Οταν ψωνίζεις από τη σκανδιναβική αγορά, αυτό που παίρνεις είναι καλής ποιότητας. Προσεγμένο και συνήθως με αναντιστοιχία ανάμεσα σε τιμή και ποιότητα. Δίνεις λίγα και εισπράττεις πολύ περισσότερα. Αυτό λέει η στατιστική των καλύτερων οικονομικών περιοδικών. Στο ποδόσφαιρο επίσης η προϊστορία βοηθά στο απόφθεγμα. Οποιοι μας ήρθαν από τον σκανδιναβικό Βορρά ήταν 100% επαγγελματίες. Πολλοί προσέφεραν περισσότερα από αυτά που το όνομά τους άφηνε ως υποσχέσεις, κάποιοι λιγότερα. Κανείς πάντως δεν μπορεί να κατηγορηθεί πως κορόιδεψε.
Κάποιοι «έδεσαν» αμέσως και ακόμη και σήμερα αναφέρονται με εγκωμιαστικά σχόλια στο όνομά τους οι οπαδοί. Ο Ολε Σκόμποε και ο Ουλφ Ερικσον αγαπήθηκαν παράφορα από τους οπαδούς του Αρη. Ο Τόμας Ζούντμπι και ο Σελάντερ στον Ηρακλή, ο Νίλσεν και ο Σάντμπεργκ στην ΑΕΚ, ο Αλστρομ, ο Αλμπερτσεν, ο Κρίστενσεν και φυσικά ο Ζέτερμπεργκ στον Ολυμπιακό, ο Χένρικσεν, ο Μικάελσεν, ο Κόλκα, ο Ντόκεν και ο Μίκλαντ στον Παναθηναϊκό άφησαν πίσω τους πολλούς φίλους. Αλλά και οι προπονητές πάντα δούλευαν με υπομονή και επιμονή.
Από τον Μπο Γιόχανσον, που πήγε τον Πανιώνιο στον τελικό του Κυπελλου το 1989, έως τον Σίμονσον που έβγαλε τον Ηρακλή στην Ευρώπη, η Ελλάδα πήρε πολλά από τους απογόνους των Βίκινγκς. Ακόμη και ο Μπένγκτσον, που ήρθε με το μεγαλύτερο όνομα ως νικητής του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ με την Γκέτεμποργκ, αλλά δεν έκανε στον Παναθηναϊκό και στον ΠΑΟΚ το μεγάλο άλμα, δεν μπορεί να κατηγορηθεί πως δεν δούλεψε. Απλά βρήκε και τις δύο ομάδες σε δύσκολη εποχή. Και ο Τροντ Σόλιντ πήρε τίτλους με τον Ολυμπιακό, αν και θα έπρεπε να αφήσει καλύτερη παρακαταθήκη –κυρίως από νέα παιδιά– φεύγοντας.
Μην ξεχνάμε και τον Μάρτιν Κουούζελα που επίσης άφησε θετικές εντυπώσεις φεύγοντας. Για τον καθέναν απ' όλους αυτούς που πέτυχαν μπορεί κάποιος να βρει και έναν Αντονσον ή Μπάκε ή Τσάνκο που ξεχάστηκαν γρήγορα, αλλά το συμπέρασμα παραμένει ένα: οι Σκανδιναβοί είναι εγγύηση και κυρίως οι Σουηδοί. Ο Μέλμπεργκ ήδη δίνει στην άμυνα του Ολυμπιακού την ποιότητα για την οποία αποκτήθηκε, ο Μαϊστόροβιτς απέδειξε με τον καιρό πως σωστά έγινε ντόρος όταν ήρθε πέρυσι στη χώρα μας. Και ο Μπιέρσμιρ (για τον οποίο στον αέρα του NovaΣΠΟΡ FM ο κορυφαίος αμυντικός που ανέδειξε ποτέ η Σουηδία, ο Γκλεν Χιζέν, μου έλεγε τον Ιούλιο πως είναι θησαυρός και πως θυμίζει σε πολλά πράγματα τον Ρενέ Χένρικσεν) με τις εμφανίσεις του κερδίζει την εμπιστοσύνη του προπονητή και του κόσμου.
Στα μάτια πολλών παικτών ή προπονητών από τη Γαλλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, τη Γερμανία, τη Βρετανία, η χώρα μας ποδοσφαιρικά μοιάζει με εξορία. Είναι η απόλυτα φυσιολογική διαδικασία. Για τους Σκανδιναβούς όμως όχι. Αγαπούν την Ελλάδα υποσυνείδητα, ίσως διότι σχεδόν όλοι τους την έχουν προτιμήσει κάποια στιγμή για διακοπές. Είναι άνθρωποι που γενικά είναι γυμνασμένοι από μικρά παιδιά στο πλαίσιο μιας γενικότερης φιλοσοφίας ζωής και όχι επειδή τους υποχρεώνει κανείς! Την Ελλάδα δεν τη βλέπουν σαν εφιάλτη, αλλά σαν ευκαιρία. Κάποιοι ήρθαν εδώ, έκαναν καλύτερο όνομα και το εξαργύρωσαν στη συνέχεια. Κάποιοι άλλοι δεν μπορούσαν πιθανόν να διακριθούν πουθενά αλλού, αλλά εδώ έδωσαν και τον εαυτό τους!
Φυσικά το σε ποια ομάδα θα έρθουν παίζει ρόλο, όπως και το αν θα έχουν την ευκαιρία να παίξουν στο Τσάμπιονς Λιγκ ή έστω στο Γιουρόπα Λιγκ, αλλά αυτό δεν είναι κακό. Δεν βλέπουν πάντως πρώτα τα μηδενικά στο συμβόλαιο και ρωτάνε πάντα πριν υπογράψουν για θέματα που πολλοί Λατινοαμερικανοί, για παράδειγμα, δεν ενδιαφέρονται να μάθουν. Βλέπουν το προπονητικό κέντρο, θέλουν ακριβή στοιχεία για την απόσταση από αυτό, ώστε να διαλέξουν το σπίτι τους, ρωτούν για τα σχολεία των παιδιών τους!
Και η τελευταία λεπτομέρεια είναι σημαντική, αλλά δεν κάνουν ατελείωτες διαπραγματεύσεις για τα πριμ. Η φιλοσοφία ζωής τους είναι και η μεγάλη διαφορά και γι' αυτό τελικά δεν αποτυγχάνουν. Σχεδόν πουθενά. Επίσης είναι έτσι η ιδιοσυγκρασία τους, που δεν μπορεί να κατηγορηθούν ποτέ για αδιαφορία. Δεν το επιτρέπουν πρώτα απ' όλους οι ίδιοι στον εαυτό τους! Και το να τους έχει συμπαίκτες ή προπονητές είναι ευλογία για όποιον επίσης αισθάνεται επαγγελματίας.
Η πρώτη ήττα του Ομπάμα
Για πρώτη φορά στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων η Λατινική Αμερική θα φιλοξενήσει τη διοργάνωσή τους. Το Ρίο ντε Τζανέιρο συνέχισε την παράδοση των χωρών που, αν και αουτσάιντερ, παίρνουν το χρίσμα. Το Σικάγο, αν και επιστράτευσε τον Ομπάμα, δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει τα προγνωστικά που το έφερναν ως φαβορί, πληρώνοντας την κόντρα της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής με την αμερικανική για τα έσοδα που λαμβάνει από τις διοργανώσεις.
Ταυτόχρονα ήταν και η πρώτη σημαντική ήττα του νέου Αμερικανού προέδρου, που μάλλον οι επικοινωνιολόγοι του δεν προέβλεπαν, δείγμα κλασικής αμερικανικής αλαζονείας! Οπως και το 2005, όταν το Λονδίνο πήρε μέσα από τα χέρια του Παρισιού τη διοργάνωση χάρη στον λόρδο Κόου αλλά και τον Ντέιβιντ Μπέκαμ που έκαναν τεράστια προσπάθεια επιρροής των «αθανάτων» της ΔΟΕ, έτσι και τώρα οι Βραζιλιάνοι κατόρθωσαν να φέρουν τα πάνω-κάτω, με τον Πελέ να συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας. Τώρα έχουν μπροστά τους έναν αγώνα δρόμου, για να μπορέσουν να κάνουν επιτυχημένους Αγώνες το 2016, αφού πρώτα θα δοκιμαστούν με το σαφώς πιο δύσκολο οργανωτικά Μουντιάλ το 2014.