Ο τρόπος με τον οποίο αποχώρησε ο Ολεγκ Προτάσοφ από τον πάγκο του Ηρακλή μάς έδειξε για μία ακόμη φορά πόσο κύριος είναι. Λίγο πριν έρθω στο γραφείο χθες το μεσημέρι τον παρακολούθησα στην τηλεόραση να δηλώνει ότι έλυσε τη συνεργασία του με τον Ηρακλή, στον οποίο ευχόταν καλή συνέχεια, και περίπου να αποδέχεται ότι προσπάθησε μαζί με τους παίκτες να κάνει κάποια πράγματα που όμως δεν έγιναν. Σε άλλες περιπτώσεις ο προπονητής δεν θα έκανε ποτέ δηλώσεις, θα απαιτούσε αποζημίωση χωρίς να αποδεχόταν το δικό του μερίδιο ευθύνης και φυσικά θα διοχέτευε στον Τύπο τις εκτιμήσεις του για την απαράδεκτη διοίκηση που δεν του πήρε τον τάδε ή τον δείνα παίκτη και που δεν τον στήριξε. Ο Ολεγκ, όμως, δεν επέλεξε αυτό τον δρόμο, δείχνοντας για μία ακόμη φορά πόσο κύριος είναι.
Το πρόβλημα όμως με το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ότι σε έναν κύριο (και χωρίς αμφιβολία άριστο γνώστη του ποδοσφαίρου) για δεύτερη φορά δεν δίνει την πιθανότητα να πετύχει. Και ο Ολεγκ μακριά από την Ελλάδα πέτυχε ως προπονητής. Πέτυχε και στη Ρουμανία, πέτυχε και στην Ουκρανία. Εδώ καταφέραμε για μία ακόμη φορά να μην πάρουμε τίποτα από τον προπονητή Προτάσοφ. Και μπορεί αυτή τη φορά το μεγάλο μερίδιο ευθύνης να ανήκει στη διοίκηση του Ηρακλή, που τον έκρινε ύστερα από επτά αγωνιστικές, αλλά γενικώς είναι πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου, του τρόπου λειτουργίας του και της λογικής τού αποτελέσματός της μiας σεζόν.
Ο Ηρακλής (και η ευθύνη γι' αυτό βαραίνει τόσο τη διοίκηση όσο και τους οπαδούς της ομάδας), επειδή έκανε δυο-τρεις καλές μεταγραφές και πήρε προπονητή τον Προτάσοφ, ήθελε να μετατραπεί μέσα σε ένα καλοκαίρι από ομάδα που μαχόταν για τη σωτηρία της σε ομάδα που θα κατακτούσε τίτλο ή τουλάχιστον θα εξασφάλιζε μέσω του πρωταθλήματος τη συμμετοχή της στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Τουλάχιστον υπερβολικό. Ο Προτάσοφ, λοιπόν, αφού δεν μπόρεσε να έχει την ομάδα στην έβδομη αγωνιστική τριτοτέταρτη, κρίθηκε αποτυχημένος κι έφυγε. Το μοναδικό ευχάριστο από αυτή την απομάκρυνση είναι ότι τη θέση ενός κυρίου με κουστούμι την πήρε ένας άλλος κύριος που απλώς φοράει τζιν και μπλουζάκια με ροκ σταρ, ή ακόμη ακόμη και νεκροκεφαλές.
Επειδή όμως τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, ο Σάββας Κωφίδης είναι μία ακόμη από τις σπάνιες περιπτώσεις προπονητών στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Προπονητής που δεν θα αποδώσει την όποια ήττα γνωρίσει στον διαιτητή ή στον προηγούμενο προπονητή που παρέδωσε καμένη γη. Προπονητής που δεν θα χοροπηδήσει μπροστά από τον τέταρτο γιατί τα λεπτά της καθυστέρησης είναι τρία και όχι τέσσερα. Προπονητής που θα προσπαθήσει να παίξει το ποδόσφαιρο που άρεσε στον ίδιο, μακριά από σκοπιμότητες. Προπονητής που δεν έχει κανέναν από εμάς (παράγοντες, δημοσιογράφους, οπαδούς) ανάγκη. Προπονητής που διέκοψε τις μουσικές βραδιές με ροκ στυλ για να γυρίσει στο ποδόσφαιρο, αλλά αν τον ζαλίσουμε και πολύ, έτσι ήσυχα όπως επέστρεψε στο ποδόσφαιρο θα ξαναγυρίσει στις νότες της μουσικής του. Τουλάχιστον αυτή τη φορά ας δώσουμε όλοι μεγαλύτερη προσοχή στις ποδοσφαιρικές νότες που θα εκπέμψει και πρώτος απ' όλους ο Αντώνης Ρέμος που, τι διάολο, από νότες τουλάχιστον κάτι καταλαβαίνει...