέρδισαν, ούτε η διαφορά στο σκορ. Ηταν ο τρόπος με τον οποίο κατάφεραν να φτάσουν σε αυτή τη μεγάλη νίκη.
Σε επίπεδο τακτικής και τεχνικής, η Αγγλία υπερνικήθηκε από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό. Εξι μήνες αργότερα οι ομάδες ξανασυναντήθηκαν, με τους Αγγλους να επιθυμούν τη ρεβάνς. Εκεί, στη Βουδαπέστη, σκορπίστηκαν και πάλι με 7-1! Η Αγγλία, η γενέτειρα του ποδοσφαίρου, είχε βαθιά πίστη πως ήταν φύσει ανώτερη. Σε δύο αγώνες η Ουγγαρία απέδειξε πόσο μακριά είχε φτάσει ο κόσμος και πόσο πίσω είχε μείνει ολόκληρη η Βρετανία.
Για τους Ούγγρους η νίκη στο «Γουέμπλεϊ» ήρθε ως συνέχεια ενός αήττητου σερί που ολοκληρώθηκε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Βέρνη το 1954 απέναντι στους Δυτικογερμανούς. Η νίκη αυτή αποτελούσε την αναμφισβήτητη απόδειξη ότι η «χρυσή ομάδα» των Μαγυάρων, με την ηγετική φυσιογνωμία του Φέρεντς Πούσκας, ήταν η καλύτερη στον κόσμο.
«Δεν είχαμε χάσει από το 1949, και παίζοντας το ένα παιχνίδι μετά το άλλο η διάταξη της ομάδας και η τακτική αναπτύχθηκαν και αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι ήμασταν καλοί», θυμάται ο δεξιός οπισθοφύλακας Γένο Μπουζάνσκι. «Εξαιτίας της τακτικής κέρδισε η Ουγγαρία. Ο αγώνας ανέδειξε μια σύγκρουση ανάμεσα σε διατάξεις και όπως συμβαίνει συνήθως, η νεότερη και πιο ανεπτυγμένη διάταξη επικράτησε».
Η Ουγγαρία ήταν μια χώρα που λειτουργούσε κομμουνιστικά μεν, αλλά επαναστατικά, και κατάφερε ένα τρομακτικό χτύπημα στον συντηρητισμό, όπως γράφει ο Τζόναθαν Γουίλσον στο εκπληκτικό βιβλίο του σχετικά με το ποδόσφαιρο στο πρώην ανατολικό μπλοκ. Στην Ουγγαρία τα θέματα τακτικής ήταν πάντα προς συζήτηση, κυρίως ανάμεσα σε τρεις ριζοσπάστες προπονητές, τον Μάρτον Μπούκοβι, τον Μπέλα Γκούτμαν και τον Γκουστάβ Σέμπες.
Οι δύο πρώτοι δούλεψαν και στην Ελλάδα, ο Μπούκοβι στον Ολυμπιακό, οδηγώντας τον σε δύο πρωταθληματα το ’66 και το ’67, και ο Γκούτμαν για λίγους μήνες το ’67 ανεπιτυχώς στον ΠΑΟ –παρ' ότι στην ιστορία του ποδοσφαίρου παραμένει ο μοναδικός τεχνικός που κατέκτησε τίτλους σε πέντε διαφορετικές χώρες. Μάλιστα, ο Γκούτμαν ήταν ο δημιουργός της μεγάλης Μπενφίκα των θριάμβων στο Κύπελλο Πρωταθλητριών τo 1961 και το 1962.
Ο Σέμπες ήταν αυτός που οδήγησε την Ουγγαρία στη δόξα του «Γουέμπλεϊ», αλλά ο Μπούκοβι ήταν αυτός που επινόησε τον σημαντικότερο νεωτερισμό τακτικής. Ως προπονητής της ΜΤΚ Βουδαπέστης μετέτρεψε το WM επαναφέροντας τους πλάγιους στα άκρα της επίθεσης, ενώ τράβηξε τον σέντερ φορ στο κέντρο. Τότε έγινε προφανές ότι ένα τέτοιο σύστημα απαιτούσε επιπλέον αμυντική κάλυψη και για τον λόγο αυτό άλλος ένας από τους αμυντικούς μέσους οπισθοχώρησε, δημιουργώντας ένα αποτελεσματικό 4-2-4.
Στην πραγματικότητα, ο Γουόλτερ Γουιντερμπότομ, ο προπονητής της Αγγλίας, περιορίστηκε στο WM γιατί αυτό είχαν συνηθίσει οι παίκτες του στις ομάδες τους. Στην Ουγγαρία, ωστόσο, ήταν πολύ πιο επικεντρωμένο στην εθνική ομάδα, κυρίως λόγω της αναγνώρισης από την κομμουνιστική κυβέρνηση της δυνατότητας προπαγάνδας μέσω του αθλητισμού.
Υστερα από ένα σύντομο διάστημα ως μέλος μιας τριμελούς προπονητικής επιτροπής ο Σέμπες διορίστηκε μοναδικός προπονητής της εθνικής ομάδας το 1949, έτος κατά το οποίο το κομμουνιστικό καθεστώς διέταξε την εθνικοποίηση όλων των αθλητικών συλλόγων. Διαπιστώνοντας ότι οι μεγάλες ομάδες της Ιταλίας και της Αυστρίας του 1930 αντλούσαν τους παίκτες τους από μία ή δύο ομάδες, επιδίωξε κάτι παρόμοιο και στην Ουγγαρία.
Η Κίσπεστ, ο προαστιακός σύλλογος στον οποίο ανήκαν ο Πούσκας και ο Μπόζικ, έγινε η ομάδα του στρατού και μετονομάστηκε σε Χόνβεντ, δηλαδή «οι υπερασπιστές της πατρίδας». Ηταν πιο απλό να πείσουν τους νεαρούς ποδοσφαιριστές ότι η στρατιωτική τους θητεία θα περνούσε καλύτερα παίζοντας μπάλα.
Ο Κόκτσις, για παράδειγμα, έφτασε σε ηλικία στράτευσης το 1950 και του δόθηκε η επιλογή είτε να παίξει για τη Χόνβεντ είτε να υπηρετήσει σε κάποιο στρατόπεδο στα σύνορα. Αν και υπήρχαν ήδη αρκετοί διεθνείς στην ΜΤΚ –η οποία στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ήταν η ομάδα της μυστικής αστυνομίας–, ο Σέμπες κατάφερε να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη Χόνβεντ ως το βασικό προπονητικό κέντρο της εθνικής Ουγγαρίας.
Στην ΜΤΚ, μολονότι είχε τον Χιντεγκούτι στην ομάδα του, ο Μπούκοβι έβαζε τον Πίτερ Παλοτάι ως κεντρικό επιθετικό και ο Σέμπες, λογικά, έκανε το ίδιο στην εθνική ομάδα. Ενα φιλικό στην Ελβετία τον Σεπτέμβριο του 1952 άλλαξε την ιστορία. Η Ουγγαρία βρέθηκε να χάνει 2-0 ύστερα από μισή ώρα παιχνιδιού, ο Χιντεγκούτι μπήκε στη θέση του Παλοτάι και η Ουγγαρία κέρδισε 4-2. Η συνεισφορά του ήταν τέτοια, που η θέση του στη βασική ενδεκάδα έγινε αδιαπραγμάτευτη.
Η Ουγγαρία, που ήταν υπό ανοικοδόμηση μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950, αλλά δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι. Τα κράτη του ανατολικού μπλοκ είχαν το πλεονέκτημα ότι όλοι οι μεγάλοι τους αθλητές μετρούσαν ως ερασιτέχνες για τα στάνταρ των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Σέμπες «συναρμολογούσε» ακόμη την ομάδα του, αλλά στον τελικό νίκησε και τους Γιουγκοσλάβους.
Οι αναμνήσεις του Μπουζάνσκι είναι μάλλον λιγότερο πολιτικές. «Τότε η Μις Κόσμος ήταν Φινλανδή», θυμάται, «και από μόνο του το να κατακτάς το χρυσό μετάλιο είναι ένα σπουδαίο συναίσθημα, αλλά ήταν μεγάλο μπόνους το ότι μας έδωσε ένα κλαδί ελιάς και ένα... φιλί η Μις Κόσμος. Είχα χαθεί τόσο πολύ μέσα στη στιγμή, που αναγκάστηκα να κοιτάξω τις εφημερίδες την επόμενη μέρα για να δω αν ήταν πραγματικά τόσο όμορφη όσο τη θυμόμουν».
Ο πρόεδρος της αγγλικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας σερ Στάνλεϊ Ράους εντυπωσιασμένος πλησίασε τον Σέμπες για να του προτείνει ένα φιλικό αγώνα. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο χρειαζόταν την έγκριση της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος, η οποία φοβόταν το ενδεχόμενο ήττας.
Πριν από τον αγώνα στο Λονδίνο τον Νοέμβριο του 1953 αναδείχτηκε και η σπουδαιότητα του ρόλου του Σέμπες, ο οποίος δεν ήταν απλώς διάνοια σε θέματα τακτικής, αλλά και γνώστης της πολιτικής με μεγάλες ικανότητες, όπως είχε αποδείξει όταν οργάνωσε την απεργία των εργατών στο εργοστάσιο της Renault πριν από τον Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Σέμπες κατάλαβε γρήγορα πως το σύστημά του ήθελε έναν κεντρικό αμυντικό που δεν θα ήταν μόνο δυνατός, αλλά και ικανός να φτιάχνει το παιχνίδι από τα μετόπισθεν.
Ο ιδανικός άνθρωπος για τον ρόλο ήταν ο αμυντικός της Βάσας Γκιούλα Λόραντ. Ο μετέπειτα τεχνικός που οδήγησε τον ΠΑΟΚ στο πρώτο του πρωτάθλημα το 1976 και πέθανε στη διάρκεια αγώνα με τον Ολυμπιακό στην Τούμπα βρισκόταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης! Είχε σχεδιάσει να ηγηθεί μιας ομάδας Ούγγρων αποστατών που θα έδινε σειρά αγώνων στη Δυτική Ευρώπη.
Ο Σέμπες ζήτησε την απελευθέρωσή του από τον υπουργό εσωτερικών Γιάνος Κάνταρ πριν από ένα φιλικό στην Αυστρία, δίνοντας προσωπική εγγύηση ότι ο Λόραντ δεν θα ζητούσε πολιτικό άσυλο όσο θα βρισκόταν στη Βιέννη. Ο Κάνταρ συμφώνησε και ο Γκιούλα με μια θαυμάσια εμφάνιση βοήθησε την Ουγγαρία να νικήσει τη μεγάλη της αντίπαλο για πρώτη φορά έπειτα από 12 χρόνια.
Δεν ήταν όμως το μοναδικό μέλος της «Αράντσιπατ» που είχε προβλήματα με το καθεστώς. Ο τερματοφύλακας Γκιούλα Γκρόσιτς είχε επίσης συλληφθεί το 1949 επειδή προσπάθησε να φύγει παράνομα από τη χώρα και ένιωθε ότι αντιμετωπιζόταν πάντα με καχυποψία. «Γεννήθηκα μέσα σε μια οικογένεια βαθιά θρησκευόμενη και αυτό δεν ήταν καθόλου καλό δείγμα για εκείνη την εποχή», εξηγεί. «Ποτέ δεν κράτησα μυστικό το τι πίστευα για την κυβέρνηση. Η οικογένειά μου και ειδικά η μητέρα μου είχαν σκοπό να γίνω καθολικός ιερέας. Είχα μεγαλώσει με αυτό το πνεύμα και αυτός ήταν ένας λόγος που δεν με θεωρούσαν έμπιστο».
Ο Σέμπες πάνω απ’ όλα ήταν άνθρωπος του ποδοσφαίρου, όπως θυμάται ο Τίμπορ Νίλαζι, ο μεγάλος επιθετικός της Φερεντσβάρος και της Ουγγαρίας τη δεκαετία του ’70. «Οταν ήμουν παιδί μέναμε στην ίδια περιοχή της Βουδαπέστης», διηγείται. «Κατέβαινε στην πλατεία που έπαιζα ποδόσφαιρο με τους φίλους μου και μας ανέβαζε στο διαμέρισμά του, μας έδινε σάντουιτς και μας έβαζε να βλέπουμε ταινίες των παιχνιδιών με την Αγγλία, το 6-3 και το 7-1. Αυτός με είχε προτείνει στη Φερεντσβάρος. Ηταν σαν παππούς μου. Ζούσε μόνο για το ποδόσφαιρο. Στους δύσκολους καιρούς της δεκαετίας του ’50 η φωνή του ακουγόταν σε σημαντικούς κύκλους».
Ακόμη και το ότι έπεισε την κυβέρνηση να διοργανώσει το παιχνίδι ενάντια στην Αγγλία ήταν ένας άθλος. Αφού μάλιστα είχε φτάσει μέχρις εκεί, ήταν αποφασισμένος ότι η Ουγγαρία θα κέρδιζε. «Ο Σέμπες βρήκε μερικές αγγλικές μπάλες για να τις συνηθίσουμε, αφού απορροφούσαν την υγρασία και έπαιρναν βάρος όσο κυλούσε το παιχνίδι», αναπολεί ο Μπουζάνσκι.
«Ηξερε ακόμη ότι ο αγωνιστικός χώρος του "Γουέμπλεϊ" είχε πλάτος 74 μέτρα, οπότε προσάρμοσε ένα από τα βοηθητικά μας γήπεδα για να ταιριάζει στις διαστάσεις του». Το πρώτο παιχνίδι της Ουγγαρίας με την αγγλική μπάλα δείχνει πραγματικά πόσο χρειάζονταν την εξάσκηση. Δέκα μέρες πριν από τον αγώνα στο «Γουέμπλεϊ» οι Ούγγροι με δυσκολία απέσπασαν ισοπαλία 2-2 από τη Σουηδία στη Βουδαπέστη.
Η μετάβαση στο Λονδίνο θα γινόταν αεροπορικώς, όμως ο Σέμπες άλλαξε τα σχέδια και αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερο για την ομάδα να ταξιδέψει με το τρένο και να σταματήσει στο Παρίσι για ένα παιχνίδι-ζέσταμα απέναντι στους εργάτες του εργοστασίου της Renault, όπου είχε εργαστεί πριν από τον Παγκόσμιο Πόλεμο. «Ηταν μια μεγάλη ώθηση για το ηθικό μας», λέει ο Μπουζάνσκι.
«Κερδίσαμε 18-0 και αυτό μας απέδειξε ότι δεν ήμασταν και τόσο κακοί». «Μέσα στο πούλμαν, καθ’ οδόν προς το Λονδίνο, υπήρχε μεγάλο άγχος πριν από το παιχνίδι», θυμάται ο Παλ Βάρχιντι, ο οποίος ήταν στον πάγκο εκείνη τη μέρα. «Πριν από άλλα παιχνίδια οι παίκτες συζητούσαμε μεταξύ μας, αλλά αυτή τη φορά επικρατούσε σιωπή». Παρ’ όλες τις προσπάθειες του Σέμπες, οι Ούγγροι ποδοσφαιριστές ήξεραν πολύ λίγα για τους Αγγλους συναδέλφους τους. «Δεν τους είχαμε δει καν σε φωτογραφία και μόνο από τα νούμερα στις φανέλες θα τους αναγνωρίζαμε», λέει ο Μπουζάνσκι.
Η νευρικότητα που συνόδευε την είσοδό τους στον αγωνιστικό χώρο του «Γουέμπλεϊ» κράτησε μόνο μέχρι το πρώτο άγγιγμα της μπάλας. Δεν χρειάστηκε περισσότερο από ένα λεπτό για να πάρει η Ουγγαρία το προβάδισμα, τη στιγμή που ο Μπόζικ πέρασε μια μπαλιά στον Χιντεγκούτι, που σκόραρε από τη γραμμή της μεγάλης περιοχής.
Ο Τζάκι Σιούελ ισοφάρισε, αλλά σύντομα ο Χιντεγκούτι πρόσθεσε άλλο ένα τέρμα στο ενεργητικό του, προτού ο Πούσκας σκοράρει το γκολ που θα του χάριζε την αθανασία. Ο Τσίμπορ έκανε τη σέντρα στον Πούσκας πάνω στη γραμμή της μικρής περιοχής και, καθώς αυτός κοντρόλαρε την μπάλα, ο Μπίλι Ράιτ έκανε το τάκλιν. Τότε ο Πούσκας πάτησε την μπάλα προς τα πίσω και με μια κίνηση την έστειλε στα δίχτυα, αφήνοντας τον Ράιτ να προσπαθεί να καταλάβει τι είχε συμβεί.
«Ολοι θυμούνται αυτό το γκολ», έγραψε στο βιβλίο του ο Πούσκας, «αλλά η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να κάνω στην άκρη γρήγορα, αλλιώς ο Ράιτ θα με είχε ποδοπατήσει».
Οσο μετριοπαθής κι αν είναι, αυτό το γκολ επιβεβαίωσε τη θέση του ως του κορυφαίου ποδοσφαιριστή μιας σπουδαίας ομάδας. Το επόμενο πρωί όλες οι αγγλικές εφημερίδες έγραφαν για τον Πούσκας, βαφτίζοντάς τον «καλπάζοντα συνταγματάρχη» –αν και ήταν μόνο υπολοχαγός.
«Αν ένας καλός παίκτης έχει την μπάλα, πρέπει να έχει τη δυνατότητα ώστε να εντοπίζει τουλάχιστον τρεις επιλογές. Ο Πούσκας πάντα έβρισκε τουλάχιστον πέντε», θυμάται ο Μπουζάνσκι! Το τελικό 3-6 δεν άφηνε καμία αμφιβολία για την ανωτερότητα της Ουγγαρίας.
Πάνω από 150.000 οπαδοί συγκεντρώθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βουδαπέστης για να αποθεώσουν την Ουγγαρία. Οταν τον Μάιο του 1954 αντιμετώπισαν και πάλι την Αγγλία, υπολογίζεται ότι περίπου τρία εκατομμύρια άνθρωποι ζήτησαν εισιτήρια. Επισήμως, 105.000 θεατές την είδαν να κερδίζει 7-1 στο «Νεπστάντιον», αλλά ήταν ακόμη περισσότεροι αυτοί που στριμώχτηκαν στις κερκίδες.
Υπάρχουν ιστορίες ότι οπαδοί μέσα από το γήπεδο χρησιμοποιούσαν... ταχυδρομικά περιστέρια για να στείλουν τα εισιτήριά τους σε φίλους που περίμεναν απέξω! Κατά κάποιον τρόπο, το 1954 ήταν περισσότερο σημαντικό γιατί απέδειξε ότι αυτό που συνέβη στο «Γουέμπλεϊ» δεν ήταν τυχαίο. Εκείνες τις γκρίζες μέρες το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που ένωνε τους ανθρώπους στην Ουγγαρία.
Ωστόσο, η νίκη με 7-1 ήταν το ζενίθ της «χρυσής ομάδας». Η Ουγγαρία ήταν δίχως αμφιβολία η καλύτερη ομάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, αλλά με τον Πούσκας τραυματία το προβάδισμα των δύο γκολ ανατράπηκε και η Δυτική Γερμανία στέφθηκε πρωταθλήτρια κόσμου. «Η αντίδραση στην Ουγγαρία ήταν φριχτή», διηγείται ο Γκρόσιτς. «Εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου ξεχύθηκαν στους δρόμους μετά το παιχνίδι.
Με το πρόσχημα του ποδοσφαίρου, διαδήλωναν ανοιχτά ενάντια στο καθεστώς. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο πικρή που μπορούσες να την αισθανθείς για μήνες μετά. Σε εκείνες τις διαδηλώσεις πιστεύω ότι βρίσκονται οι βάσεις της Εξέγερσης του 1956». Η επανάσταση και η επέμβαση των σοβιετικών τανκ αποτέλειωσαν την «Αράντσιπατ», μολονότι είναι αλήθεια ότι η εικόνα της είχε αρχίσει να ξεθωριάζει καιρό πριν.
Η Χόνβεντ και η ΜΤΚ πήραν τους παίκτες τους σε ευρωπαϊκές περιοδίες για να τους απομακρύνουν από τις συγκρούσεις, και η Χόνβεντ αποδέχτηκε μια μακροπρόθεσμη πρόσκληση για περιοδεία στη Βραζιλία, παρά την αντίθεση του Υπουργείου Αθλητισμού της Ουγγαρίας. Οταν επέστρεψαν στη Βιέννη, τους είπαν ότι θα κατηγορηθούν για την απουσία τους. Δεν προκαλεί καμία έκπληξη ότι πολλοί αποφάσισαν να μείνουν μακριά, προτιμώντας να υπογράψουν σε ομάδες της Δυτικής Ευρώπης. Ο Πούσκας κατέληξε στη Ρεάλ Μαδρίτης, ο Κόκτσις και ο Τσίμπορ στην Μπαρτσελόνα και η Ουγγαρία δεν ήταν ποτέ ξανά εξίσου καλή.
Ελάχιστοι ξέρουν πως ο αείμνηστος Δημήτρης Καρέλλας τούς έφερε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Εθνικού Πειραιά αμέσως μετά τη φυγή τους στη Δύση. Ομως το τέως ΠΟΚ μόλις συνειδητοποίησε τον μεγάλο κίνδυνο που διαγραφόταν συνασπίστηκε και εμπόδισε την ΕΠΟ να τους βγάλει δελτία! Πόσο διαφορετικό θα ήταν αλήθεια το ελληνικό ποδόσφαιρο σε αντίθετη περίπτωση;
Οι αναμνήσεις αποτελούν ακόμη ένα δεσμό για τους Ούγγρους. «Το 1997 ήμουν με τον Πούσκας, τον Γκρόσιτς και τον Χιντεγκούτι», θυμάται ο Μπουζάνσκι. «Ημασταν στις ΗΠΑ και πηγαίναμε προς τον Καναδά, πετώντας από την Τάμπα. Οι υπεύθυνοι που έλεγξαν τα διαβατήριά μας ήξεραν ποιοι ήμασταν και μετά στην αίθουσα αναχώρησης ήρθε ένας τύπος για να μας μιλήσει.
Θυμόταν έναν προς έναν όλους τους παίκτες της Ουγγαρίας από το παιχνίδι του 1953, και ήταν μόλις 43 ετών. Δεν είχε καν γεννηθεί τότε! Στο Τορόντο ήμασταν προσκεκλημένοι σε μία εκδήλωση από έναν Αγγλο εκατομμυριούχο. Μετά τις συστάσεις μας είπε ότι ήταν περήφανος που βρισκόταν στον αγωνιστικό χώρο στις 25 Νοεμβρίου 1953. Δείξαμε μπερδεμένοι και μας εξήγησε ότι ήταν ένα από τα παιδιά για τις μπάλες. Είπε ότι ήταν τιμή του μόνο και μόνο που ήταν παρών στο παιχνίδι που γράφτηκε πραγματική ιστορία».
Ολόκληρη η ιστορία της περίφημης «Αράντσιπατ», με αυτά αλλά και πολλά άλλα στοιχεία, υπάρχει στο συγκλονιστικό βιβλίο του Βρετανού Jonathan Wilson με τίτλο «Behind the curtain».