Δεν έχει συμβεί μια και δυο φορές, αλλά μερικές χιλιάδες φορές, να δώσει μια ομάδα έναν σκασμό λεφτά για έναν παίκτη κι αυτός να φύγει νύχτα ή να περιφέρει το σαρκίο του στο γήπεδο σαν συνταξιούχος που πάει την πρώτη του μήνα στην Εθνική Τράπεζα για τη σύνταξη. Το ακόμα χειρότερο είναι να φεύγει, να πηγαίνει σαν «αποτυχημένος» και «καμένο χαρτί» στον επόμενο προορισμό του κι εκεί να ξανακάνει παπάδες.

Ο Κλαούντιο Πιζάρο είναι μια τέτοια περίπτωση: από την Μπάγερν έφυγε για την Τσέλσι, δεν έπιασε ποτέ στο Λονδίνο και τελικά βρήκε στη Βρέμη το «λιμανάκι» του. Μια από τα ίδια για τον Κρέσπο: στο Λονδίνο δεν την πάλεψε ποτέ, στην Ιταλία -με εξαίρεση την περσινή χρονιά στην Ιντερ- ήταν βασιλιάς. Ο Ρόμπι Κιν έκανε γρήγορα το δρομολόγιο Τότεναμ - Λίβερπουλ - Τότεναμ, με απόλυτη αποτυχία στον ενδιάμεσο σταθμό.

Ο Ντάρεν Μπεντ τα ίδια. Ο Μπερμπάτοφ απογοητεύει, αλλά παραμένει μέχρι νεωτέρας, όπως κι ο Ρομπίνιο κι ο Παβλουτσένκο. Ο παλιός «αγαπημένος» μας Ρικάρντο Ολιβέιρα στην Ισπανία έχει καταφέρει να ρίξει κατηγορία όποια ομάδα τον αποκτά (μόνο η Μίλαν τού γλίτωσε), ο Χοακίν απ’ τη στιγμή που πήγε στη Βαλένθια θυμίζει παλαίμαχο του Βραδυποριακού, ο δίμετρος Ζίγκιτς κάθε χρόνο κάνει «καινούργια αρχή» και τελικά μένει στα ίδια και τα ίδια. Θέλετε κι «Ελληνες»; Γεκινί, Φλάβιο Κονσεϊσάο, Μπίστσαν, Ζάχοβιτς και πάει λέγοντας.

Είναι πολλοί και διάφοροι, τέλος πάντων, για να μην σας κουράζω με ονόματα. Οπως είναι και πολλοί αυτοί που έγιναν ήρωες σχεδόν κατά λάθος, που πήγαν σε μια ομάδα για μια χούφτα δολάρια, αλλά κόλλησαν με το στυλ παιχνιδιού της και λατρεύτηκαν απ’ τον κόσμο της όσο λίγοι. Μόνο που αυτοί είναι λαχείο: παίρνεις έναν λαχνό, σου κληρώνει και γίνεσαι λεφτάς απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Και μην ακούτε το «1 στους 4 κερδίζει», είναι μύθος.

Μύθος -για τα ελληνικά δεδομένα- ήταν και είναι ο Σισέ. Και ως μύθος, πληρώθηκε ανάλογα, συνολικά πάνω από 17 εκατομμύρια αν εξαντλήσει το συμβόλαιό του. Ως κίνηση, ήταν πολύ ψαγμένη σε σχέση με τα υπόλοιπα ονόματα που έπαιζαν το καλοκαίρι: 28χρονος, δηλαδή μεστός ηλικιακά και ποδοσφαιρικά, με εμπειρίες από καλά ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και αξιόλογο striking rate. Στα χαρτιά και τη θεωρία καλύτερος από τον αλλοπρόσαλλο (ως ποδοσφαιριστή και ως χαρακτήρα) Μπομπό, από τον βλέπω-στο-youtube-και-μαθαίνω Μπάριος, τον παναγνώστου Αντούριθ, τον πανάκριβο Νιλμάρ, τον υπερήλικα Χούλιο Κρουζ, τον κακομαθημένο και ψηλομύτη Σαβιόλα.

Οταν τελικά ήρθε ο Σισέ και αυτός μας έταξε πολλά γκολ κι εμείς αρχίσαμε να κάνουμε λογαριασμούς. «Θα βάλω μπόλικα» είπε εκείνος, «15-20 για πλάκα» υπερθεματίσαμε εμείς. Με τη Σπάρτα δεν ήρθαν, ούτε έξω ούτε μέσα. Με την Ατλέτικο επίσης -αντιθέτως ήρθε αποβολή. Στη Σούπερ Λίγκα ξεκίνησε με γκολ στην πρεμιέρα και μετά σιωπή. Αρχισε ο πάγκος. Η αμφισβήτηση. Η μουρμούρα.

«Ωραίοι ως Ελληνες» όπως είμαστε, βάζελοι και μη, αρχίσαμε να λέμε πόσο καλύτερα θα ήταν να παίζει ο Πετρόπουλος, ο Μάντζιος, ο Ρουκάβινα. Να είχε έρθει οποιοσδήποτε άλλος. Και ξαφνικά, από σπόντα σχεδόν, ο Σισέ βρέθηκε στην 11άδα με τη Λάρισα, μέχρι τα μέσα του δεύτερου ημιχρόνου συνέχισε να αγχώνεται και να αγχώνει και ξαφνικά λύθηκε. Εβαλε δύο γκολ. Και η υπερβολή άλλαξε στρατόπεδο. Αλλά παρέμεινε υπερβολή.

«Και παλιά έβαλα το πρώτο μου γκολ την 6η αγωνιστική, αλλά τέλειωσα τη χρονιά με 25» είπε εκείνος. «Τι 25; 30 και λίγα λέμε» συμπληρώσαμε εμείς. Βάζω λοιπόν κι εγώ άλλα πέντε από πάρτη μου και τα κάνω 35, είμαστε εντάξει; Διότι πάντα το τσακίρ κέφι το διαδέχεται η μελαγχολία: αν στα δύο επόμενα παιχνίδια δεν πάει η μπάλα στο πλεχτό, θ’ αρχίσουν πάλι οι γκρίνιες. Αν το βάλουμε κάτω με αριθμούς, σε 6 ματς πρωταθλήματος έχει 3 γκολ.

Ενα γκολ ανά 2 παιχνίδια με άλλα λόγια, καθόλου άσχημα. Αλλά και μηδέν στρογγυλό στα ευρωπαϊκά που έπαιξε, καθόλου καλά. Μήπως να περιμένουμε καλύτερα λίγες εβδομάδες, να τον δούμε λιγάκι ακόμα, ειδικά τώρα που «ξεμπούκωσε», πριν ζητήσουμε είτε την απέλασή του είτε να του φτιάξουν άγαλμα στον Βοτανικό;

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube