Οποιος δεν τους τηρεί, όπως η Ρεάλ των galacticos, είναι καταδικασμένος να παρακολουθεί παρά να συμμετέχει στις εξελίξεις
Ιχαμε αφήσει χθες την κουβέντα στο Μουντιάλ του 1982, τότε που η Ιταλία του Μπέαρτζοτ πήρε τον τίτλο χρησιμοποιώντας τον Οριάλι και τον Μαρίνι ως αμυντικά χαφ. Αυτή η επιτυχία των «ατζούρι» στηρίχτηκε στην «αφύπνιση» του Πάολο Ρόσι έπειτα από δύο χρόνια απραξίας λόγω της τιμωρίας του για συμμετοχή στα παράνομα στοιχήματα και στην εκπληκτική εμφάνιση του Μπρούνο Κόντι σε ελεύθερο ρόλο. Ομως πολλοί προπονητές «είδαν» ως κλειδί τα αμυντικά χαφ που δεν έφτιαχναν παιχνίδι, αλλά μόνο το κατέστρεφαν. Εκεί οδηγήθηκε λάθος το ποδόσφαιρο και η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Την Ιδια Ωρα, στο ισπανικό Μουντιάλ υπήρχαν πολύ πιο ενδιαφέρουσες –αγωνιστικά- προτάσεις, όπως της Βραζιλίας του Τέλε Σαντάνα, η οποία αγωνιζόταν με τον Φαλκάο και τον Σερέζο, δύο σπουδαίους μπαλαδόρους με ικανότητα να κόβουν και να δημιουργούν. Εκείνη η Βραζιλία με τον Ζίκο και τον Σόκρατες πιο μπροστά, τον Εντερ αριστερά και τον Ζούνιορ πότε από τη μία πλευρά και πότε από την άλλη, αποτελεί μέχρι και σήμερα σημείο αναφοράς για ομάδα που έπαιζε εκπληκτικά, αλλά έμεινε χωρίς τίτλο! Ακόμη και η Αγγλία του Ρον Γκρίνγουντ με τον Μπράιαν Ρόμπσον και τον Ρέι Γουίλκινς ως αμυντικά χαφ είχε καταπληκτική παρουσία, αποκλειόμενη τελικά αήττητη!
Την κορυφαΙα ισορροπία στα χαφ, εκείνη την περίοδο, την είχε όμως η Γαλλία του Μισέλ Ινταλγκό. Με τον Τιγκανά και τον Ζενγκινί (που αντικατέστησε μετά την ήττα από την Αγγλία τον Λαριός) κάλυπτε τα νώτα του Πλατινί και του Ζιρές, δημιουργώντας κάτι απόλυτα καινούργιο. Η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος δύο χρόνια αργότερα στην έδρα τους έδωσε στους Γάλλους την ευκαιρία να αναδείξουν το νέο σύστημα του 4-5-1, το οποίο δεν μπορούσε πια να υπάρξει χωρίς δύο καλά αμυντικά χαφ που να ξέρουν μπάλα. Την ίδια εποχή, σε συλλογικό επίπεδο ξεχώριζαν οι αγγλικές ομάδες, οι οποίες είχαν ήδη καταλάβει τη διαφορά, όπως η Λίβερπουλ με τον Σάμι Λι και τον Γκρέιαμ Σούνες, ο οποίος μπορούσε να σε «δολοφονήσει» σε διεκδίκηση, αλλά ήταν και ο καλύτερος πασαδόρος στη Βρετανία. Επίσης πήρε Κύπελλο Πρωταθλητριών η Αστον Βίλα χάρη στην ενεργητικότητα και την ικανότητα να σκοράρουν των Μόρτιμερ και Κάουανς. Η πιο καλή εφαρμογή όμως γινόταν από την Εβερτον του Χάουαρντ Κένταλ, η οποία διέθετε τον γεννημένο ball winner Πίτερ Ριντ μαζί με τον Τρέβορ Στίβεν σε αυτό το ρόλο. Η τιμωρία των αγγλικών ομάδων, λόγω Χέιζελ, στέρησε στους «εβερτόνιανς» την κατάκτηση της κορυφής, η οποία έμοιαζε θέμα χρόνου.
Η ΡΟμα με Φαλκάο και Σερέζο έκανε την υπέρβαση φτάνοντας στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, η Γιουβέντους είχε «παντρέψει» τον Ταρντέλι με τον Μπονίνι κατακτώντας Κυπελλούχων και Πρωταθλητριών, η Ρεάλ Μαδρίτης «επέστρεψε» στον ποδοσφαιρικό χάρτη με δύο ΟΥΕΦΑ χάρη στην ποιότητα του Μίτσελ και του Γκορντίγιο. Μέχρι και η Μπενφίκα, η οποία είχε 15 χρόνια να φανεί στο προσκήνιο, με τεχνικό τον νεαρό Σβεν Γκόραν Ερικσον έπαιξε τελικό στο ΟΥΕΦΑ διαθέτοντας τον Σέου και τον Κάρλος Μανουέλ.
Οι πιο πολλοι όμως πήγαν στο λάθος σταυροδρόμι το 1982. Και η Ελλάδα ανάμεσά τους. Το να έχουμε δύο που να ξέρουν μπάλα και να τους χρησιμοποιούμε σε τέτοιο ρόλο έμοιαζε ανούσιο! Ο Ολυμπιακός το τόλμησε με Κουσουλάκη και Νικολούδη και δικαιώθηκε με πρωταθλήματα, ο Παναθηναϊκός είχε τον Λιβαθηνό και τον (εξαιρετικό με την μπάλα στα πόδια και με πολύ μυαλό) Κατσιάκο και πρόσθεσε και τον χαρισματικό αλλά και προβληματικό Αγγελο Αναστασιάδη. Οι υπόλοιποι; Δεν το τόλμησαν. Μόνο ο ΠΑΟΚ που έμεινε με τον Δαμανάκη και χρειάστηκε να περιμένει τον Σκαρτάδο για να δημιουργήσει τη βάση στα χαφ που του έδωσαν τον τίτλο το 1985. Η ΑΕΚ των χιλίων προβλημάτων, την εποχή Ζαφειρόπουλου, δεν είχε ποιότητα στη θέση αυτή και ήταν ένας από τους πολλούς λόγους που έμεινε χρόνια χωρίς πρωτάθλημα. Οι περισσότερες ελληνικές ομάδες προτίμησαν την εύκολη λύση. Δύο κόφτες που να χαλάνε το παιχνίδι, ή το πολύ ένας που να έχει πρωτοβουλίες. Φωτεινή εξαίρεση η Λάρισα που «χτίστηκε» το 1980 από τον Αντώνη Γεωργιάδη με μεράκι, έχοντας τον Πέρση Χάσεμπουρ και τον Βουτυρίτσα σε αυτό το ρόλο και με τον ερχομό του Γκμοχ χρησιμοποιούσε και τον Ανδρεούλη, φτάνοντας στην κατάκτηση των τίτλων.
Τη σημαΙα της άλλης πλευράς κράτησε ψηλά η Αργεντινή. Οχι τόσο το 1986, τότε που ο Μαραντόνα πήρε εντελώς μόνος του εκείνο το Μουντιάλ, όσο το 1990 που πήγε την ομάδα στον τελικό και γύρω του οι άλλοι υπήρχαν σαν νεροκουβαλητές! Και όμως, ο Μπουρουσάγκα και ο μουσάτος Μπατίστα ήταν καλά χαφ το 1986 και ο Βαλντάνο μπροστά εξαιρετικός, αν του έδινες χώρο. Οι πιο πολλοί προπονητές όμως το μόνο που «εισέπραξαν» από την ομάδα του Κάρλος Μπιλάρδο το 1990 στην Ιταλία ήταν η κυνικότητα. Το εναλλακτικό μοντέλο ήταν αυτό της Ολλανδίας. Της χώρας που, όπως και το 1971 με τον Αγιαξ, ήρθε να δώσει πάλι τη λύση! Πρώτα με την εθνική ομάδα στα γερμανικά γήπεδα το 1988, όταν κατέκτησε τον τίτλο πανάξια και μετά με τη Μίλαν του Αρίγκο Σάκι, η οποία βασίστηκε στο ολλανδικό μοντέλο! Ο Ράικαρντ με τον Κούμαν δεν ήταν απλά αμυντικοί αλλά και χαφ, ο Φάνενμπουργκ μοίραζε και έκοβε και ο Φαν Μπάστεν με τον Γκούλιτ πετούσαν. Η Μίλαν είχε τον Αντσελότι στα χαφ, έβαλε ο Σάκι δίπλα του τον Ράικαρντ και από εκεί άλλαξε το συλλογικό ποδόσφαιρο της δεκαετίας του '90. Εκείνη η Μίλαν που πήρε τα πάντα παραμένει μέχρι τις ημέρες μας η τελευταία ομάδα που κατέκτησε συνεχόμενα Πρωταθλητριών!
Και απο τοτε δεν υπάρχει πια δίλημμα. Οποιοι είχαν καλά αμυντικά χαφ πήγαν μακριά. Από τη Γιουβέντους του Λίπι έως τον Αγιαξ του Φαν Γκάαλ, από τη Βραζιλία του 1994 και του 2002 μέχρι τη Γαλλία του 1998 και του 2000, από τη Ρεάλ που μας παρουσίασε την κορυφαία εκδοχή του σύγχρονου αμυντικού χαφ, τον Ρεδόνδο, μέχρι τη Μάντσετσερ Γιουνάινεντ, η οποία είχε στο πρόσωπο του Ρόι Κιν την ηγετική φυσιογνωμία. Το ποδόσφαιρο δεν είναι πυρηνική φυσική. Εχει όμως τους δικούς του απαράβατους κανόνες. Και όποιος δεν τους τηρεί, όπως η Ρεάλ των galacticos, είναι καταδικασμένος να παρακολουθεί, παρά να συμμετέχει στις εξελίξεις.