Σε περίπτωση που δεν το προσέξατε, το κράξιμο που έφαγε ο Ρεχάγκελ μετά το παιχνίδι με τους Λετονούς (ακόμα κι απ' αυτή την εφημερίδα) ήταν μεγαλύτερο απ' όσο έφαγε μετά τα δύο με τους Ελβετούς αλλά και αυτό με τους Μολδαβούς. Δηλαδή, ύστερα από μια νίκη με 5-2 ήταν περισσότερο «ένοχος», παρά έπειτα από δύο ήττες και μία ισοπαλία.
Κι αν το επιχείρημα είναι «έλα, μωρέ, ποια Λετονία;», το αντεπιχείρημα είναι «ποια Ελβετία, δηλαδή, και ποια Μολδαβία;» Εκτός αν ξαφνικά οι Ελβετοί, επειδή θα πάρουν την πρώτη θέση του ομίλου, έγιναν Ισπανία, Ολλανδία ή Ιταλία και ξέχασε κάποιος να μας το πει. Ή οι Μολδαβοί έγιναν καμιά αξιοσέβαστη ποδοσφαιρική οντότητα.
Δεν λέω ότι ο Ρεχάγκελ δεν έχει ευθύνες ή πρέπει να είναι στο απυρόβλητο, αλλά ας μη φτάνουμε στο άλλο άκρο της απόλυτης υπερβολής και άκρατης απαξίωσης. Και το γράφω εγώ, που τον έχω κριτικάρει σκληρά κι έχω κατηγορηθεί για «κωλοτουμπισμό», «ασθενή μνήμη», «εθνική μειοδοσία», «κακομοιριά και αχαριστία» όποτε τόλμησα να γράψω το όνομά του, χωρίς προηγουμένως να λιβανίσω το πληκτρολόγιο του υπολογιστή μου.
Που διαφωνώ με μπόλικες επιλογές του, εμμονές του, κλήσεις ή μη κλήσεις παικτών. Δικαίωμά μου να τα γράφω, δικαίωμά του να κάνει αυτά που έχει στο κεφάλι του και θεωρεί σωστά. Εκ του αποτελέσματος κρινόμαστε όλοι.
Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, ο Ρεχάγκελ δικαιώθηκε το Σάββατο. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε στ' αποδυτήρια στο ημίχρονο, ούτε όλα όσα ειπώθηκαν (διότι σπάνια γράφονται στις εφημερίδες όλα όσα λέγονται και γίνονται), σημασία έχει ότι το 1-2 έγινε 5-2. Κι όποιος πιστεύει ότι η είσοδος του Πατσατζόγλου και του Αμανατίδη ήταν το κομβικό σημείο που άλλαξε τον ρουν της ιστορίας, τότε του αρέσει να κρύβεται πίσω απ' το δάχτυλό του και να νομίζει ότι δεν τον βλέπει κανείς.
Αν κάποιος δεν είχε δει το παιχνίδι και διάβαζε την επόμενη μέρα το πόσο μεγάλη διαφορά έκαναν οι δύο αλλαγές, θα νόμιζε ότι ο «Πάτσα» έδωσε τουλάχιστον δύο ασίστ και είχε πέντε τάκλιν υψίστης σημασίας κι ο Αμανατίδης έβαλε την μπάλα στα δίχτυα δύο φορές –και λίγες λέμε. Δεν έγινε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Απλώς με την είσοδο του Πατσατζόγλου διορθώθηκε η ανορθογραφία του αρχικού σχήματος, διότι μπήκε ένας εν ενεργεία ποδοσφαιριστής στη θέση ενός που ήταν κάποτε ποδοσφαιριστής, ως τέτοιος θα λογίζεται μέχρι να βρει ομάδα, όχι ότι το παιδί έχει τελειώσει ποδοσφαιρικά. Και στη θέση του μέτριου σαββατιάτικου Σαλπιγγίδη μπήκε ένας μέτριος σαββατιάτικος Αμανατίδης. Τόσο απλά.
Οσο απλά είναι και τα υπόλοιπα συμπεράσματα: ότι το πέναλτι ήταν ένα υπέροχα ευνοϊκό σφύριγμα, χωρίς να είναι «εφεύρεση». Οτι ο Γκέκας είναι ο μοναδικός κλασικός φορ περιοχής που διαθέτει το ελληνικό ποδόσφαιρο. Οτι η απουσία του Χαριστέα βοήθησε παρά δυσκόλεψε την Εθνική.
Οτι ο Σαμαράς ξέρει πολλά κιλά μπάλα, αρκετά εκ των οποίων τα ξοδεύει αλόγιστα σε άσκοπες ποικιλίες κι επιδείξεις υψηλής τεχνικής. Οτι όσο δεξιοπόδαροι θα παίζουν σε ανάποδη θέση τόσο λάθη όπως αυτά του Τοροσίδη –που έδιωξε στη φάση του πρώτου λετονικού γκολ με το «καλό» του, το δεξί– θα είναι πιθανά. Οτι το δίδυμο Κυργιάκου - Αβραάμ έχει πολύ καλύτερη χημεία απ' αυτό των Μόρα και Παπασταθόπουλου.
Και υπάρχει ένα ακόμα συμπέρασμα: ως «φίλαθλος της Εθνικής» (είμαστε που είμαστε οπαδοί των ομάδων μας, ας είμαστε τουλάχιστον φίλαθλοι της Εθνικής) προτιμώ να βλέπω το «διπλό ημίχρονο - άσο τελικό» του Σαββάτου, παρά κάτι νυσταλέες, «επαγγελματικές» ή «τυπικές» νίκες της Εθνικής με κάτι 1-0 και 2-1 με τις οποίες μας έχει χορτάσει τα τελευταία χρόνια.
Να έχει λίγο σασπένς, ρε παιδί μου, να σε καθηλώνει στην τηλεόραση, να σε κάνει να πανηγυρίζεις τα γκολ της. Να βγαίνουν τσαμπουκαλεμένοι στο δεύτερο ημίχρονο οι παίκτες και να βάζουν 4 γκολ, ακόμα κι αν σέρνονταν στο πρώτο, ακόμα κι αν ο αντίπαλος είναι η μέτρια Λετονία. Να δείχνει αυτή η ομάδα ότι στις φλέβες των παικτών τρέχει αίμα που βράζει κι όχι δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Αυτό γούσταρα εγώ το Σάββατο. Και μου αρκεί.