Πολλά κοινά είχε το παιχνίδι στο Βουκουρέστι μ’ αυτό που έγινε στο ΟΑΚΑ πριν από λίγες μέρες κόντρα στην ΑΕΚ: ίδια ακριβώς 11άδα, ίδιο ακριβώς σύστημα, ένα πρώτο ημίχρονο πεταμένο στα σκουπίδια, χωρίς φάσεις, χωρίς δημιουργία, χωρίς λόγο ύπαρξης.
Αν, ας πούμε, συμφωνούσαν οι ομάδες να ξεκινήσουν κατευθείαν από το 46ο λεπτό, θα είχε αντίρρηση κανείς; Εγώ όχι, εσείς όχι, οι 22 παίκτες όχι, ίσως οι τύποι με τις βουβουζέλες made in Romania στην εξέδρα να διαφωνούσαν, αλλά κι αυτοί θα το έπαιρναν απόφαση κάποια στιγμή. Κι είχαμε ένα δεύτερο ημίχρονο ελαφρώς καλύτερο, στο οποίο έγιναν λίγες ευκαιρίες και μπήκε ένα γκολ από τον φιλοξενούμενο.
Πάλι καλά να λέμε που το ματς ήταν κεκλεισμένων των θυρών, διότι θα ζήταγαν οι θεατές τα λεφτά τους πίσω. Κι ευτυχώς που στο πρώτο ημίχρονο είχαμε κι έναν Καντέ να καμαρώνουμε και να μας δείχνει πώς παίζεται απλά και αποτελεσματικά η θέση του αριστερού μπακ (τυχερός είσαι, Εβρά παιδί μου, που πρόλαβε το Μάλι να τον «κατοχυρώσει»).
Αλλά το ζουμί ήταν στο δεύτερο ημίχρονο. Που μπήκε ο Νίνης, φρέσκος και λαχταριστός. Που πήγε ο Καραγκούνης αριστερά. Που κάτι άρχισε να τσουλάει επιτέλους.
Γκολ δεν ήρθε στο 48’ βέβαια, όπως με την ΑΕΚ, αλλά κάτι το σουτ του Σαλπιγγίδη, κάτι οι σέντρες του Νίνη, κάτι το «τσαφ» του Ζιλμπέρτο από τα 5 μέτρα, παράλληλα με ένα ακόμα καλό παιχνίδι των δύο στόπερ και την ετοιμότητα του Τζόρβα τη μοναδική φορά που χρειάστηκε να επέμβει, σου έδιναν την εντύπωση ότι κάτι καλό θα μπορούσε να γίνει.
Ακόμα κι αν ο Τεν Κάτε δεν τόλμησε, περνώντας τον Ρουκάβινα στη θέση του Σαλπιγγίδη κι όχι βάζοντάς τους δίπλα δίπλα. Χρειάστηκε να έρθει το 78ο λεπτό –για άλλους τελικά είναι καταραμένο και για άλλους ευλογημένο– για να βάλει το γκολ ο Καραγκούνης με ένα σουτ ξερό κι ασήκωτο, σε ένα παιχνίδι που φαινόταν εξαρχής να έχει πλαφόν το ένα γκολ.
Οποιος ξεπερνούσε το όριο του ενός γκολ λες και θα έχανε το ματς στα χαρτιά... Τυχαία, λέτε, πήγε μέχρι και το πέναλτι του Νικουλέσκου άουτ;
Θέλει και ρέντα όμως η μπάλα, η οποία ρέντα είναι δανεική. Δεν την είχες στο «Βιθέντε Καλντερόν», ας πούμε, όπου έφαγες αυτογκόλ στο 5’, την είχες στο Βουκουρέστι όπου γλίτωσες την ισοφάριση στο παρά πέντε. Αρκεί να μη γίνουν «μόδα» οι νίκες με 1-0, τα τρία αμυντικά χαφ, οι δυόμισι ευκαιρίες σε 90 λεπτά, που κοντεύουν να ξεχειλώσουν το σαγόνι μας απ’ τα χασμουρητά.
Αν στο Βουκουρέστι «έπρεπε» να παίξει έτσι η ομάδα, στην Τουρκία πώς θα «πρέπει» να παίξει; Με τέσσερα αμυντικά χαφ; Με πέντε; Τώρα που βρήκαμε πώς έρχονται οι νίκες, μήπως να ψάξουμε να βρούμε πώς έρχεται και το θέαμα, γιατί κάπου στον δρόμο μάς έπεσε;