Μετρούσα μόλις μερικές εβδομάδες στη δουλειά, στο αθλητικό τμήμα της εφημερίδας που είχε αλλάξει την παρουσίαση των αθλητικών ειδήσεων στα πολιτικά έντυπα, την «Απογευματινή». Ηταν Νοέμβριος του 1979 και ο Ανδρέας Μπόμης με τον αείμνηστο Χρήστο Ράπτη με φώναξαν για να μου αναθέσουν την πρώτη αποστολή της ζωής μου. Δεν είχα συμπληρώσει τα 18 χρόνια και μόνο στο άκουσμα του πού θα πήγαινα έμεινα άφωνος. Ο Αρης είχε φέρει ισοπαλία 1-1 με την Περούτζια (δεύτερη το 1979 και αήττητη πίσω από τη Μίλαν στο Καμπιονάτο) στη Θεσσαλονίκη και ο αγώνας του στο «Ρενάτο Κούρι» έμοιαζε με επικίνδυνη αποστολή. Η επιλογή μου είχε να κάνει με το ότι μιλούσα ιταλικά και πηγαινοερχόμουν στην Ιταλία για τις σπουδές μου, που μόλις είχαν ξεκινήσει. Και πάλι, όμως, αισθάνθηκα αμήχανα.
Φτάνοντας στο παλιό αεροδρόμιο, είδα δημοσιογράφους που μου έμοιαζαν απλησίαστοι, όπως ο Γιάννης Διακογιάννης και ο Γιάννης Λογοθέτης (εξαιρετικός στη ραδιοφωνική περιγραφή με τέλειο λόγο), ο Μανώλης Μαυρομμάτης και ο Tάκης Χασήρ, ο οποίος μάλιστα με σύστησε στους περισσότερους παίκτες και στον Ουρουγουανό προπονητή Πέπε Σασία. Στη Ρώμη μας περίμενε ο ίδιος ο πρόεδρος της Περούτζια και επιβιβαστήκαμε σε ένα πούλμαν όλοι μαζί (πράγμα αδιανόητο σήμερα, αλλά πολύ σύνηθες μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '90) για το τρίωρο ταξίδι μέχρι την πόλη της Ούμπρια και το ξενοδοχείο στους πρόποδες των Απεννίνων μέσα στο πράσινο. Ο Ολε Σκόμποε, ο Δανός χαφ με το μυαλό-ξυράφι, ήταν αυτός που κάθισε δίπλα μου και στη διαδρομή είπαμε πολλά.
Θυμάμαι πως δεν χρησιμοποίησα τα περισσότερα από αυτά, γιατί απλούστατα ήταν μια φιλική κουβέντα και όχι συνέντευξη, κάτι που στη σημερινή εποχή δύσκολα συμβαίνει. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος που οι παίκτες δεν εμπιστεύονται τους δημοσιογράφους, όμως η κουβέντα είναι τεράστια και δεν εξαντλείται σε λίγες γραμμές. Εκείνο που έβαλα στην εφημερίδα, πάντως, από αυτά που μου είπε, ήταν η ξεκάθαρη άποψή του πως η ομάδα έπρεπε να κυνηγήσει από την αρχή τη νίκη. «Οι Ιταλοί όταν θέλουν ισοπαλία πάνε μόνο γι' αυτή και σου δίνουν την ευκαιρία να χτυπήσεις το ματς», ήταν τα λόγια του. Επιβεβαιώθηκε σύντομα στο παιχνίδι, μια και το 0-1 από τον Κούη και ύστερα το 0-2 με βολίδα του Σεμερτζίδη έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία στα κεφάλια των Ιταλών με το ξεκίνημα.
Η Περούτζια διέθετε στο πρόσωπο του Πάολο Ρόσι τον πιο ακριβό ποδοσφαιριστή στον κόσμο, ενώ ο Ιλάριο Καστανιέρ είχε δημιουργήσει μια ενδεκάδα που έπαιζε ωραίο ποδόσφαιρο χωρίς σκοπιμότητες. Ομως το σκορ ήταν πια μεγάλο για να βρει τρία γκολ απέναντι σε έναν Αρη που είχε υποδειγματική λειτουργία. Το 0-3 σε μια αντεπίθεση με τον Ζήνδρο ήταν το κερασάκι στην τούρτα στη μεγαλύτερη νίκη της ιστορίας του συλλόγου, χαράσσοντας την 7η Νοεμβρίου του 1979 για πάντα στη μνήμη των φίλων του. Πριν από μερικά χρόνια σε μια εκπομπή του ΣΠΟΡ FM, αφιερωμένη στους πρωταγωνιστές της αλησμόνητης επιτυχίας, διαπίστωσα για πολλοστή φορά πόσο δεμένοι ήταν οι ποδοσφαιριστές.
«Μια παρέα, μια γροθιά», όπως είχε πει πολύ εύστοχα ο Γιώργος Φοιρός. «Μπορούσε να πετύχει ό,τι έμοιαζε απίθανο, επειδή το πίστευε», μου είχε πει ο Ντίνος Κούης, ενώ ο Γιώργος Ζήνδρος χρησιμοποίησε πολλές φορές τον πρώτο πληθυντικό, εκφράζοντας συνεχώς το δέσιμο εκείνης της ομάδας. Μιας ομάδας που ήταν η καλύτερη που είχε ποτέ στη μεταπολεμική ιστορία του ο Αρης και που δεν πανηγύρισε (αν και το εδικαιούτο) κάποιον τίτλο! Εκείνη τη χρονιά θυμίζω πως αποκλείστηκε τελικά από τη Σεντ Ετιέν του Πλατινί και έπαιξε σε μπαράζ με τον Ολυμπιακό για τον τίτλο στο πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα, χάνοντας, αν και ήταν καλύτερος, 2-0.
Την προηγούμενη σεζόν είχε νικήσει και στα 17 ματς μέσα στου Χαριλάου, ενώ κάθε χρόνο έβγαινε στην Ευρώπη. Αυτό που δεν μπορώ επίσης να ξεχάσω ήταν πως, αν και αστέρια για την εποχή, οι παίκτες ήταν πάνω απ' όλα καλά παιδιά χωρίς ίχνος βεντετισμού. Για τον Αρη εκείνη η βραδιά ήταν ορόσημο, αλλά δεν έπρεπε να μείνει εκεί. Δεν υπήρξε ποτέ συνέχεια. Και για το μέγεθος και την ιστορία αυτού του συλλόγου σχεδόν τέσσερις δεκαετίες χωρίς τίτλο παραείναι πολλές!