Ορισμένες ειδήσεις δεν προβάλλονται όσο τους αξίζει, διότι μάλλον δεν αξιολογούνται σωστά. Ή μάλλον αξιολογούνται με έναν τρόπο ο οποίος προστατεύει την εικόνα ενός προϊόντος με πολύ μεγάλη εμπορική απήχηση. Του πρωταθλήματος της Πρέμιερ Λιγκ. Η πορεία πολλών φίλων της Λίβερπουλ την Κυριακή, από τα γραφεία του συλλόγου τους μέχρι το Kop, θα μπορούσε να γίνει το θέμα όχι μόνο της ημέρας, αλλά του μήνα.
Ενα θέμα που θα είχε στόχο να αναδείξει αυτό που συμβαίνει πίσω από τη λάμψη που «αγοράζουν» τα εκατομμύρια της τηλεόρασης. Οι φίλοι της Λίβερπουλ διαμαρτυρήθηκαν για τον τρόπο που οι ιδιοκτήτες της ομάδας τη διοικούν. Μετά την εξαγορά του 2007 είχαν υποσχεθεί οικονομική και αγωνιστική ενίσχυση και ένα καινούργιο γήπεδο. Και τώρα έχουν καταφέρει να φορτώσουν την ομάδα με ένα χρέος 320 εκατομμυρίων ευρώ, αδυνατούν να κάνουν μεταγραφές για να την ενισχύσουν, έχουν εγκαταλείψει προ πολλού την ιδέα του γηπέδου και αναζητούν αγοραστές για να ξεφορτωθούν την ομάδα.
Οι Αγγλοι αρχίζουν να βλέπουν πια τι ακριβώς συμβαίνει με τις πλούσιες ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ. Η οικονομική κρίση λειτουργεί σαν ένα είδος μεγεθυντικού φακού και αποκαλύπτει ένα σημείο ιδιαίτερα σκοτεινό, το οποίο όλοι γνώριζαν, αλλά προτιμούσαν να το αγνοούν «για το καλό του παιχνιδιού», όπως έλεγαν κάποιοι από τους υπέρμαχους της ελεύθερης αγοράς στο ποδόσφαιρο.
Μιας αγοράς που όρμησε μέσα στην πραγματικότητα του αγγλικού ποδοσφαίρου σαν ταύρος σε υαλοπωλείο το 1992 –με την πρώτη συμφωνία πώλησης τηλεοπτικών δικαιωμάτων ποδοσφαιρικών ομάδων– υποσχόμενη πολλά πολλά πλούτη. Και όντως. Τα κεφάλαια που συγκεντρώθηκαν στο αγγλικό ποδόσφαιρο τα τελευταία 16 χρόνια ήταν απίστευτα. Δημιούργησαν πλούσιους και φτωχούς και σε κάθε ιστορία επιτυχίας αντιστοιχούσαν πολλές τραγωδίες.
Κάποτε, όταν γραφεί η ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου, στο κεφάλαιο που θα αναφέρεται στο χρονικό διάστημα από το 1992 και μετά, ιδιαίτερη θέση θα πάρουν οι ιστορίες ομάδων που εξαφανίστηκαν. Και όχι τυχαίων ομάδων. Ομάδων που έχτισαν τον μύθο του αγγλικού ποδοσφαίρου, όπως η Νότιγχαμ και η Λιντς. Με τα πρώτα κεφάλαια που μπήκαν στο αγγλικό ποδόσφαιρο οι ομάδες σιγά σιγά άρχισαν να μεταμορφώνονται σε επιχειρήσεις και να αποκτούν χαρακτηριστικά που δεν συμβάδιζαν με τη μέχρι τότε φυσιογνωμία τους. Αλλαξαν.
Μπήκαν στο χρηματιστήριο, κινήθηκαν με όρους αυστηρά οικονομικούς, χωρίς πάντα να έχουν τους κατάλληλους ανθρώπους, αντιμετώπισαν την άνοδο και οι περισσότερες κατέληξαν στην πτώση. Η απληστία έγινε σήμα κατατεθέν τής πιο ακριβής λίγκας στον κόσμο –και συνεχίζει να είναι. Υπάρχουν ποδοσφαιριστές που κερδίζουν πάνω από 600.000 τον μήνα, ποσό που διπλασιαζόμενο θα μπορούσε να συντηρήσει μία ομάδα της Λιγκ 1 για έναν ολόκληρο χρόνο.
Αλλά όπως θα έλεγε και ένας συνεπής νεοφιλελεύθερος, «έτσι λειτουργεί η αγορά». Η αλήθεια είναι πως η αγορά λειτουργεί και έτσι και αλλιώς. Και το αλλιώς είναι πολύ δυσάρεστο. Τα οικονομικά στοιχεία, που όλοι γνωρίζουμε, δεν είναι πια απλώς ανησυχητικά. Συνιστούν την ομολογία μίας αποτυχίας που κανείς δεν τολμάει να παραδεχθεί. Κάτι σαν το παραμύθι εκείνο του Αντερσεν με τα ρούχα του βασιλιά.
Οι 20 ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ έχουν συνολικά χρέη που ξεπερνούν τα 3,2 δισ. στερλίνες ενώ –και παρά το γεγονός ότι με τη νέα τηλεοπτική συμφωνία της τριετίας 2007-10 στα ταμεία τους μπαίνουν εκατομμύρια– οι 15 από τις 20 ομάδες συντηρούνται χάρη στις οικονομικές ενέσεις που τους κάνουν οι ιδιοκτήτες τους.
Η τάση έχει γενικευθεί. Οι περισσότερες ομάδες αναζητούν επενδυτές πρόθυμους να τις εξαγοράσουν, να επωμιστούν τα χρέη τους και την αναγκαιότητα να επενδυθούν σε αυτές αρκετά χρήματα, ώστε να μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τον ανταγωνισμό. Οταν μία ομάδα σαν τη Λίβερπουλ αντιμετωπίζει τόσο μεγάλα προβλήματα, μπορεί να φανταστεί κάποιος τι συμβαίνει με άλλες, μικρότερες ομάδες.
Επενδυτές υπάρχουν όσο έχουν κέρδη
Πώς γίνεται, θα αναρωτηθεί κάποιος, να έχουν χρέη οι αγγλικές ομάδες (ιδιαίτερα οι μεγάλες) όταν την τελευταία εξαετία παρακολουθούμε την απόλυτη –σχεδόν– κυριαρχία τους στο Τσάμπιονς Λιγκ; Η εικόνα αυτή είναι πλασματική. Μπορεί με την παρουσία τους να φαίνεται ότι «μαζεύουν όλο το χαρτί», μόνο που αυτό το «χαρτί» δεν είναι αρκετό για να διασφαλίσει την ομαλή λειτουργία τους ως επιχειρήσεων. Δείτε το άθροισμα των χρεών που έχουν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Τσέλσι που φτάνουν το 1,4 δισ.
Αν σε αυτό το ποσό προσθέσουμε τα χρέη των Λίβερπουλ και Αρσεναλ, ξεπερνάμε τα 2 δισ. στερλίνες. Οι ομάδες, προκειμένου να καταφέρουν να διακριθούν στην αρένα τού πολύ σκληρού ποδοσφαιρικού ανταγωνισμού, ξοδεύουν πολλά για να προσελκύσουν τους καλύτερους. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των οικονομικών στοιχείων που αφορούν τη δραστηριότητα των ομάδων της Πρέμιερ Λιγκ, κατά μέσο όρο ξοδεύουν το 60% των εσόδων τους για μισθούς και συμβόλαια.
Ολη αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που περιορίζει κατά πολύ την εισροή χρημάτων από χορηγούς και διαφημιστές στο παιχνίδι, οδηγεί πολλές ομάδες στην αναζήτηση επενδυτών-αγοραστών. Επενδυτών που θα έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν την ομάδα και παράλληλα να αναλάβουν και τα χρέη της. Ομως σε εποχές κρίσης εκείνα που απουσιάζουν είναι η ρευστότητα και η προθυμία. Συνυπολογίστε, πάντως, ότι κάποιες από τις ομάδες μπορούν να έχουν τόσα έσοδα που τους επιτρέπουν να εξυπηρετούν τα χρέη τους, όπως η Αρσεναλ ή η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Η Λίβερπουλ δεν μπορεί, όπως δεν μπορεί και η Τσέλσι. Η οποία, άραγε, πόσα κέρδη θα έπρεπε να βγάζει κάθε χρόνο έτσι ώστε να εξοφλεί το χρέος των 700 εκατομμυρίων ευρώ που έχει προς τον Αμπράμοβιτς και παράλληλα να ενισχύεται αγωνιστικά; Και πόσα χρόνια θα χρειαστεί;
Ή η Γιουνάιτεντ πότε θα μπορέσει να αποπληρώσει το δικό της χρέος, αν θεωρήσουμε πως θα συνεχίζει να διακρίνεται στο αγγλικό πρωτάθλημα και να μαζεύει χρήματα από το Τσάμπιονς Λιγκ; Κανείς δεν το ομολογεί, αλλά η πραγματικότητα είναι πως οι ομάδες έχουν γίνει «κουμπαράδες» χρεών, χωρίς προοπτικές κερδοφορίας, τουλάχιστον τέτοιας που να τους επιτρέψει να εξοφλήσουν όσα οφείλουν μέσα στα επόμενα 15 χρόνια.
Υπονομευτική ανικανότητα
Η Ν.Δ. όσο καιρό βρισκόταν στην κυβέρνηση έκανε μια στιβαρή επίδειξη ανικανότητας, που αποτυπώθηκε στον χαρακτήρα του κυβερνητικού έργου. Τα ελλείμματα στην οικονομία και μόνο είναι χαρακτηριστικά. Η ήττα στις εκλογές ήρθε σαν φυσική συνέπεια αυτής της ανικανότητας, αλλά τα όσα ακολούθησαν είναι ακόμη πιο αποκαλυπτικά. Στη Ν.Δ. αποκαλύπτουν ότι η ανικανότητά τους δεν περιοριζόταν μόνο στη διαχείριση της εξουσίας, αφού η διαδικασία της διαδοχής εξελίσσεται σε ένα απίστευτο μπάχαλο, το οποίο μαρτυρά και κάτι ακόμη, σπουδαιότερο κατά τη γνώμη μου.
Και η Ν.Δ., μετά το ΠΑΣΟΚ, μπαίνει σε μια φάση αποϊδεολογικοποίησης και μετατροπής της σε μια αυλή για έναν αρχηγό, του οποίου ο στόχος είναι ένας και μόνο: η εξουσία. Κανένα σχέδιο για την κοινωνία, για τη χώρα, για το αύριο. Ο δρόμος προς το συνέδριο, κάτω απο τα κελεύσματα των ΜΜΕ, έχει μετατραπεί σε μια παρέλαση σαλτιμπάγκων ή οποία ούτε διασκεδάζει ούτε ενδιαφέρει την κοινωνία. Παρά μόνο τους επαγγελματίες της πολιτικής και τη διαπλοκή.