Τον τελευταίο χρόνο, σχεδόν, προσπαθώ να καταλάβω ποιες ειδήσεις από τον χώρο του ποδοσφαίρου έχουν μεγαλύτερο ειδικό βάρος. Αν δηλαδή το παιχνίδι το επηρεάζουν οι ειδήσεις που το περιεχόμενό τους έχει σχέση με τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά των ομάδων, τα οικονομικά ή το θεσμικό πλαίσιο του παιχνιδιού. Εκείνο που έχω παρατηρήσει είναι πως η συντριπτική πλειονότητα των ειδήσεων που αφορούν το θεσμικό πλαίσιο του ποδοσφαίρου είναι άμεσα συνδεδεμένες με το οικονομικό του περιβάλλον.

Ακόμη και ένα μέρος από τις ειδήσεις με τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά είναι οικονομικής φύσης. Σκεφθείτε τις μεταγραφές ποδοσφαιριστών και προπονητών ή ακόμη και τους σοβαρούς τραυματισμούς ποδοσφαιριστών, ιδίως των πολύ μεγάλων ονομάτων στις ισχυρές ομάδες. Αυτό το τελευταίο είναι που οδήγησε στην υιοθέτηση ειδικών νόμων για τις αποζημιώσεις ομάδων σε περίπτωση που κάποιος ποδοσφαιριστής τους τραυματιστεί σε παιχνίδι της εθνικής ομάδας με την οποία συμμετέχει.

Θυμίζω ότι η Νιούκαστλ είχε πάρει πάνω από 6 εκατομμύρια ευρώ για το χρονικό διάστημα που έμεινε εκτός αγωνιστικής δράσης ο Μάικλ Οουεν μετά τον τραυματισμό του στο Μουντιάλ της Γερμανίας. Το ποδόσφαιρο, τώρα πια, είναι κυρίως ζήτημα εσόδων – εξόδων και σωστής οικονομικής διαχείρισης. Οι ειδικοί στην οικονομία των σπορ εκτιμούν ότι από την εποχή που άρχισε να ισχύει ο νόμος Μποσμάν και μετά, το ποδόσφαιρο μπήκε σε μια φάση μεγάλης ανάπτυξης. Ομως, αυτό που οι περισσότεροι ονομάζουν ανάπτυξη είναι μάλλον το αντίθετο.

Το ποδόσφαιρο, χάρη στην ελεύθερη αγορά, μιμείται τις ανισότητες που παρουσιάζει η παγκόσμια οικονομία. Συγκέντρωση πλούτου και δύναμης στα χέρια λίγων ομάδων που φτάνουν στο τέλος να μονοπωλούν -σχεδόν- τις διακρίσεις και τα έσοδα. Η είσοδος του ποδοσφαίρου στην ελεύθερη αγορά μπορεί να φέρνει καλύτερα γήπεδα, χάμπουργκερ, κόκα κόλες και καταστήματα που εμπορεύονται δεκάδες διαφορετικά αντικείμενα με το σήμα της ομάδας, που έχει αποκτήσει πλέον τα εμπορικά χαρακτηριστικά του brand name, αλλά ελάχιστα βελτιώνει το ίδιο το παιχνίδι.

Οι τιμές των εισιτηρίων αυξάνονται, όπως και τα τηλεοπτικά δικαιώματα –που πριν από μία εξαετία είχαμε πιστέψει ότι έπιασαν οροφή- γιατί κάποιος πρέπει να πληρώσει το κόστος των επενδύσεων σε εγκαταστάσεις και ανθρώπους. Τα νούμερα αρχίζουν και πάλι να εκτοξεύονται, μόνο που τώρα είναι πολύ λιγότεροι σε σχέση με το παρελθόν αυτοί που μπορούν να κινηθούν ψηλά.

Εγραψα λίγο πιο πάνω ότι αυτό που χαρακτηρίζεται ανάπτυξη είναι στην ουσία συρρίκνωση. Μια συρρίκνωση που εντοπίζεται αρχικά στον αριθμό των οπαδών των μικρότερων ομάδων, που μειώνεται προς όφελος των μεγάλων ομάδων. Και όταν μειώνεται η οπαδική βάση μιας ομάδας μειώνονται όλα τα υπόλοιπα. Τα έσοδα, οι ελπίδες, οι φιλοδοξίες και περιορίζονται αισθητά οι δυνατότητές της να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό.

Αν αφήσει κατά μέρος κάποιος τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα όπου οι ομάδες -ακόμη και οι μεσαίες ή οι μικρές- έχουν ικανοποιητικά έσοδα –εφόσον έχουν υιοθετήσει την αρχή της συλλογικής διαπραγμάτευσης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων- αξίζει να αναρωτηθεί κάποιος για τις επιδιώξεις των μεσαίων ομάδων των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων. Των ομάδων που δεν μπορούν να κτυπήσουν τις ψηλές θέσεις που οδηγούν στο Τσάμπιονς Λιγκ ή και στο Γιουρόπα Λιγκ (το αναμορφωμένο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ) και οι οποίες παράλληλα κινούνται με σχετική ασφάλεια μακριά από την ζώνη του υποβιβασμού.

Τι περιμένουν; Τη νίκη στο πρωτάθλημα απέναντι σε μια μεγάλη ομάδα; Την ανάδειξη ενός ποδοσφαιριστή που θα μπορέσουν να μοσχοπουλήσουν; Μια «καλή πορεία» στο Κύπελλο; Τι; Ακόμη όμως κι αν καταφέρουν κάτι από όλα αυτά ή και όλα αυτά μαζί, μπορούν να ξεπεράσουν το μέγεθός τους, που καθορίζει και τη μοίρα τους;

Πολύ λογικά κάποιος θα μου πει, τι προτείνεις για να αλλάξει η κατάσταση; Θα έλεγα να ρίξουμε μια ματιά στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, όπου γνωρίζουν πολύ καλά τις υπερβολικές στρεβλώσεις που προκαλεί αυτό που ο Ανταμ Σμιθ ονόμαζε «το αόρατο χέρι της αγοράς» και το οποίο -όπως έδειξε και η διεθνής οικονομική κρίση- μπορεί να τα κάνει πολύ χειρότερα.

Οι Αμερικανοί ξέρουν καλύτερα

Οι Αμερικανοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν πρέπει με κάθε θυσία ο καπιταλισμός να διατηρήσει τη φαντασίωση «η ζωή μοιάζει με ένα παιχνίδι», ειδικά στον τομέα των σπορ, τότε αυτός ο τομέας πρέπει να διασφαλίζει ένα μίνιμουμ αρχών ισότητας στον ανταγωνισμό.

Μπορεί να είναι πολύ δύσκολο να καθιερωθούν «δίχτυα ασφαλείας» σε όλους τους τομείς της κοινωνίας -πόσω μάλλον που στη μεταπολεμική «κοινωνία των ευκαιριών» κρίνονται κοστοβόρα και αντιπαραγωγικά-, αλλά στον αθλητισμό είναι απαραίτητο να υπάρξουν.

Διαφορετικά τα πράγματα θα ξεφύγουν από κάθε έλεγχο και ο τομέας των σπορ θα μεταλλαχθεί σε ένα ακόμη πεδίο οικονομικής δραστηριότητας όπως τόσα άλλα. Η πρακτική της «ανακύκλωσης» των ταλαντούχων νεαρών ποδοσφαιριστών (που αντί να πηγαίνουν όλοι στις μεγάλες ομάδες «μοιράζονται» στις μικρές) και το σάλαρι καπ μπορεί να είναι κάποιες λύσεις, παρ' όλο που είναι σίγουρο ότι οι μεγάλες ομάδες δεν θα δείξουν καμία διάθεση να «μοιραστούν» με τους αδύνατους.

Ή μπορεί ένας καλός ποδοσφαιριστής να προτιμήσει να αγωνιστεί σε μια ομάδα του κέντρου παρά σε μια μικρότερη ομάδα της περιφέρειας.

Το πώς θα εντάξουμε τέτοιες προτάσεις σε ένα θεσμικό πλαίσιο για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και μακροπρόθεσμα, δεν το γνωρίζω. Αλλά είναι μια συζήτηση που έπρεπε ήδη να είχαμε ξεκινήσει. Τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και οι διοργανώσεις της ΟΥΕΦΑ σε επίπεδο συλλόγων κάθε χρόνο παρουσιάζουν την ίδια ομάδα πρωταγωνιστών.

Αν αυτή η εικόνα συνεχιστεί, όσο ωραία ή σύγχρονα κι αν είναι τα καινούργια γήπεδα, σταδιακά θα αδειάζουν αφού ο κόσμος θα αρχίσει να βαριέται, πόσω μάλλον που ο ανταγωνισμός της τηλεόρασης δύσκολα μπορεί να καταπολεμηθεί. Ισως είναι καιρός να δούμε το ποδόσφαιρο περισσότερο σοβαρά απ' όσο συνήθως και να μην το αφήσουμε να γίνει έπαθλο του τζόγου ή του κεφαλαίου που κυκλοφορεί στον χώρο και του οποίου η προέλευση -πολύ συχνά- είναι σκοτεινή.

Πιθανόν το ποδόσφαιρο να είναι ο ιδανικός χώρος όπου θα μπορούσαν να δοκιμαστούν αντιλήψεις που χαρακτηρίζονται «αριστερές» και οι οποίες μπορούν να διαταράξουν και να αμφισβητήσουν την κυριαρχία της νεο-συντηρητικής οικονομικής σκέψης.

Φωτιά στο λιμάνι

Με όλον αυτό τον χαμό που γίνεται στο λιμάνι τόσο καιρό, θα περίμενα τα ΜΜΕ να μας είχαν δώσει μια ακριβή εικόνα αυτών που συμβαίνουν στον ΟΛΠ και κυρίως το γιατί. Προσπαθώ να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει με τη συμφωνία με την COSCO που υπέγραψε η προηγούμενη κυβέρνηση, συνεπής στην πολιτική της επιλογή να ξεπουλάει δημόσια περιουσία.

Κάτι που έκανε και η κυβέρνηση Σημίτη άλλωστε. Ο γράφων, από θέση αρχής, είναι αντίθετος με το ξεπούλημα των κερδοφόρων τομέων του Δημοσίου. Σε ό,τι αφορά εκείνους που είναι ζημιογόνοι, πρέπει να εξετάζεται η δυνατότητά τους να γίνουν κερδοφόροι και, φυσικά, εκείνο που πρέπει να προέχει είναι η εξασφάλιση των θέσεων εργασίας. Ο δημόσιος τομέας σε άλλα σημεία είναι υπερτροφικός και δημιουργεί ελλείμματα και σε άλλα έχει ελλείψεις και υπολειτουργεί. Αρα, μπορεί να υπάρξει αναδιάταξη υπαλλήλων.

Σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση, το λιμάνι ήταν κερδοφόρο. Τα ερωτήματα είναι: Μπορεί να ακυρωθεί η σύμβαση, και με τι κόστος; Αν υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση, τι μορφή θα έχει και ποιανού τα συμφέροντα θα διασφαλίσει; Και τέλος, μια χώρα-ναυτική δύναμη όπως η Ελλάδα, γίνεται να μην έχει τον έλεγχο στα λιμάνια της;

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube