Tο ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι τη σήμερον ημέρα μόνο κατ’ ευφημισμόν. Είναι μπίζνα, είναι πώρωση, είναι βασανάκι, είναι αρρώστια αγιάτρευτη, είναι τρόπος εκτόνωσης ή/και καφρίλας, είναι συμβόλαια, εισιτήρια, τηλεοπτικά δικαιώματα, προπονήσεις, ταξίδια, «μη βγαίνεις, μην ξενυχτάς», είναι «πόρνη μπάλα», ένα σωρό σημαντικά κι ασήμαντα πράγματα κι έχει ξεχάσει -και το ποδόσφαιρο το ίδιο κι οι παίκτες και οι προπονητές και οι παράγοντες και όλοι εμείς- ότι κανονικά είναι ένα παιχνίδι.
Διαφορετικό από τη «Μονόπολη», τη μακριά γαϊδούρα ή το κρυφτό, αλλά παιχνίδι. Το οποίο πλέον δεν το χαίρεται σχεδόν κανείς, αλλά εξακολουθούν να το παίζουν διότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς: το επιβάλλει η διοργανώτρια αρχή, τα συμβόλαια, τα «πρέπει» που το συνοδεύουν, το διέπουν, το δυναστεύουν.
Το μοναδικό παιχνίδι που συνεχίζεις να παίζεις ή να παρακολουθείς ακόμα κι αν είναι βαρετό, βίαιο και επικίνδυνο. Θα συνέχιζε κανείς π.χ. να παίζει Playstation αν κάποιοι του πέταγαν μπουκάλια και του έβριζαν τη μάνα; Ή να παίζει «Ταμπού» αν είχε τσουρουκάδες συμπαίκτες κι «άμπαλους» αντιπάλους; Προφανώς όχι.
Στον φετινό Παναθηναϊκό, κάτι το άγχος του πρωταθλήματος, κάτι τα λεφτά που δαπανήθηκαν, κάτι η παντοκρατορία του Ολυμπιακού, κάτι η αμφισβήτηση και η εσωτερική φαγωμάρα, έχουν κάνει το παιχνίδι που λέγεται ποδόσφαιρο να θυμίζει βόλτα στο προαύλιο της φυλακής με τη σιδερένια μπάλα στο πόδι. Σχεδόν κανείς δεν απολαμβάνει σχεδόν τίποτα, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Ο Γκαλίνοβιτς κι ο Βύντρα για τις ανοιχτές παλάμες που τους χαρίζει απλόχερα η εξέδρα, ο Τζόρβας για ν’ αρπάξει -επιτέλους- την ευκαιρία της ζωής του. Ο Καντέ κι ο Μπιέρσμιρ για να αποδείξουν ότι καλώς ήρθαν. Ο Σπυρόπουλος κι ο Σαριέγκι για να αποδείξουν ότι όσοι και να έρθουν, καλώς παραμένουν βασικοί. Ο Μαρίνος κι ο Γιούρκας για τις θέσεις που άφησαν ορφανές ο Νίλσον κι ο Μουν, κι ο Δάρλας για να δικαιώσει αυτούς που τον επέβαλαν στον προπονητή σχεδόν με το στανιό.
Ο Κατσουράνης για να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας, ο Σιμάο διότι δεν καταλαβαίνει για ποιο λόγο δεν παίζει ενώ έπαιζε ακόμα και με ένα πόδι πέρυσι. Ο Λέτο διότι νιώθει την ανάγκη να αγαπηθεί παράφορα ερχόμενος απ’ τον Ολυμπιακό. Ο Σισέ για να δικαιολογήσει το μεροκάματό του και να κληθεί ξανά στην εθνική Γαλλίας.
Ο Ζιλμπέρτο για να τελειώνει το κράξιμο και το παραμύθι περί «βετεράνου», ο Σαλπιγγίδης για να υπογράψει το τελευταίο καλό συμβόλαιο της καριέρας του εδώ ή κάπου αλλού, ο Χριστοδουλόπουλος κι ο Γκάμπριελ για να δικαιολογήσουν τις καλές συστάσεις που τους συνόδεψαν πέρυσι, ο Πετρόπουλος για να βρει θέση κάπως, κάπου, κάποτε στην 11άδα. Ο Τεν Κάτε για να συνταξιοδοτηθεί με το κεφάλι ψηλά και το μεσαίο δάχτυλο τεντωμένο προς τους επικριτές του, ο Κώστας Αντωνίου για να βουλώσει στόματα.
Αν δεν μου ξέφυγε κανείς, έμειναν άλλοι τρεις. Ο Καραγκούνης είναι ο ένας κι είναι ειδική κατηγορία μόνος του. Παίζει, θέλει να παίζει και θα παίζει μέχρι να λιώσει και το τελευταίο παγάκι στο τελευταίο ψυγείο της γης, γιατί αυτή είναι η φύση του και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Είναι γι’ αυτόν κάτι σαν την αναπνοή παρέα με το κατούρημα: λειτουργία του οργανισμού σε συνδυασμό με φυσική ανάγκη.
Για τους άλλους δύο, όμως, τα πράγματα είναι αλλιώς. Διότι ο Σωτήρης Νίνης και ο Αντε Ρουκάβινα με τον τρόπο που παίζουν, με τον τρόπο που χαμογελούν έπειτα από ένα γκολ και φωτίζεται το πρόσωπό τους, με τον τρόπο που τρέχουν και μαρκάρουν, που αντιδρούν ύστερα από μια κλοτσιά εντός ή εκτός αθλητικών πλαισίων (με εξαίρεση την περσινή αποβολή του Ρουκάβινα) δείχνουν πόσο πολύ, πόσο αληθινά, πόσο «παιδικά» απολαμβάνουν ακόμα το «παιχνίδι» που ονομάζεται ποδόσφαιρο. Στο πρωτάθλημα, το Κύπελλο ή την Ευρώπη. Εντός ή εκτός έδρας. Με καλό καιρό ή παλιόκαιρο.
Μοιάζει πιο πιθανό η μιζέρια που καταπλακώνει το ελληνικό ποδόσφαιρο να καταφέρει να τους κλέψει αυτό το χαμόγελο απ’ τα χείλη, αλλά εγώ συνεχίζω να ελπίζω και να ονειρεύομαι ότι το δικό τους κέφι, η δική τους στάση «παιδικής χαράς» απέναντι σ’ αυτό που τους πληρώνει και τους ζει μπορεί να γίνει παράδειγμα και για μερικούς ακόμα. Και μετά, για ακόμα τόσους.
Για να επιστρέψει η χαρά του παιχνιδιού πρώτα σε ένα γήπεδο και μετά σε ένα ακόμα. Από το χορτάρι να ανέβει στις εξέδρες. Από κει να πάει στα γραφεία των προέδρων. Αυτά τα δυο χαμόγελα πρέπει να διαφυλάξουμε πάση θυσία, ακόμα και σε γυάλα, ως κόρη οφθαλμού.