H όγδοη αγωνιστική ήταν η πιο «γεμάτη» στο πρωτάθλημα μέχρι τώρα. Από τη σκοπιά του θεατή κανένα παιχνίδι δεν ήταν αδιάφορο. Είδαμε ωραία γκολ και σε αρκετές περιπτώσεις το θέαμα –χωρίς να καθηλώνει– ήταν καλό. Δεν γνωρίζω αν το φαινόμενο θα επαναληφθεί, το εύχομαι βέβαια, αλλά πολύ φοβάμαι πως ό,τι συνέβη ήταν θέμα συγκυρίας. Γιατί η επανάληψη παρόμοιων αγωνιστικών θα μπορούσε να συμβεί μόνον αν είχε αλλάξει η νοοτροπία –κατά πρώτον– προπονητών και ποδοσφαιριστών.

Το να παίξεις ποδόσφαιρο για να ικανοποιήσεις και εκείνον που σε παρακολουθεί προϋποθέτει να τον σέβεσαι και να σε ικανοποιεί και το ίδιο το παιχνίδι κι όχι να το προσεγγίζεις σαν μια οποιαδήποτε «δουλειά». Το πρώτο πράγμα που κατάλαβα από την όγδοη αγωνιστική ήταν κάτι που αρκετοί το είχαν προβλέψει. Αυτό το πρωτάθλημα είναι μια υπόθεση που αφορά αποκλειστικά δύο και μόνο ομάδες, τον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟ. Ακόμα κι όταν δυσκολεύονται να κερδίσουν, όπως συνέβη το Σαββατοκύριακο, αυτό δεν οφείλεται στο ότι δυνάμωσαν οι άλλοι, αλλά στο ότι οι δυο τους είναι κουρασμένοι από τα ευρωπαϊκά παιχνίδια τους.

Η οικονομική δύναμη και το ειδικό βάρος των ιδιοκτητών των δύο μεγάλων είναι οι κύριοι λόγοι που έχουν δημιουργήσει την απόσταση αυτών των δύο με τους υπόλοιπους. Και είναι μια απόσταση που θα τείνει να διευρύνεται αντί να μειώνεται, γεγονός που θα έχει αρκετές δυσάρεστες επιπτώσεις στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ενα δεύτερο που έμαθα, έχει να κάνει με τη μία από τις ομάδες που θα υποβιβαστεί σίγουρα. Είναι φανερό ότι θα είναι ο Πανθρακικός. Ο υποβιβασμός είναι το φυσικό επακόλουθο της συμπεριφοράς των ανθρώπων που έχουν την ευθύνη της ομάδας, που περιφρόνησαν ή λησμόνησαν ένα βασικό κανόνα στο ποδόσφαιρο.

Οι ομάδες δεν είναι πύργοι από τραπουλόχαρτα για να τους γκρεμίζεις τον Μάιο και να τους έχεις έτοιμους τον Αύγουστο. Οι 18 καλοκαιρινές μεταγραφές –πόσες;– του Πανθρακικού και η αποχώρηση του Ριέρα είναι η εξήγηση για το φετινό αγωνιστικό πρόσωπο της ομάδας. Ενα τρίτο πράγμα που έμαθα από αυτή την αγωνιστική είναι ότι υπάρχουν προπονητές στις μικρές ομάδες του πρωταθλήματος, που παρά το γεγονός πως τα μέσα τους είναι περιορισμένα, προσπαθούν –και τα καταφέρνουν– να παίξουν ωραίο ποδόσφαιρο.

Αυτή η καταστροφική τακτική του «όλοι πίσω μη μας ρίξουν 5 γκολ», που έχει προσβάλει κατ' επανάληψη την ποδοσφαιρική αισθητική μας, σιγά σιγά εγκαταλείπεται. Ο Εργοτέλης κατά πρώτον και η Καβάλα κατά δεύτερον είναι δύο ομάδες που φέτος κατακτούν τον κοινότυπο χαρακτηρισμό της «ευχάριστης έκπληξης». Σημειώστε ότι και οι δύο έχουν Ελληνες προπονητές. Η «ερώτηση των 100.000» όμως είναι αν αυτή η αγωνιστική συμπεριφορά είναι θέμα συγκυρίας ή κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει σε επίπεδο νοοτροπίας.

Ενα τέταρτο πράγμα που κατάλαβα είναι ότι οι ομάδες της Θεσσαλονίκης για μία ακόμα φορά πληρώνουν πρώτα απ' όλα τη μεταξύ τους αντιπαλότητα και εσωστρέφεια. Το καλοκαίρι και οι τρεις ενισχύθηκαν με την ελπίδα να καταφέρουν κάτι περισσότερο από πέρυσι, κυρίως ο ΠΑΟΚ και ο Αρης. Ο «Δικέφαλος του Βορρά» συνεχίζει να παραμένει δέσμιος της αγωνιστικής αντίληψης του προπονητή του, ενώ ο Αρης αδυνατεί να μεταφράσει μέσα στο γήπεδο την ποιότητα που έχουν κάποιοι ποδοσφαιριστές του.

Ενα πέμπτο πράγμα που κατάλαβα αυτή την αγωνιστική είναι πως λόγω της ιδιομορφίας του πρωταθλήματος, αρκεί μία ομάδα να κάνει δυο-τρεις καλές εμφανίσεις διαδοχικές για να βρεθεί από την κόλαση στον παράδεισο και το αντίθετο. Τρεις σερί νίκες του Πανιωνίου τον εκτόξευσαν προς τα πάνω κι εξαφάνισαν τις γκρίνιες που ακούγονταν στην Πλατεία ένα μήνα πριν.

Τέλος, μία διαπίστωση: ας σταματήσει επιτέλους αυτή η ανοησία με τις αναλύσεις των διαιτητικών λαθών από τηλεοράσεως. Δεν μαθαίνουν σε κανέναν τους κανονισμούς, «δηλητηριάζουν» τη ματιά του θεατή στο παιχνίδι, εντείνουν την καχυποψία και έχουν μεταβληθεί σε βήμα προβολής κάποιων που δεν προσέφεραν –κι ούτε μπορούν να προσφέρουν– κάτι στο παιχνίδι.

Τι εξυπηρετούν τα stages;

Τα stages, μια εκδοχή ή καλύτερα μια μορφή μάλλον απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, πρωτοεμφανίστηκαν στη Γαλλία στα μέσα της δεκαετίας του '80 και πέρασαν και στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. –Ευρωκοινοβούλιο και Ευρωπαϊκή Επιτροπή– σχετικά γρήγορα. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από συμβάσεις μαθητείας σε ένα καθεστώς το οποίο δεν ξεπερνούσε τους 6 μήνες στις πιο πολλές περιπτώσεις κι όπου συνυπήρχαν η μάθηση με την εργασία.

Επειδή, όμως, το στοιχείο της μάθησης κυριαρχούσε στο μοντέλο που υιοθετήθηκε κι από την Ε.Ε., αυτό αποτέλεσε και την αιτιολογία για την καταβολή χαμηλότερης αμοιβής και την αποφυγή αναγνώρισης ασφαλιστικών δικαιωμάτων, σε όσους απασχολούνταν με stage σε διάφορους εργασιακούς κλάδους. Οταν από τα μέσα της δεκαετίας του '90 η Ε.Ε. αναγκάστηκε να υιοθετήσει πολιτικές καταπολέμησης της ανεργίας και ενίσχυσης της απασχόλησης, ενέταξε το μοντέλο αυτό στα επιδοτούμενα κοινοτικά προγράμματα.

Τα stage αφορούσαν τον ιδιωτικό τομέα, αλλά στην Ελλάδα «ανακαλύψαμε» πόσο χρήσιμη ήταν η επέκτασή τους και στον δημόσιο. Χρήσιμη κυρίως στα κόμματα και τον προϋπολογισμό. Στα κόμματα διότι ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να γίνουν ένα πολύ καλό εργαλείο διατήρησης –αν όχι ενίσχυσης– των πελατειακών σχέσεων (ειδικά μετά την κατάργηση της δυνατότητας μονιμοποίησης στο Δημόσιο μέσω των συμβάσεων) και του προϋπολογισμού, μια και το κράτος κατέβαλλε χαμηλότερες αμοιβές και είχε απαλλαγεί από ασφαλιστικές εισφορές.

Το κράτος είχε υιοθετήσει μια ευέλικτη μορφή εργασίας, που υποστήριζε –επί της ουσίας– την εργοδοτική αυθαιρεσία. Υπάρχει ένα ερώτημα που δεν απαντήθηκε ποτέ: πόσοι και ποιοι τομείς του Δημοσίου προσφέρουν εργασιακή εμπειρία σε κάποιον, που θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμη όταν θα αναζητούσε απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα; Τώρα με κυβερνητική απόφαση τα stage στο Δημόσιο καταργούνται –και σωστά–, αλλά η αιτιολογία που προβάλει η κυβέρνηση είναι υποκριτική.

Οτι έτσι θα χτυπηθούν οι πελατειακές σχέσεις. Η κυβέρνηση απλώς βρήκε έναν τρόπο να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες, σύμφωνα με τις οδηγίες της Κομισιόν, αλλά δεν αποκηρύσσει τη λογική των stage –χαμηλή αμοιβή για ανασφάλιστη εργασία– και δεν έχει κανένα σχέδιο για την αντιμετώπιση των διαφορετικών περιπτώσεων των εργαζομένων με τη μορφή των stage που μένουν άνεργοι. Και κάτι ακόμα: θα μας πει η κυβέρνηση πότε –και αν– θα μπορέσει να κάνει μία οριστική αξιολόγηση εργασιακών αναγκών του Δημοσίου; Πόσοι υπάλληλοι σε ποια υπηρεσία;

Η περίπτωση Κατσουράνη

Πιθανόν οι περισσότεροι να το έχουν ήδη ξεχάσει. Το καλοκαίρι, όταν ανακοινώθηκε η μεταγραφή Κατσουράνη στον ΠΑΟ, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που φώναζαν στα ραδιόφωνα και έγραφαν στις εφημερίδες –δημιουργώντας κλίμα– για το πόσο περιττή ήταν αυτή η μεταγραφή, μια μεταγραφή πολυτελείας για τους «πράσινους».

Παράλληλα, ακούγονταν και διάφορες άλλες ανοησίες για τη συγκεκριμένη μεταγραφή από ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα από ποδόσφαιρο ή που αυτό που αντιλαμβάνονται ως ποδόσφαιρο συνοψίζεται στη φράση «πρόεδρε, χώσ' τα και φέρε παικταράδες», όπου οι παικταράδες είναι μόνον ξένοι.

Οκτώ αγωνιστικές μετά την έναρξη του πρωταθλήματος έχει γίνει ήδη φανερό πόσο κρίσιμη θα είναι η συμβολή του Κατσουράνη στην προσπάθεια των «πρασίνων» να κατακτήσουν το πρωτάθλημα. Ενός προικισμένου ποδοσφαιριστή και καλού επαγγελματία, που κινείται με ευχέρεια μέσα στο πλαίσιο που βάζει ο προπονητής του, μια και τα αγωνιστικά προσόντα του τού προσφέρουν ΚΑΙ τη δυνατότητα να πάρει πρωτοβουλία και να προσπαθήσει να το υπερβεί, αν η εξέλιξη του αγώνα το απαιτήσει.

Και παρ' όλα αυτά λίγες μέρες πριν οι ίδιοι φωνακλάδες του καλοκαιριού τον έστησαν στον τοίχο για μια δήλωσή του που αφορούσε το αυτονόητο.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube