«Μα, καλά, παίρνεις για παράδειγμα τον Ευρω-κουρέλα τον Ολυμπιακό και τον συγκρίνεις με τον Panathinaikos;», θα αναρωτηθούν μερικοί «πράσινοι», οι οποίοι έγιναν κόκκινοι (επειδή τους ανέβηκε η πίεση) το βράδυ της Τρίτης γύρω στο 93' και μετάνιωσαν που δεν κάθισαν να δουν Λαζόπουλο.
Φυσικά και τον έχω ως παράδειγμα. Πέρα από οπαδικές παρωπίδες, συζητήσεις περί κωλοφαρδίας και ιστορικές αναδρομές στα επτά από τη Γιουβέντους, τη Μόλντε και τη Χέρενφεν, πρέπει επιτέλους να μάθουμε να συζητάμε και λίγο για μπάλα. Πέρα από ελληνικές μιζέριες, πέναλτι, φάουλ που έγιναν πλάγια και άλλα μικροαστικά.
Ο Ολυμπιακός νίκησε δίκαια και καμαρωτά, διότι είχε το βράδυ της Τρίτης όσα χρειάζεται να έχει μία ομάδα για να νικήσει έναν καλό αντίπαλο, τις απουσίες της, το βαρύ της πρόγραμμα, τα συνεχή παιχνίδια, τις περιορισμένες εναλλακτικές λύσεις: είχε σχέδιο, είχε τακτική, είχε επιμονή, είχε πίστη στη νίκη μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Είναι τυχαίο ότι έκανε 3-4 κλασικές ευκαιρίες στα τελευταία λεπτά; Καθόλου τυχαίο για μια ομάδα της οποίας η ψυχολογία έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν. Είναι τυχαίο ότι βρήκε δυνάμεις περισσότερες από μία πολύ αθλητική ομάδα, όπως η Σταντάρ, παρ' όλο που δύο βασικά του κλειδιά, όπως ο Γκαλέτι και ο Μαρέσκα, έρχονταν από τραυματισμούς και αγωνιστική απραξία;
Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Και φυσικά θα μπορούσε να έχει φάει γκολ πολύ πριν βάλει το νικητήριο, όπως θα μπορούσε να έχει βάλει κι ο Ολυμπιακός στο δοκάρι του Γκαλέτι. Αλλά η ιστορία δεν γράφεται με «αν», «εφόσον» και «αλλά». Γράφεται στο χορτάρι από παίκτες και προπονητές που θέλουν να κερδίσουν και τους αντιπάλους τους, που θέλουν να μη χάσουν.
Διότι ο Ολυμπιακός έδειξε πόσο θέλει τη νίκη, την κυνήγησε, την έψαξε, τη ζήτησε επίμονα κι απ' την άλλη η εντολή του προπονητή των Βέλγων ήταν «πίσω τώρα, να κρατήσουμε την ισοπαλία». Το μαρτύρησαν οι αλλαγές του και οι οδηγίες του. Το πλήρωσε ακριβά. Ας πρόσεχε.
Ο Παναθηναϊκός σήμερα πάει μόνο για τη νίκη, κόντρα στην –θεωρητικά– πιο αδύναμη ομάδα του ομίλου και το –θεωρητικά– πιο εύκολο παιχνίδι. Ακολουθεί το ταξίδι στην Πόλη και το εντός έδρας, αλλά άνευ κόσμου, παιχνίδι με τους Ρουμάνους. Σ' ένα ΟΑΚΑ, όμως, που ακόμα κι αν έχει όσο κόσμο είχε το Καραϊσκάκη το βράδυ της Τρίτης, 30τόσες χιλιάδες κόσμο δηλαδή, έδρα καυτή δεν θα είναι. Με έναν προπονητή που δεν θέλγει με το ποδόσφαιρο που παίζει και αίφνης δεν στηρίζεται, παρά τα μεγάλα λόγια του καλοκαιριού.
Με ένα ρόστερ που μοιάζει πλήρες και γεμάτο βάθος, αλλά στην πρώτη στραβή όλοι απαιτούν από εξής 11-12 να βγάζουν τα κάστανα από τη φωτιά. Με έναν κόσμο που δεν έχει και πολλές αντοχές, ούτε υπομονή. Που δύσκολα μένει ψύχραιμος όταν η ομάδα του μένει πίσω στο σκορ. Πώς γυρνάνε όλα αυτά τούμπα; Με μία καλή εμφάνιση –αλλά και στα δύο ημίχρονα, όχι μόνο στο δεύτερο.
Με ποδόσφαιρο που θα μαρτυρά καλή διάθεση και όχι «πάμε να βγάλουμε την υποχρέωση του κωλο-Γιουρόπα». Με ψυχή και τσαμπουκά –αγωνιστικό τσαμπουκά– μιας ομάδας που θέλει να υπερασπιστεί το καλό της ευρωπαϊκό όνομα, την ιστορία της, τη συνέχιση της διαδρομής στον θεσμό.
Ο κόσμος του Παναθηναϊκού θέλει να δει πρώτα την ψυχή να παίζει μπάλα στο χορτάρι και μετά τα πόδια. Οπως είδαν οι φίλοι του Ολυμπιακού το βράδυ της Τρίτης και καμάρωσαν την ομάδα τους. Μια «επαγγελματική νίκη», μια εμφάνιση όσο χρειάζεται για τους τρεις βαθμούς με 1-0 μπορεί να ικανοποιήσει τη διοίκηση, τον προπονητή και τους βαθμοθήρες, αλλά όχι τους οπαδούς. Για να τελειώσει και η –εν πολλοίς αδικαιολόγητη– γκρίνια για το ματς της Καβάλας. Και για να φτιάξει επίσης η διάθεση εν όψει ΠΑΟΚ, με τον οποίο περιέργως ουδείς ασχολείται.