Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που μπορεί να αποκτήσει ένας δημοσιογράφος και δη σπορτκάστερ, είναι να μεταδίδει αναμετρήσεις της Πρέμιερ Λιγκ. Για παράδειγμα, χθες ο Δημήτρης Τσακίρης, εκ των κορυφαίων στις περιγραφές αγώνων, μετέδωσε το υπέροχο Αρσεναλ – Μπλάκμπερν.

Ενας αγώνας που προσφέρθηκε ως απόλαυση, αγγίζοντας τα όρια της ποδοσφαιρικής ηδονής. Οποιος έπαψε να πηγαίνει στα ελληνικά γήπεδα ή φορά γυαλιά προκειμένου οι κόρες του να ανεχθούν το πενιχρό θέαμα, «καταβρόχθισε» έναν πραγματικό ποδοσφαιρικό αγώνα.

Οσο για τον δημοσιογράφο, είναι άδικο να τον απασχολεί ταυτόχρονα η ανάλυση της αγωνιστικής του ελληνικού πρωταθλήματος. Δεν υπάρχει λόγος, διότι θα νιώσει κακοποιημένος. Αλλωστε το χθεσινό 6-2 της Αρσεναλ με την Μπλάκμπερν περιείχε όλα τα γκολ μιας αγωνιστικής της Σούπερ Λίγκας.

Με δεδομένο, μάλιστα, ότι υπήρξαν δύο πέναλτι που δεν δόθηκαν στους γηπεδούχους, το μενού συμπεριέλαβε ακόμα και τις αμφισβητούμενες φάσεις. Τι περισσότερο να περιμένει κάποιος για να πειστεί ότι είναι προτιμότερο να γίνει μόνο Μάντσεστερ, μόνο Λίβερπουλ, μόνο Αρσεναλ ή ας προτιμήσει ισπανικό, ιταλικό, γερμανικό «προϊόν».

Η ανησυχία μου για το θέαμα, κοινή –βεβαίως– για τους περισσότερους πάνω στον ελληνικό ποδοσφαιρικό πλανήτη, δεν θα μπορούσε να υποχωρήσει με μια αναμέτρηση σε κάθε πέντε αγωνιστικές του πρωταθλήματος που χαρακτηρίζεται με τα ελληνικά δεδομένα ματσάρα. Ματσάρα, επειδή οι δύο ομάδες θα αναγκαστούν να ανοιχθούν και δεν θα βουλιάξουν στο κέντρο, όχι τίποτα σπουδαίο. Κάτι παραπάνω από μέτριο. Το λέμε καλό.

Η τακτική δε που διαπιστώνω ότι «φοριέται» πολύ φέτος και κατατάσσει τον Σάντος στους επιθετικογενείς προπονητές και έχει δίκιο που φωνάζει όταν τον κατηγορούν για αμυντικογενή νοοτροπία. Ομάδες της ουράς και λίγο πιο πάνω έχουν προκαθορίσει τη φετινή παρουσία με σχήματα μπετόν αρμέ με διπλή επένδυση. Ο φορ περιοχής θα ανταλλάξει χειραψία με τον αντίπαλο τερματοφύλακα πριν από τη σέντρα, αλλά θα ξεχάσει τη φυσιογνωμία του μέχρι τον αγώνα του δεύτερου γύρου, επειδή πολύ απλά δεν θα τον ξανασυναντήσει. Εκτός κι αν προκύψει αγώνας Κυπέλλου.

Και για όλα αυτά που δεν προσφέρονται από το ελληνικό πρωτάθλημα στους άμεσους χορηγούς του, τους φιλάθλους και τους οπαδούς, υπάρχει το ίδιο και ίσως πολύ μεγαλύτερο κόστος αγοράς εισιτηρίου. Ακόμα και τα χειρότερα ελληνικά γήπεδα πουλάνε ακριβότερα από το «Emirates» της Αρσεναλ τα φτωχά ποδοσφαιρικά προϊόντα.

Είναι στοιχεία που τα γνωρίζετε και που –σίγουρα– σας απασχολούν χρόνια τώρα. Εκείνο που φαίνεται ότι μας έχει πνίξει με το πέρασμα των ποδοσφαιρικών χρόνων είναι ότι οι παράγοντες θέλουν να μας πείσουν ότι αποκτώντας κοινοτικούς και ξένους με αμφίβολα βιογραφικά, θα διατηρήσουν και θα διατηρηθούν στο υποτιθέμενο υψηλό επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Τελικά αυτό που καταφέρνουν, πέραν της απαράδεκτης εικόνας ομάδων που στήνονται σαν πρόχειρη σκηνή σε κάμπινγκ της Χαλκιδικής για Σαββατοκύριακο, είναι να καλύπτουν και ό,τι ελκυστικό προσπαθεί να φτιάξει όποιος επιλέγει προσεκτικά, επενδύει κι αναμένει αποτελέσματα.

Τι κάνουν, λοιπόν, όταν αντιμετωπίζουν καλύτερες ομάδες; Κλειδαμπαρώνονται πίσω, κρεμιούνται από τα δοκάρια για να πάρουν τον βαθμό, καταστρέφοντας το ποδόσφαιρο.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube