Πέρυσι η Λίβερπουλ όχι μόνο νίκησε δύο φορές τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αλλά στο παιχνίδι του «Ολντ Τράφορντ» τον Μάρτιο πέρασε σαν σίφουνας με 4-1 πάνω από την ομάδα που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μισούν στο Μερσεϊσάιντ. Με μικρή αλλά ειδοποιό διαφορά, όμως, πως τελικά ο τίτλος πήγε και πάλι στην ομάδα του Φέργκιουσον. Οταν ο Σκωτσέζος τεχνικός, τέτοιες μέρες το 1986, άφηνε τη σιγουριά του Αμπερντίν και πήγαινε στην «ηλεκτρική καρέκλα» του «Ολντ Τράφορντ», ήξερε πως μόνο αν γκρέμιζε τη Λίβερπουλ από τον θρόνο θα ήταν επιτυχημένος.
Το ταμπλό τότε έγραφε: Λίβερπουλ 16, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ 7 πρωταθλήματα. Είκοσι τρία χρόνια μετά, ο Φέργκιουσον, που βρέθηκε ένα ματς μακριά από την απόλυση το 1990, όταν η Λίβερπουλ έφτασε τα 18 πρωταθλήματα, κατάφερε μέσα σε δύο δεκαετίες να φέρει τα πάνω κάτω. Τώρα το ταμπλό γράφει 18-18 και μόνο τρελός θα πόνταρε υπέρ της Λίβερπουλ και όχι υπέρ της Γιουνάιτεντ για το ποιος θα προηγείται σε αυτή τη μονομαχία τον Μάιο. Αύριο στο γήπεδο, με τέσσερις σερί ήττες να βαραίνουν την καμπούρα της Λίβερπουλ, με τον Μπενίτεθ να συμπληρώνει 200 ματς στον πάγκο και με τον κόσμο να γκρινιάζει, οι αρθρογράφοι και οι στατιστικολόγοι έψαξαν πολύ όλη την εβδομάδα να βρουν πότε η γηπεδούχος μέτρησε πέντε σερί ήττες για τελευταία φορά. Ηταν πριν από 56 χρόνια.
Και επειδή η Γιουνάιτεντ, που έχει έξι πόντους πιο πολλούς από πέρυσι την ίδια περίοδο, στο «Ανφιλντ» τα πηγαίνει καλύτερα απ’ ό,τι εντός έδρας με τη Λίβερπουλ, μην ξαφνιαστείτε αν νικήσει ξανά. Συνήθως το κάνει με 1-0 και η Λίβερπουλ ξέρει πολύ καλά πως αν δεν παίξουν Τόρες και Τζέραρντ, αυτόματα γίνεται μια μέτρια ομάδα. Ο κόσμος δεν το ανέχεται αυτό εύκολα, αλλά η αλήθεια είναι πολύ πικρή. Και μάλιστα χωρίς δικαιολογίες για μπάτζετ και τέτοια, αφού τα τελευταία χρόνια ο Μπενίτεθ έχει ξοδέψει διπλάσια χρήματα από τη Γιουνάιτεντ, φέρνοντας συνολικά 67 παίκτες στο «Ανφιλντ», χωρίς να έχει καταφέρει να φτιάξει ένα ρόστερ ανταγωνιστικό για πρωταθλητισμό. Την πρώτη φορά που μπήκα στο γήπεδο για να δω την κόντρα των σημερινών αντιπάλων μόλις είχα τελειώσει το σχολείο.
Δεύτερη μέρα Χριστουγέννων στο «Ανφιλντ», την εποχή που τα ματς άρχιζαν όλα την ίδια ώρα, στις 3 τοπική Αγγλίας, και όταν ακόμα δεν υπήρχε ζωντανή μετάδοση στην τηλεόραση, κάτι που στην Αγγλία συνέβη το 1983! Το τελικό 2-0 για τη Λίβερπουλ είχε κερασάκι στην τούρτα ένα εκπληκτικό γκολ του κεντρικού αμυντικού Αλαν Χάνσεν, το οποίο απόλαυσαν, όμως, μόνο όσοι ήταν στο γήπεδο. Τότε η τηλεόραση διάλεγε τρία ματς και έστελνε τα συνεργεία και αυτό το παιχνίδι, παρ' ότι έπαιζαν ο πρώτος με τον τρίτο της βαθμολογίας, κατά έναν περίεργο τρόπο δεν ήταν στα πλάνα του BBC. Ο Χάνσεν σε μια βραδιά χαλάρωσης πριν από δύο χρόνια στην Αθήνα εντυπωσιάστηκε όταν του το περιέγραψα με λεπτομέρεια.
«Ησουν στο γήπεδο;», με ρώτησε και όταν του απάντησα καταφατικά, το πρόσωπό του έλαμψε. «Τώρα μπορώ να λέω πως υπάρχει και μάρτυρας για το γκολ αυτό, γιατί ο Λίνεκερ με κοροϊδεύει πως ήταν απλώς ένα σουτ». Η ζωή μού έδωσε την ευκαιρία να απολαύσω στη συνέχεια μερικά αξέχαστα ματς. Ημουν στο 3-3 του 1988, όταν η Γιουνάιτεντ με 10 παίκτες έφερε το ματς στα ίσα από 3-1, ήμουν στο 1-1 του «Ολντ Τράφορντ» το 1985, όταν η Λίβερπουλ μπλόκαρε τον Οκτώβριο τη Γιουνάιτεντ, που πήγαινε τρένο με 10 σερί νίκες, ήμουν στο 2-3 με το οποίο η ομάδα του Φέργκιουσον άλωσε το «Ανφιλντ» το 1999. Στο «Μιλένιουμ» του Κάρντιφ το 2003 είδα τη Λίβερπουλ να κερδίζει στον τελικό του Λιγκ Καπ με τη «φωτοβολίδα» του Τζέραρντ και το πλασέ του Οουεν, ήμουν στην επιστροφή του Καντονά στα γήπεδα στο 2-2 του Οκτωβρίου του 1995, αλλά έφαγα και μια «σούπα» στο 0-0 του Δεκεμβρίου του 1989, όταν δεν έγινε ούτε σουτ στην εστία και από τους δύο...
Ολα, όμως, είναι σαν σταγόνα στον ωκεανό μπροστά στη μαγική βραδιά του Γενάρη του 1994, όταν η Γιουνάιτεντ, που είχε γίνει καπνός στην Πρέμιερσιπ με έντεκα πόντους διαφορά από την Μπλάκμπερν, προηγήθηκε στο πρώτο εικοσάλεπτο 3-0 στο «Ανφιλντ». Η Λίβερπουλ του Σούνες, όγδοη στη βαθμολογία και με ηθικό υπό το μηδέν, έμοιαζε έτοιμη να διασυρθεί. Ο κόσμος, διαισθανόμενος πως η ομάδα δεν μπορούσε, έκανε αυτό που περνούσε από το χέρι του. Για την ακρίβεια, από τη φωνή του. Αρχισε να τραγουδά το «You'll never walk alone» με έναν τρόπο που μέχρι τότε δεν είχα ακούσει ποτέ. Η φωνή έβγαινε από την ψυχή, από τα βάθη της, με τέτοιον τόπο που έμοιαζε με κραυγή στην ελπίδα. Η μετριότατη Λίβερπουλ μείωσε με δύο γκολ του Κλαφ και στο τελευταίο δεκάλεπτο, με το γήπεδο να νιώθεις πως θα πέσει από τις φωνές, ήρθε η ισοφάριση από τον Ράντοκ με κεφαλιά.
Το 0-3 είχε γίνει 3-3. Μόνο και μόνο χάρη στην εξέδρα! Μέχρι την ανατροπή του τελικού στην Πόλη το 2005 θα ορκιζόμουν πως δεν έχω ξανακούσει τέτοιον παλμό, τέτοια ζωή, τέτοια δύναμη από τον κόσμο μιας ομάδας προς έντεκα παίκτες (στην πλειονότητά τους μετριότατους) που αντιμετώπιζαν έναν σαφέστατα ανώτερο και πιο τεχνικό αντίπαλο. Εκείνο το ματς περιελάμβανε όλα όσα σημαίνουν για τους οπαδούς της Λίβερπουλ τα ντέρμπι με τη Γιουνάιτεντ. Και το ίδιο συμβαίνει με την άλλη πλευρά. Ενα τέτοιο ματς δεν μετρά μόνο για τους βαθμούς. Είναι το παιχνίδι που κάθε παίκτης, προπονητής και, κυρίως, οπαδός σιχαίνεται να σκεφτεί πως μπορεί να το χάσει! Και αυτό διαφοροποιεί εντελώς κάθε συζήτηση για φόρμα, ποιότητα, απουσίες, βαθμολογικό ενδιαφέρον.