Το 1973, όταν η ΑΕΚ είχε αποκλειστεί στο Κύπελλο χάνοντας στην Καλαμαριά από τον Απόλλωνα, στις εφημερίδες της επόμενης μέρας ήταν βασικό θέμα η λέξη «Ντροπή» και οι δηλώσεις του Γιουγκοσλάβου τεχνικού της «Ενωσης», Μπράνκο Στάνκοβιτς, «ή θα φύγουν πέντε με έξι παίκτες ή θα αποχωρήσω εγώ». Δίπλα στην ίδια σελίδα διάβαζε κανείς την προτροπή τού (γενικά πολύ δημοσιογραφικού) Φέρεντς Πούσκας στους ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού «να μη μιλάτε πολύ στις εφημερίδες»! Και ανάμεσα στα θέματα της ίδιας μέρας υπήρχαν οι γκρίνιες για κάποιους προπονητές, ανάμεσά τους και ο Αγγλος Τζακ Μάνσελ του Ηρακλή!
Εν έτει 2009 διάβαζες την πρώτη σελίδα της «SportDay» χθες και έβλεπες ότι ο Μπάγεβιτς δήλωσε ότι «ή θα φύγουν πέντε παίκτες ή εγώ», ο Χενκ Τεν Κάτε στον Παναθηναϊκό είπε στους ποδοσφαιριστές του να μη μιλάνε με τους δημοσιογράφους και ο Ολεγκ Προτάσοφ είναι υπ' ατμόν στον Ηρακλή και τελικά απολύθηκε! Είναι σουρεαλιστικό, και θα το ζήλευε και ο ίδιος ο Ιονέσκο, πώς κάποια πράγματα κάνουν κύκλο στη ζωή και ιδιαίτερα στον αθλητισμό. Αυτό όμως με το οποίο πραγματικά διασκεδάζω είναι η κουβέντα κάθε φορά που έρχεται στο προσκήνιο το θέμα για τους... ρουφιάνους στα αποδυτήρια.
Το έχω ξαναγράψει, αλλά είναι μόνιμα επίκαιρο. Πάνε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια από μια βραδιά με πολλή κουβέντα με τον Αρι Χάαν. Ο Ολλανδός (τότε τεχνικός του ΠΑΟΚ) ήταν απολαυστικός συζητητής, με εξαιρετικές απόψεις και όχι μόνο για την μπάλα. Ανθρωπος οξυδερκής, που ως ποδοσφαιριστής κατέκτησε τόσους διεθνείς τίτλους όσο ελάχιστοι και με τον Αγιαξ, στον οποίον ο Στέφαν Κόβατς τον εκθείαζε ως «τον πληρέστερο ποδοσφαιριστή με τον οποίο συνεργάστηκε», και με την Αντερλεχτ και τη Σταντάρ Λιέγης. Στην εθνική Ολλανδίας ο Ρίνους Μίχελς είχε υπογραμμίσει την ανάγκη «οι παίκτες να σκέφτονται συνεχώς μέσα στο γήπεδο, όπως έκαναν ο Κρόιφ και ο Χάαν».
Η κουβέντα εκείνο το βράδυ είχε πάει στη σχέση δημοσιογράφων και παικτών. Μέχρι πού φτάνουν τα όρια, πού σταματάει η ανάγκη για ρεπορτάζ και υπεισέρχονται οι προσωπικές βλέψεις. «Ξέρω ότι κανείς δεν πρόκειται να πάψει να μιλά με τους ρεπόρτερ, οπότε επιλέγω στις γενικές ομιλίες μου να λέω πράγματα που δεν είναι μυστικά», μου έλεγε. «Στον Αγιαξ ο Μίχελς όταν ήθελε να τσεκάρει ποιος βγάζει κάτι προς τα έξω έκανε ένα τρικ». «Ποιο ήταν αυτό;», τον ρώτησα. Χαμογέλασε και άρχισε να μιλά χαμηλόφωνα, λες και κάποιος μας κρυφάκουγε. «Εκανε μεμονωμένα ραντεβού και έλεγε κάτι διαφορετικό στον καθένα.
Στους τρεις ή τέσσερις που γνώριζε ότι μιλούν με τους ρεπόρτερ έδινε και από μία ψεύτικη πληροφορία. Την επόμενη μέρα τα έβλεπε δημοσιευμένα και ήξερε τους ενόχους». «Ωραία», αναρωτήθηκα, «και τι έκανε γι’ αυτό»; «Τίποτα. Η μεγαλύτερη τιμωρία τους ήταν ότι οι ρεπόρτερ έβλεπαν ότι αυτά που έγραφαν ήταν ψέματα και στράφηκαν κατά των παικτών που τους τα έδιναν», συμπλήρωσε ο Χάαν. Και συνέχισε με το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας. «Μια φορά ο Μίχελς μάς έδωσε την πληροφορία πως θα φύγει στο τέλος της χρονιάς για την Μπαρτσελόνα. Σε όλους. Φυσικά μόλις φύγαμε από το γήπεδο κάποιοι έψαξαν απεγνωσμένα να δώσουν την πληροφορία, σε μια εποχή που η τεχνολογία ήταν στα σπάργανα», είπε και τράβηξε ακόμα μία ρουφηξιά από το πούρο που συνόδευε τις νυχτερινές συζητήσεις.
«Ξέρεις τι συνέβη μετά; Οι ρεπόρτερ που είχαν καεί στον χυλό με τις προηγούμενες λανθασμένες πληροφορίες αγνόησαν την πηγή τους διότι έμοιαζε με πελώριο ψέμα. Και το πλήρωσαν!». «Και σταμάτησαν άραγε οι ρουφιανιές;», τον ρώτησα για να πάρω την εξαιρετική ατάκα για απάντηση: «Αυτό δεν γίνεται. Αποδυτήρια χωρίς ρουφιάνους είναι σαν τις Αλπεις χωρίς χιόνια. Συμβαίνει;». Πριν από λίγα χρόνια χάρηκα που άκουσα ανοικτά τον Τροντ Σόλιντ να λέει ότι μιλάει με τους δημοσιογράφους και να μην το κρύβει. Το ίδιο έκανε κάποτε και ο Χέλμουτ Σενέκοβιτς, όπως και ο Ζλάτκο Τσαϊκόφσκι, αλλά δέχομαι ότι ήταν άλλες εποχές. Δημοσιογραφικοί ήταν πάντα και ο Γιάτσεκ Γκμοχ και ο Αλκέτας Παναγούλιας.
Αντιδημοσιογραφικός είναι ο Οτο Ρεχάγκελ με εμάς, αλλά απίστευτα συνεργάσιμος φυσιολογικά με τους Γερμανούς. Το ίδιο ισχύει και για τους ποδοσφαιριστές. Και μάλιστα στη σημερινή εποχή που η ανάγκη για ειδήσεις είναι αφόρητα πιεστική, μοιάζει αναγκαίο κακό να βρίσκει τη δίοδο ο ρεπόρτερ και να μαθαίνει μέσα από τα αποδυτήρια τι συμβαίνει. Πόσο παλιά πρέπει να πάει κανείς για να βρει τους παίκτες να μιλάνε με τον Τύπο; Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 υπήρχε δημοσίευμα σε ιταλικό περιοδικό πως η διοίκηση της Γιουβέντους ήθελε να τιμωρήσει κάποιους άσους της «επειδή διαρρέουν μυστικά των προπονήσεων σε εφημερίδα»!
Σήμερα, με τα κινητά τηλέφωνα και τους σύγχρονους τρόπους επικοινωνίας, οι «καλοί ρουφιάνοι» των αποδυτηρίων έχουν πολύ εύκολη ζωή. Πού είναι οι εποχές της δεκαετίας του ’80 που με το... σαμπουάν στο μαλλί έφευγαν οι παίκτες από την προπόνηση για να βρουν γρήγορα περίπτερο στον δρόμο για να τηλεφωνήσουν στον «δικό τους» ρεπόρτερ! Με το να ψάχνουν τόσο πολύ στις ομάδες τι φταίει χάνουν τον χρόνο και την υπομονή τους. Ταυτόχρονα το γεγονός αυτό αποδεικνύει διαχρονικά ότι κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Γιατί όπως έλεγε ο Χάαν: «Αλπεις χωρίς χιόνια, συμβαίνει;».