Πριν από λίγο καιρό είχα αναφερθεί στη σπουδαιότητα που έχει αποκτήσει η μελέτη των στατιστικών στοιχείων στο ποδόσφαιρο. Μία μελέτη της οποίας τη χρησιμότητα ανακάλυψαν οι Ευρωπαίοι πολύ πιο αργά από τους Αμερικανούς. Βέβαια, στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού η στατιστική, από ένα απλό εργαλείο που χρησιμεύει για την καλύτερη ερμηνεία των δυνατοτήτων αθλητών και αγωνιστικών συστημάτων, μεταβλήθηκε σ' ένα «δικτάτορα» των σπορ.

Η προσεκτική μελέτη των στατιστικών στοιχείων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στη μεταγραφική αγορά. Παλιότερα, όταν τα πράγματα στο ποδόσφαιρο ήταν απλούστερα και η σπουδαιότητα που είχε η μελέτη των στατιστικών στοιχείων ήταν άγνωστη, στην επιλογή ενός ποδοσφαιριστή έπαιζαν καθοριστικό ρόλο η ματιά του προπονητή και το αγωνιστικό του σχέδιο.

Η περίπτωση του Μπράιαν Κλαφ και του συνεργάτη του Πίτερ Τέιλορ είναι από τις πιο χαρακτηριστικές στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Είχαν την ικανότητα να επιλέγουν άσημους και φτηνούς ποδοσφαιριστές και να τους αναδεικνύουν σε αστέρες πρώτης γραμμής. Η μεταγραφική αγορά έχει πολλές ιδιομορφίες, πολλές ιδιαιτερότητες και πολλά στερεότυπα. Ενα από τα πιο παλιά στερεότυπα είναι αυτό του «μεγάλου ονόματος».

Αγοράζοντας κάποια ομάδα ένα «μεγάλο όνομα», είναι ένας τρόπος να πει στους οπαδούς της «είμαστε μία μεγάλη ομάδα» και παράλληλα τους δίνει την εντύπωση ότι η ομάδα πάει κάπου, έχει στόχους. Ενα άλλο στερεότυπο της μεταγραφικής αγοράς έχει να κάνει με την εθνικότητα των ποδοσφαιριστών.

Ας πούμε, αν είσαι Ολλανδός έχεις πολύ περισσότερες ευκαιρίες να κάνεις καριέρα σε ευρωπαϊκές ομάδες απ' ό,τι αν είσαι Τσέχος, Σέρβος ή Ελληνας, για παράδειγμα. Φυσικά η εθνικότητα που αποτελεί το καλύτερο διαβατήριο στη μεταγραφική αγορά είναι η βραζιλιάνικη.

Η φράση «Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής» έχει την ίδια δυναμική με φράσεις όπως «Γάλλος σεφ» ή «Θιβετιανός μοναχός», λες και η εθνικότητα είναι προσόν και όχι οι ποδοσφαιρικές ικανότητες. Στο βιβλίο του «Futebol: The Brazilian way of life» (που κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος) ο Αλεξ Μπέλλος μεταφέρει τον διάλογο που είχε μ' ένα μεγάλο και πολύ γνωστό Βραζιλιάνο μάνατζερ, ο οποίος του είχε πει ότι ήταν πιο εύκολο να βρει ομάδα σ' έναν κακό Βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή, παρά σ' έναν πολύ καλό Μεξικανό.

Επιστρέφω στα στατιστικά και τη σχέση τους με τη μεταγραφική αγορά. Παλιότερα έλεγαν ότι οι σκάουτερ πρότειναν συχνά ξανθούς ποδοσφαιριστές επειδή σ' ένα πλήθος μελαχρινών ποδοσφαιριστών χτυπούσαν στο μάτι και τους πρόσεχαν πιο εύκολα. Τώρα η επιλογή των ποδοσφαιριστών που θα αγοραστούν ή που θα πουληθούν εξαρτάται από τη στατιστική εικόνα των αγωνιστικών τους δυνατοτήτων και σε μεγάλο βαθμό από την ηλικία τους. Εχω ξαναγράψει πως η συμβολή του Βενγκέρ, ενός οικονομολόγου, στην αναγνώριση της αξίας των στατιστικών στο σύγχρονο ποδόσφαιρο είναι καθοριστική.

Είναι αυτός που πρώτος παρατήρησε ότι οι ομάδες τείνουν να υπερεκτιμούν τις παλιότερες επιδόσεις των ποδοσφαιριστών. Ετσι, μπορεί να κερδίζει πολλά χρήματα για την ομάδα του, διότι έχει τη γνώση για τις δυνατότητες ποδοσφαιριστών που έχουν περάσει το σημείο ακμής τους και τους πουλάει πολύ ακριβά. Λένε πως ο Μπέργκαμπ, που είχε περάσει τα 30 του, δυσανασχετούσε όταν ο Βενγκέρ τον αντικαθιστούσε γύρω στο 70ό λεπτό των αγώνων και έτσι του ζήτησε τον λόγο.

Ο Βενγκέρ, κοιτώντας τα στατιστικά του στοιχεία, του απάντησε: «Κοίτα, Ντένις, μετά το 70' τρέχεις λιγότερο και η ταχύτητά σου έχει μειωθεί». Ισως τα στατιστικά δεδομένα είναι αυτά που κάνουν τον Αλσατό τεχνικό να κρατάει τους αμυντικούς του και μετά τα 30, πράγμα που δεν συμβαίνει με τους μέσους ή τους επιθετικούς του.

Οταν πούλησε τον Ανρί 16 εκατ. στερλίνες στην Μπάρτσα, ο Γάλλος επιθετικός ήταν 29 χρόνων, όπως και ο Βιεϊρά που πουλήθηκε 14 εκατ., ο Πετί που πουλήθηκε 7 εκατ., ενώ ο Οβερμαρς ήταν 27 χρόνων όταν τον πούλησε 25 εκατ. Η φράση που λένε οι Αγγλοι για τον Αλσατό «Arsene knows» («Ο Αρσέν ξέρει») φαίνεται πως εδώ ταιριάζει γάντι.

Μία δίκαιη νίκη

Πάντα έτσι συμβαίνει στο ποδόσφαιρο. Η νίκη του αδύναμου επί του ισχυρού είναι μεγάλο θέμα, όχι τόσο για την ικανότητα του αδύναμου, αλλά για την αποτυχία του ισχυρού. Αυτό είναι άδικο, επειδή δείχνει ότι το παιχνίδι έχει ένα πρίσμα μέσα από το οποίο περνάει η ματιά μας. Και η ματιά μας περνάει μέσα από τη μεγάλη ομάδα για πολλούς λόγους. Γιατί έχει περισσότερο κόσμο, είναι δηλαδή πιο δημοφιλής, άρα και πιο εμπορική, έχει περισσότερα μέσα και φυσικά μεγαλύτερη δύναμη.

Μιλάμε και γράφουμε περισσότερο για την ήττα του Ολυμπιακού, παρά για τη νίκη του Πανσερραϊκού. Μία νίκη που, όπως όλοι παρακολουθήσαμε στις τηλεοράσεις μας, ήταν πεντακάθαρη, απολύτως δίκαιη και αντανακλά τη διαφορά δυναμικότητας ανάμεσα στις δύο ομάδες, όπως αυτή παρουσιάστηκε στο γήπεδο των Σερρών. Παρ' όλο που ο αγώνας έγινε με τον Πανσερραϊκό να έχει το μειονέκτημα. Ενα μειονέκτημα που δεν είχε να κάνει με το γήπεδο, τον κόσμο ή τις δυνατότητες των ποδοσφαιριστών.

Πρόκειται για ένα μειονέκτημα που έχει να κάνει με τους κανονισμούς που υποτίθεται ότι διασφαλίζουν το fair play. Ο κανονισμός που παραβίασε η ομάδα των Σερρών και που μπορούσε να της κοστίσει το παιχνίδι είναι ένας κανονισμός που δεν ισχύει για τις ομάδες της Σούπερ Λίγκας στο Κύπελλο, γεγονός που τους δίνει –αναμφισβήτητα– ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, πέρα απ' όλα τα άλλα πλεονεκτήματά τους.

Προφανώς αυτό δεν είναι δίκαιο και συνιστά περιορισμό των πιθανοτήτων των ομάδων των μκρότερων κατηγοριών να διακριθούν στο Κύπελλο. Και είναι απορίας άξιο γιατί οι ομάδες των μικρότερων κατηγοριών έχουν υπογράψει τον κανονισμό διεξαγωγής του Κυπέλλου.

Το γεγονός ότι οι ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού είναι κουρασμένοι από τα συνεχή παιχνίδια και ότι είχαν ελλείψεις φυσικά δεν συνιστά αιτιολογία. Ας έβρισκε τρόπο ο Ολυμπιακός να ξεκουράσει τους ποδοσφαιριστές του και ας είχε φροντίσει να καλύψει τα κενά στο ρόστερ του. Είτε κουρασμένος είτε ξεκούραστος, είτε με ελλείψεις είτε πλήρης στο γήπεδο, ο Ολυμπιακός φοράει την ίδια φανέλα. Και την Τρίτη το βράδυ στις Σέρρες έχασε από έναν καλύτερο Πανσερραϊκό. Στα ίσια.

Στυγνοί επαγγελματίες

Είναι πλέον φανερό ότι η νέα γενιά «τρομοκρατών» δεν έχει καμία σχέση με το κύμα της «πολιτικής τρομοκρατίας» που ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του '60, μετά τον γαλλικό Μάη. Κι εκείνο που επίσης έχει γίνει φανερό είναι ότι οι «τρομοκράτες» προσπαθούν να βρουν μια πολιτική επιχειρηματολογία με αριστερή-αντιεξουσιαστική φρασεολογία για να δικαιολογήσουν τις άνομες ενέργειές τους.

Η αλήθεια είναι ότι εκτός από αμαθείς, έχουμε να κάνουμε και με κομπλεξικούς μυαλοφυγόδικους που βρίσκονται σε απόλυτη σύγχυση, όπως προκύπτει από τα κείμενά τους και τις πράξεις τους. Καμία Αριστερά δεν δικαιολογεί εγκλήματα και μάλιστα εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Και κανένας αντιεξουσιαστής δεν υπήρξε ποτέ τόσο δειλός για να δολοφονεί αθώους.

Από τη στιγμή που ο άνθρωπος απεμπολεί το δικαίωμα του λόγου και παίρνει το όπλο για να επιβάλει τη διανοητική του σύγχυση στην κοινωνία, είναι είτε άρρωστος είτε κοινός εγκληματίας. Ή μπορεί και τα δύο. Και όλοι πρέπει να τους καταδικάσουμε και να τους απομονώσουμε.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube