ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΜΠΛΙΑΤΚΑΣ

«Oταν δεν σκέφτεσαι αυτόν που πληρώνει εισιτήριο και αδιαφορείς για τα παιδιά που την επομένη έχουν σχολείο και ξενυχτούν στο Ολυμπιακό Στάδιο για να δουν από κοντά την Εθνική, τότε νίκες σου σαν κι αυτή με το Λουξεμβούργο δεν είναι επαγγελματικές αλλά αντι-επαγγελματικές».

Σε λίγες γραμμές ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος συμπυκνώνει το πρόβλημα νοοτροπίας που ταλανίζει -μαζί με πλείστα όσα αγωνιστικά αλλά και προβλήματα τακτικής του Ρεχαγκελ- την Εθνική Ελλάδος.

Σκέφτομαι, όμως, πως όταν ολόκληρη Ρεάλ ζητεί τα ρέστα για τον τραυματισμό του Κριστιάνο Ρονάλντο σε ματς της εθνικής Πορτογαλίας, υπάρχει θέμα. Οταν στη Λίβερπουλ τραβάνε τα μαλλιά τους -δικαιολογημένα οι άνθρωποι -τη στιγμή που επέστρεψαν τραυματισμένοι ο Ελληνας Κυργιάκος, ο «δικός» τους Τζέραρντ και ο Ισπανός Τόρες σε ματς των εθνικών τους ομάδων, ε, τότε κάτι… διέφυγε της προσοχής των κορυφαίων παραγόντων του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.

Μήπως οι εξοντωτικοί ρυθμοί του ματς, τα συμφέροντα, τα ιλιγγιώδη ποσά που παίζονται μέσα σε ένα 90λεπτο και το άγριο ξύλο που πέφτει στο κορυφαίο επίπεδο, δηλαδή στα ματς των διοργανώσεων της ΟΥΕΦΑ, στα ματς των εθνικών ομάδων και στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, φέρνουν πολύ περισσότερους τραυματισμούς παικτών σε σχέση με το παρελθόν; Μήπως ο παίκτης όσο ποτέ στο παρελθόν σκέφτεται ότι η καριέρα του κρέμεται από μια… κλοτσιά; Μια κλωστή;

Οι φόβοι των ανθρώπων της Ρεάλ Μαδρίτης επιβεβαιώθηκαν. Ο χορταστικά πληρωμένος για να παίζει στο «Μπερναμπέου» Ρονάλντο υπέστη υποτροπή στον τραυματισμό του στον δεξιό αστράγαλο κατά τη διάρκεια του αγώνα Πορτογαλία - Ουγγαρία (3-0). Διάγνωση: εκτός δράσης τουλάχιστον για τρεις εβδομάδες.

Φανταστείτε το ύφος του παιδιού οπαδού της Ρεάλ την ώρα που έμαθε ότι θα δει το ματς της ομάδας του με τη Μίλαν για το Τσάμπιονς Λιγκ χωρίς να παίζει ο αγαπημένος του σταρ!

Θα δώσει αγώνα δρόμου, ωστόσο, για να προλάβει τα... δύσκολα στο πρώτο μεγάλο ντέρμπι της σεζόν εναντίον της Ατλέτικο Μαδρίτης στο «Βιθέντε Καλντερόν», που είναι προγραμματισμένο για τις 8 Νοεμβρίου.

Κάποτε στο ποδόσφαιρο τα πράγματα πήγαιναν πιο ήρεμα, μακρόσυρτα, σχεδόν νωχελικά σε σύγκριση με τον σημερινό ρυθμό.

Οι ποδοσφαιριστές που αντί να παίζουν μπάλα σημάδευαν τα πόδια ήταν λιγότεροι και γι' αυτό δακτυλοδεικτούμενοι στον ελληνικό μικρόκοσμο (ας μη λέμε ονόματα).

Δέσποζαν τότε στην τακτική των προπονητών τα «δεκάρια». Ο Νέτσερ, ο Δομάζος, ο Κούδας, ο Αμάνθιο, ο Σάντρο Ματσόλα. Ο Γκίντερ Νέτσερ, όπως τον θυμάμαι στην ασπρόμαυρη τηλεόραση λες και ήταν χθες, σήκωνε το χέρι με όλη του την άνεση, στέλνοντας μήνυμα προς τους συμπαίκτες του «ανοιχτείτε, περάστε μπροστά».

Πού τέτοια πράγματα σήμερα. Μέχρι να σκεφτεί ο δημιουργικός χαφ πού θα δώσει την μπάλα, έπεσαν πάνω του με ορμή δύο… «κόφτες» διψασμένοι για διάκριση, για καμιά καλή μεταγραφή, για να αρέσουν λ.χ. στον Τεν Κάτε ή στον Ζίκο. Αυτή είναι η ομορφιά και ο καταιγιστικός ρυθμός της σύγχρονης μπάλας, αλλά να που υπάρχουν και οι παρενέργειες…

Οι παλιότεροι θυμούνται ένα σπουδαίο ματς της Εθνικής στο Καραϊσκάκη τον Δεκέμβριο του 1971 με την εθνική Αγγλίας, για τα προκριματικά του Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης 1972.

Σαράντα χιλιάδες φίλαθλοι γέμισαν ασφυκτικά το «φαληρικό στάδιο», όπως το ανέφερε η δημοσιογραφία της εποχής, για να δουν τα αστέρια που πήραν το Παγκόσμιο Κύπελλο σχεδόν έξι χρόνια πριν. Και ήταν εκεί παρόντες και αντικείμενα γενικού θαυμασμού, πάντα αναντικατάστατοι, ο Γκόρντον Μπανκς, ο Αλαν Μπολ, ο Μπόμπι Μουρ, ο Τζεφ Χαρστ, ο Μάρτιν Πίτερς, ο Κόλιν Μπελ (χάσαμε 0-2 σ’ εκείνο το ματς, με γκολ του θρυλικού Χαρστ και του θηριώδους Τσίβερς).

Το άλλο πάλι; Εκείνο το φιλικό ματς με τη δευτεραθλήτρια κόσμου Ιταλία τον Μάρτιο του 1972. Η «σκουάντρα ατζούρα» με Τζοφ, Μπούρνιτς, Φακέτι, Ρίβα, Ματσόλα, Μπενέτι, Μπονισένια εναντίον της δικής μας Εθνικής με Μπίλι Μπίγκαμ στον πάγκο και Δομάζο, Συνετόπουλο, Αγγελή, Αντωνιάδη, Κούδα, Παπαϊωάννου, Πομώνη, Τόσκα κ.ά.

Σκορ 2-1 (Αντωνιάδης, Πομώνης και Μπονισένια οι σκόρερ).
Ο θρίαμβος, έστω και φιλικός, ενέπνευσε και την επιθεώρηση στα κυριακάτικα τηλεοπτικά προγράμματα «χωρίς σύννεφα» κείνης της εποχής:

«Δεν τους έφτασε λοιπόν η κανονιά του Αντώνη και τους σερβίραμε λοιπόν σπεσιαλιτέ α λα Πομώνη»

Ωραίο θέμα «η Εθνική τότε και τώρα». Τροφοδοτεί συζητήσεις. Καλύπτει και τα κενά που αφήνουν οι εμφανίσεις της ομάδας του Ρεχάγκελ, οι οποίες -όσο να 'ναι- συχνά μας βυθίζουν στα πιο βαθιά χασμουρητά.

Διότι και κάποια άλλα παιδάκια -και δικαίως τα μνημονεύει ο Χρήστος, διότι αυτοί είναι οι αυριανοί και καλύτεροι από μας φίλαθλοι της Εθνικής- ούτε το ξενύχτι σκέφτηκαν ούτε την καταρρακτώδη βροχή φοβήθηκαν στο χωρίς καθίσματα αφιλόξενο τσιμέντο του Καυτανζογλείου εκείνη την Τρίτη 10 Μαΐου 1977. Ελλάδα – Σοβιετική Ενωση 1-0. Τριάντα πέντε χιλιάδες θεατές. Μια Εθνική με πέντε Βορειοελλαδίτες στη σύνθεσή της (Φοιρός, Ιωσηφίδης, Τερζανίδης, Κούδας, Αγγελος Αναστασιάδης) και τους Μίμη Παπαϊωάννου, Γιώργο Δεληκάρη, Βασίλη Κωνσταντίνου, Γιάννη Κυράστα, Λάκη Νικολάου και Χρήστο Αρδίζογλου παίζει εναντίον των φημισμένων Κονκόφ, Μπούριακ, Ονισένκο, Κιπιάνιν, που είχαν ηγέτη τους τον νεαρό τότε Ολεγκ Μπλαχίν.

Ολα τα λεφτά ήταν η συστημένη σέντρα του μεγάλου Γιώργου Κούδα και η εκπληκτική κεφαλιά-ψαράκι του Μίμη Παπαϊωάννου. Ημασταν τυχεροί που καθόμασταν στο πέταλο που έχει πίσω του τις Σαράντα Εκκλησιές και είδαμε το γκολ… πανοραμικά.

(Ασχετο: πίσω μας είχαν μαζευτεί πέντε-έξι φοιτητές της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που είχαν διαφωνίες με την τότε ενιαία Σοβιετική Ενωση και καταφέρονταν συνεχεία κατά του Μπλαχίν αποκαλώντας τον… «σοσιαλφασίστα». Μεταπολιτευτικό σκηνικό…)

Η Εθνική τότε και τώρα. Τότε τραβούσε σαν μαγνήτης το ενδιαφέρον του φιλάθλου η συνύπαρξη στην ίδια ομάδα παικταράδων όπως ο Δομάζος, ο Σιδέρης, ο Μποτίνος, ο Χάιτας…

Πού θα δεις, κύριέ μου, ξανά τον Κούδα να τροφοδοτεί με τέτοια μαεστρία τον Μίμη Παπαϊωάννου;

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube