Δυόμισι χρόνια πριν δεν ήταν τα τραγικά γεγονότα του Λαυρίου; Θυμάται κανείς την αντίδραση της κυβέρνησης μόλις έγινε γνωστό ότι σε εκείνα τα επεισόδια είχαμε ένα νεκρό; Αμέσως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος –και ο υφυπουργός Αθλητισμού τότε– είχαν ανακοινώσει πως θα δημιουργηθεί μια διυπουργική επιτροπή που θα εποπτεύει την εφαρμογή του νόμου (πολιτική δράση για την επιβεβαίωση του αυτονόητου), την κατάργηση των συνδέσμων και από τη νέα περίοδο (δηλαδή τη χρονιά 2008-09 ), τη χρήση του ονομαστικού εισιτηρίου και των καμερών μέσα στα γήπεδα. Ηταν αρκετά αυτά τα μέτρα; Για αρχή, για μια ειλικρινή προσπάθεια αλλαγής του θεσμικού πλαισίου που θα βοηθούσε στην πάταξη της βίας, μια χαρά ήταν. Ακόμα και αυτά που είχαν εξαγγελθεί τότε εφαρμόστηκαν;

Οχι. Γιατί η εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου ή η τροποποίησή του, για να ισχύσει πρέπει να υπάρχει πολιτική βούληση. Πρέπει, δηλαδή, η πολιτεία και οι εμπλεκόμενοι –π.χ. παράγοντες και ομάδες– στην εφαρμογή των μέτρων να είναι έτοιμοι να συγκρουστούν με οποιονδήποτε θέλει να υπάρχει ένα «φλου» καθεστώς αντιμετώπισης της βίας. Η λύση στο πρόβλημα της καταπολέμησης της βίας είναι απλή. Οταν η πολιτεία και οι παράγοντες των συλλόγων επιθυμούν να εξορίσουν τα επεισόδια από τα γήπεδα, μπορούν να τα καταφέρουν. Ακόμα κι αν το δικό μας θεσμικό πλαίσιο παρουσιάζει κενά, μπορούμε πάντα να μελετήσουμε και να αντιγράψουμε μέτρα που εφαρμόστηκαν σε άλλες χώρες με παρόμοια ή μεγαλύτερα προβλήματα.

Συχνά στο παρελθόν άκουγα τη δικαιολογία ότι το θεσμικό πλαίσιο είναι επαρκές, αλλά δεν εφαρμόζεται. Υποτίθεται ότι αυτό το ρημάδι το θεσμικό πλαίσιο συμπληρώθηκε, εκσυγχρονίστηκε, τροποποιήθηκε και μπορεί να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα βίας στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Υπάρχει, βέβαια, και η πλευρά των παραγόντων. Που όταν βρίσκονται από τη μεριά της Ομοσπονδίας επιδιώκουν να «εμπορευθούν» την εξουσία που διαθέτουν με τους ισχυρούς του χώρου. Και οι ισχυροί του χώρου να κατευθύνουν τη λειτουργία των δικαιοδοτικών οργάνων προς όφελός τους. Αυτό η πολιτεία το γνωρίζει πολύ καλά, αλλά δεν είδα να αναλαμβάνει κάποιες πρωτοβουλίες για την εξάλειψη αυτού του προβλήματος. Ισως γιατί δεν την αφορά.

Το ποδόσφαιρο είναι αυτοδιοικούμενο. Ενα ακόμα μέρος του προβλήματος αφορά το ζήτημα της αναμόρφωσης των συνδέσμων, το οποίο θα μπορούσε να είχε προωθηθεί –από την πολιτεία– με μεγαλύτερη προσοχή, ταχύτητα και αυστηρότητα. Εδώ υπεισέρχεται και το ενδιαφέρον των διοικήσεων των συλλόγων, ιδιαίτερα των μεγάλων, που δεν θέλουν να διαταράξουν τις σχέσεις τους με τον σκληρό πυρήνα των «πελατών», που μπορούν να τους χρησιμοποιήσουν και με άλλους τρόπους. Σε περίπτωση που οι διοικήσεις των ομάδων υιοθετήσουν μια σκληρή γραμμή απέναντι στους συνδέσμους, θα διαταράξουν και τις σχέσεις τους με τον οπαδικό-αθλητικό Τύπο, χάνοντας έναν πολύ σημαντικό υποστηρικτή.

Οι διοικήσεις των συλλόγων, που στερούνται γενναιότητας και οράματος, έτσι αντιλαμβάνονται την πολιτική δημόσιων σχέσεων και επικοινωνίας, έτσι κάνουν. Γι' αυτό και βρίσκονται στη λίθινη εποχή όσον αφορά την οργάνωση του συγκεκριμένου τομέα. Τα τελευταία χρόνια όλοι γράφουμε τα ίδια και τα ίδια όταν γίνονται επεισόδια και αντίδραση δεν υπάρχει. Πολλοί είναι εκείνοι που αντιλαμβάνονται το παραγοντιλίκι στο ποδόσφαιρο ως ένα χώρο που μπορούν να ασκήσουν εξουσία και να αποκτήσουν ένα status.

Ασήμαντα ανθρωπάκια, μικροτυχοδιώκτες, αμόρφωτοι, ξεπερασμένοι, ασχολούμενοι με το ποδόσφαιρο νομίζουν ότι γίνονται κάτι. Εκείνο που τους ενδιαφέρει είναι η εικόνα τους στον καθρέφτη –στον δικό τους καθρέφτη– και όχι το ποδόσφαιρο. Η Σούπερ Λίγκα εδώ και δύο χρόνια όλο συζητεί για την αντιμετώπιση της βίας. Προφανώς γιατί η συζήτηση δεν έχει κόστος και δεν δεσμεύει. Μετά και τα προχθεσινά επεισόδια δεν περιμένω κάτι εντυπωσιακό. Δεν χρειάζεται άλλωστε. Πρέπει πρώτα να συζητήσουμε.

Μια πρόταση ξανά

Στο πρόβλημα των επεισοδίων ο φίλαθλος είναι ο πιο αδύναμος κρίκος όλης αυτής της ιστορίας. Ενας παθητικός δέκτης-καταναλωτής ενός προϊόντος, στην ποιότητα του οποίου δεν μπορεί να εκφράσει αντιρρήσεις. Αν δεν του αρέσει, ας μην το αγοράσει. Ο φίλαθλος δεν έχει φωνή, παρά μόνο για να φωνάξει «γκολ» ή «αχ» στη χαμένη ευκαιρία. Αντε, και να ρίξει κανένα μπινελίκι. Αν η πολιτεία ήθελε να επιδείξει το πραγματικό ενδιαφέρον της για τους φιλάθλους και το παιχνίδι, θα μπορούσε να προτείνει τη δημιουργία ενός θεσμού που θα έπαιζε τον ρόλο της «φωνής του φιλάθλου». Κατ' αναλογία με τον θεσμό του «Συνηγόρου του πολίτη» θα μπορούσε να συσταθεί ο θεσμός του «Συνηγόρου του φιλάθλου».

Εκεί θα μπορούσε ο φίλαθλος να προσφύγει για μια πληθώρα θεμάτων, από τις τιμές των εισιτηρίων, την απουσία γιατρών από τα γήπεδα, τις συνθήκες υγιεινής στα γήπεδα, ακόμα και για το ενδεχόμενο τα τηλεοπτικά δικαιώματα της ομάδος που κάποιος έχει επιλέξει να βλέπει να θεωρεί ότι πρέπει να αλλάξουν φορέα μετάδοσης. Επίσης, η ύπαρξη ενός τέτοιου θεσμού θα έδινε τη δυνατότητα να αποκτήσουν φωνή οι φίλαθλοι των ερασιτεχνικών σωματείων, οι οποίοι δεν βρίσκονται ποτέ στο προσκήνιο της δημοσιότητας. Ο «Συνήγορος του φιλάθλου» θα μπορούσε να δέχεται τα παράπονα ή τις καταγγελίες φιλάθλων από όλα τα αθλήματα και όχι μόνο από το ποδόσφαιρο. Θα είναι ένας θεσμός ανεξάρτητος, που δεν θα υπάγεται στη δικαιοδοσία ούτε της Σούπερ Λίγκας, ούτε της ΕΠΟ, ούτε του Υπουργείου Αθλητισμού.

Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο άνθρωπος που θα επιλέγεται για τη θέση του συνηγόρου καλό θα είναι να εκλέγεται από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής αντί να υποδεικνύεται από τον γ.γ. Αθλητισμού τώρα που καταργήθηκε –και καλώς– το Υφυπουργείο. Για να αποκτήσει μια ισχυρή νομιμοποίηση και το ανάλογο κύρος. Δεν θα έχει την εξουσία να επιβάλλει ποινές ή κυρώσεις και η ετήσια έκθεσή του θα απευθύνεται στη Βουλή. Η θητεία του καλό θα ήταν να είναι τετραετούς διάρκειας για να εγγυάται μία χωρίς διακοπές γνωστική και εποπτική αρμοδιότητα του χώρου. Ας εξεταστεί η βιωσιμότητα μιας τέτοιας πρότασης. Αντιγράφουμε όλες τις προτάσεις και τα μέτρα καταστολής που εφαρμόζονται στο εξωτερικό. Γιατί δεν αντιγράφουμε και κάτι τέτοιο;

Παρήγορη αύξηση;

Ολοι κάναμε τις πιο δυσάρεστες προβλέψεις για το πώς η παγκόσμια οικονομική κρίση θα επηρέαζε το ποδόσφαιρο. Το πιο ορατό –και εύκολο– συμπέρασμα ήταν ότι η μείωση του εισοδήματος θα επηρέαζε πάνω από όλα την κίνηση των εισιτηρίων. Σύμφωνα με μια πρώτη έρευνα που έκανε η Deloitte & Touch, αλλά μόνο μέσα στον Αύγουστο και επικεντρωμένη στο αγγλικό πρωτάθλημα, η κίνηση των εισιτηρίων παρουσίασε μια αύξηση που έφθασε το 5% κατά μέσο όρο και ο μέσος όρος εισιτηρίων στην Πρέμιερ Λιγκ φθάνει τα 37.400, ενώ η πληρότητα των γηπέδων το 91%.

Αναλογικά τη μεγαλύτερη αύξηση των εισιτηρίων παρουσιάζουν οι ομάδες που μετέχουν στο Τσάμπιονς Λιγκ, ενώ η Μάντσεστερ Σίτι και η Μπλάκμπερν είχαν τη μεγαλύτερη αύξηση στις πωλήσεις εισιτηρίων σε ποσοστό 10%. Στην ίδια έρευνα σημειώνεται ότι η Ρεάλ Μαδρίτης, παρ' όλο που ανέβασε τις τιμές των εισιτηρίων κατά 5%, είδε τις πωλήσεις να σημειώνουν αύξηση που ξεπερνά το 3,5%. Η έκθεση αναφέρει ότι τα συνολικά έσοδα των Μαδριλένων θα διαμορφωθούν στα 421,7 εκατομμύρια ευρώ.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube