Aκούω δεξιά κι αριστερά από διάφορους ότι καλύτερα θα ήταν να χάσουμε απ’ τους Λετονούς και να τελειώνει το πανηγύρι κάπου εδώ. Να φύγει ο Ρεχάγκελ, να αναλάβει ο Μπάγεβιτς, ο Νιόπλιας, ο τάδε, ο δείνα και να γκρεμίσει τα πάντα για να τα ξαναχτίσει απ’ τα θεμέλια. Ομολογώ ότι ίσως να το έχω πει κι εγώ, απογοητευμένος όλον αυτόν τον τελευταίο καιρό που βλέπω την Εθνική να αγκομαχά, να φυσάει και να ξεφυσάει, να λαχανιάζει ακόμα και στην κατηφόρα, να μη φτιάχνει φάσεις, να χάνει δυο φορές από κάποια Ελβετία, να ισοφαρίζεται από κάποια Μολδαβία, να έχει πετάξει στα σκουπίδια τον αέρα και το πρεστίζ της πρωταθλήτριας Ευρώπης 2004.

Το επιχείρημα είναι «να χάσουμε, ώστε να μην έχουμε ούτε την ταλαιπωρία των μπαράζ, ούτε -αν πάμε τελικά στη Νότια Αφρική- να εμφανίσουμε την ίδια θλιβερή εικόνα του Euro 2008». Εγώ θα συμπληρώσω κι αυτή του Μουντιάλ των ΗΠΑ το 1994. Αναρωτιέμαι, όμως, τι είναι αυτό που πραγματικά μας ταλανίζει και μας ρίχνει σε βαθιά μελαγχολία; Είναι το ποδόσφαιρο που βλέπουμε, αυτό που δεν βλέπεται, ή η βεβαιότητα ότι οι λαγοί που βγάζαμε απ’ το καπέλο ψόφησαν και δεν πρόκειται να διακριθούμε ακόμα κι αν πάμε στο Μουντιάλ; Διότι αν το θέαμα είναι το πρώτο και βασικό μέλημά μας, τότε τον Ιούλιο του 2004 θα έπρεπε να υποδεχτούμε τον Ρεχάγκελ και τους παίκτες για να τους γιουχάρουμε για το αντιποδόσφαιρο που μας έφερε στην πρώτη θέση της Ευρώπης κι όχι για να τους αποθεώσουμε.

Τότε όμως καμαρώναμε. Το ίδιο πάνω - κάτω ποδόσφαιρο επιχειρήσαμε να παίξουμε και το 2008. Τότε όμως μας είχανε πάρει χαμπάρι, η ρέντα μάς είχε εγκαταλείψει, ο νέος Ζαγοράκης δεν βρέθηκε ποτέ και γυρίσαμε πίσω με τρεις ήττες στις αποσκευές κι ένα γκολ όλο κι όλο στο ενεργητικό μας. Μήπως τελικά αυτό που μας ενοχλεί περισσότερο είναι ότι δεν είμαστε σε θέση να πάμε σε Euro ή σε Μουντιάλ για να το ξανασηκώσουμε ή να «καταπλήξουμε τον κόσμο» παίζοντας τουλάχιστον ημιτελικό; Μήπως καλομάθαμε σαν τη γριά στα σύκα; Μήπως έχουμε ξεχάσει αυτό που λέγαμε παλιότερα για τη χαρά της συμμετοχής, το πόσο αξίζει το ταξίδι κι όχι ο προορισμός, την ανάγκη που έχει το ελληνικό ποδόσφαιρο να καταξιωθεί κι ότι η καταξίωση έρχεται κυρίως με το να είσαι συνεπής στα μεγάλα ποδοσφαιρικά ραντεβού;

Αν όλοι μέτραγαν και αξιολογούσαν την επιτυχία της συμμετοχής τους σε μια τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου ανάλογα με τις πιθανότητες που έχουν να παίξουν τελικό ή ημιτελικό, θα έπρεπε οι διοργανώσεις αυτές να παίζονται μεταξύ «συγγενών και φίλων», να είναι ένα πρωταθληματάκι ανάμεσα στα φαβορί: Βραζιλία, Αργεντινή, Ισπανία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Ολλανδία, Πορτογαλία και τέλος. Και κάπως έτσι θα χάναμε παγκοσμίως τα κατορθώματα των Ελλήνων, των Δανών, των Τσέχων, των Κροατών, των Τούρκων, τις ανατροπές, τις εκπλήξεις, τους Δαβίδ να πετυχαίνουν τους Γολιάθ στο δόξα πατρί και να τους ρίχνουν κάτω. Αν για κάποιους το βασικό ζητούμενο ήταν, είναι και θα είναι το θέαμα, τότε πάω πάσο. Αν πανηγύρισαν την «κούπα» και όχι την εμφάνιση του 2004, αλλά περίμεναν μια βελτίωση, μια αναβάθμιση, μια καλύτερη διαχείριση της επιτυχίας, που όμως δεν ήρθε ποτέ, το σέβομαι απόλυτα.

Αλλά η Εθνική δεν είναι η «Εθνική του Ρεχάγκελ». Είναι η Εθνική ομάδα όλων μας. Δεν μου λέει τίποτα το να αποκλειστούμε, να φύγει ο Ρεχάγκελ και το καλοκαίρι να μην είμαστε εκεί και να είναι οι Ελβετοί κι οι Λετονοί. Ο Ρεχάγκελ όπου να 'ναι κλείνει τον κύκλο του στην Εθνική κι εγώ προτιμώ να το κάνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στα γήπεδα της Νότιας Αφρικής κι όχι στα βουβά και εν μέσω γκρίνιας μετά το παιχνίδι με το Λουξεμβούργο. Να βάλουμε στο βιογραφικό μας μια δεύτερη συμμετοχή σε Μουντιάλ, ό,τι κι αν κάνουμε ή δεν κάνουμε εκεί. Να αποστρατευτεί μια γενιά παικτών -εκτός του προπονητή- τιμητικά. «Να πάμε για να πάμε» δηλαδή; Ναι, ρε γαμώτο, από το να μην πάμε καθόλου, ας πάμε για να πάμε. Κι ό,τι βγει.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube