Κάποτε θα γραφτεί μια «Βίβλος» των μεταγραφών που δεν έπιασαν, όχι γιατί οι ποδοσφαιριστές δεν είχαν τα αθλητικά προσόντα, αλλά γιατί δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στο περιβάλλον της καινούργιας χώρας στην οποία μετακόμισαν. Τώρα πια το σύγχρονο ποδόσφαιρο έχει εξελιχθεί σε μια βιομηχανία εκατομμυρίων. Οι ομάδες επενδύουν μεγάλα ποσά σε διάφορους τομείς, από τα γήπεδα μέχρι τους ποδοσφαιριστές, και είναι πολύ λογικό να πραγματοποιούν τις επενδύσεις προσδοκώντας κέρδη. Για μια επένδυση η οποία δεν αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα οι προβλέψεις, που συχνά βασίζονται σε συγκεκριμένα οικονομετρικά μοντέλα που περιορίζουν τους επενδυτικούς κινδύνους, μπορούν να θεωρηθούν σχετικά ασφαλείς. Τι γίνεται, όμως, με τις επενδύσεις που αφορούν τους ανθρώπους; Τους προπονητές ή τους ποδοσφαιριστές κατά κύριο λόγο;

Οταν μία ομάδα ξοδεύει εκατομμύρια αγοράζοντας έναν ξένο ποδοσφαιριστή, επί της ουσίας πραγματοποιεί μια επένδυση υψηλού ρίσκου, μια και δεν είναι βέβαιο ότι ο ποδοσφαιριστής θα μπορέσει να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον. Μπορώ να ανακαλέσω μια σειρά μεγάλων μεταγραφών που δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον. Ο Ρας, ας πούμε, όταν πήγε στη Γιούβε. Ο Μπέργκαμπ στην Ιντερ. Ο Μίντο στην Τότεναμ. Ο Βερόν στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Και υπάρχουν πολλές ακόμα τρανταχτές περιπτώσεις. Πιθανότατα για χώρες των οποίων οι ομάδες έχουν τη δυνατότητα να ξοδέψουν χρήματα μια μεταγραφή που δεν θα προσαρμοστεί ίσως να μην είναι μεγάλη ζημιά. Ομως οι ομάδες των χωρών που μπορούν να κάνουν μόνο μία μεγάλη μεταγραφή, που επενδύουν πολλά χρήματα σε έναν μόνο ποδοσφαιριστή, είναι σαφές ότι θα πρέπει αυτή την επιλογή τους να την εξετάζουν πολύ προσεκτικά. Πριν από δύο χρόνια –ή κάτι περισσότερο– πραγματοποιήθηκε μια έρευνα στην Αγγλία για το ζήτημα της προσαρμογής των ξένων ποδοσφαιριστών από μια ερευνητική ομάδα του Manchester Business School.

Τα βασικά πορίσματα αυτής της έρευνας τα είχε δημοσιοποιήσει η επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος της σχολής, η καθηγήτρια Ψυχολογίας Σούζαν Καρτράιτ. Οι αγγλικές ομάδες, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν καταγραφεί στις ετήσιες εκθέσεις της Deloitte & Touch, έχουν έναν από τους υψηλότερους δείκτες εισαγωγής ξένων ποδοσφαιριστών. Ενας δείκτης που απογειώθηκε μετά τον νόμο Μποσμάν. Αλλωστε, σύμφωνα με τα στοιχεία της περσινής αγωνιστικής περιόδου, οι Αγγλοι ποδοσφαιριστές που ξεκίνησαν στην αρχική ενδεκάδα των ομάδων τους στα παιχνίδια της Πρέμιερ Λιγκ δεν ξεπερνούσαν το 35%. Η Καρτράιτ επισήμανε ότι από την έρευνα προέκυψε πως οι αγγλικές ομάδες πολύ συχνά δεν είναι σε θέση να προστατέψουν την επένδυση που πραγματοποίησαν σε κάποιον ξένο ποδοσφαιριστή. «Οι ξένοι ποδοσφαιριστές είναι σαν ορισμένους τύπους φυτών που δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν σε όλα τα κλίματα», ανέφερε. Πόσω μάλλον αν πρόκειται για ένα κλίμα με τις ιδιαιτερότητες της Αγγλίας.

Ιδιαιτερότητες που ξεκινούν από την οδήγηση, για να φτάσουν στα ίδια τα χαρακτηριστικά του αγγλικού πρωταθλήματος. Το πιο σημαντικό στοιχείο της έρευνας αφορούσε την ικανότητα των ποδοσφαιριστών να προσαρμόζονται στα χαρακτηριστικά της διαφορετικής κουλτούρας και στο διαφορετικό εργασιακό περιβάλλον. Η Καρτράιτ υποστήριξε ότι τις καλύτερες δυνατότητες προσαρμογής έχουν οι ποδοσφαιριστές που έχουν «ιδιαίτερη καλλιέργεια», ανοικτό μυαλό και μπορούν να δεχθούν και διαφορετικά πολιτιστικά πρότυπα από αυτά με τα οποία μεγάλωσαν. Αν, λοιπόν, οι αγγλικές ομάδες –ή τουλάχιστον κάποιες από αυτές–, που έχουν τον υψηλότερο βαθμό εισαγωγής ξένων ποδοσφαιριστών, δεν μπορούν να βοηθήσουν τους ποδοσφαιριστές που αγοράζουν να προσαρμοστούν στην αγγλική πραγματικότητα, μπορεί να φανταστεί κανείς τι συμβαίνει με τις ομάδες άλλων χωρών.

Γλώσσα και κλίμα

Τρεις είναι οι σημαντικότεροι λόγοι που μπορούν να καθορίσουν τις δυνατότητες προσαρμογής μιας μεταγραφής στο νέο εργασιακό περιβάλλον ή όχι. Η γλώσσα επικοινωνίας και η θέληση, όπως και η δυνατότητα του ποδοσφαιριστή –κυρίως όταν προέρχεται από μια χώρα της οποίας η γλώσσα ομιλείται λιγότερο–, να μάθει τη γλώσσα της χώρας υποδοχής, το κλίμα (οι ακραίες μεταβολές στις κλιματολογικές συνθήκες συνήθως λειτουργούν αρνητικά, αν και η Μεσόγειος είναι η ιδανική ζώνη) και η επιθυμία του παίκτη να μεταγραφεί και να αγωνιστεί στο πρωτάθλημα της συγκεκριμένης χώρας. Από τα στοιχεία της έρευνας προέκυψε ότι πολύ καλύτερα προσαρμόζονται στο αγγλικό πρωτάθλημα οι ξένοι ποδοσφαιριστές που έχουν επιλέξει οι ίδιοι να αγωνιστούν σε αγγλικές ομάδες, παρά εκείνοι που μεταγράφηκαν ύστερα από συμβουλή του μάνατζέρ τους επειδή μια τέτοια μεταγραφή θα τους συνέφερε οικονομικά. Οι ίδιες οι ομάδες, όμως, όταν πρόκειται να αποκτήσουν έναν ξένο ποδοσφαιριστή εξετάζουν σχεδόν αποκλειστικά τις τεχνικές δυνατότητές του και όχι την ικανότητα προσαρμογής του.

Ο Ερικ Καντονά αναφέρεται ως μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ιδανικής προσαρμογής στο αγγλικό ποδόσφαιρο, σε αντίθεση με τους συμπατριώτες του Ανελκά και Νταβίντ Μπεγιόν. Στην έκθεση που είχε δημοσιοποιηθεί το 2007 είχε γίνει ιδιαίτερη αναφορά στην περίπτωση της Μπόλτον, περιλαμβάνοντας στις τάξεις της ποδοσφαιριστές από 16 διαφορετικές εθνικότητες, είχε δύο εξειδικευμένους υπαλλήλους που βοηθούσαν τους ξένους ποδοσφαιριστές να προσαρμοστούν. Τους συμβούλευαν για ζητήματα από το φαγητό και την επίλυση πρακτικών προβλημάτων της καθημερινότητάς τους μέχρι σοβαρότερα, όπως ιατρικής φύσης ή της υποδοχής συγγενών τους από τη χώρα καταγωγής τους. Υποθέτω ότι για τον τρόπο που αντιμετώπιζε το συγκεκριμένο ζήτημα η Μπόλτον πολλά θα είχε να πει ο Στέλιος Γιαννακόπουλος. Τέλος, στην έρευνα σημειώνεται ότι οι ποδοσφαιριστές μπορούν να προσαρμοστούν καλύτερα αν μαζί τους βρίσκεται η γυναίκα τους ή η φίλη τους. Φαντάζομαι ότι τέτοια ζητήματα στην Ελλάδα δεν μας έχουν απασχολήσει ακόμα στον βαθμό και την έκταση που επιβάλλει το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Για ποιο λόγο, άλλωστε;

Για τα εθνικά θέματα

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στην τηλεμαχία του με τον απερχόμενο πρωθυπουργό, όταν η συζήτηση πήγε στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, έδειχνε να παίζει στο γήπεδό του. Κι αυτό επειδή διετέλεσε για χρόνια υπουργός Εξωτερικών. Η μακρόχρονη θητεία, όμως, δεν είναι απαραίτητα και παραγωγική θητεία. Ο νεότεροι ίσως δεν θυμούνται τη στάση που κράτησε, σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, στο ζήτημα της ΝΑΤΟϊκής επέμβασης στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

Και μου έκανε ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση ότι οι αναφορές του κατά τη διάρκεια της τηλεμαχίας στην ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. δεν συνοδεύθηκαν από μια υπόμνηση στη συμβολή του πρόωρα και άδικα χαμένου Γ. Κρανιδιώτη. Η δική μου αίσθηση –και μένει να αποδειχθεί αν κάνω λάθος– είναι ότι στα εθνικά θέματα η εξωτερική πολιτική θα κάνει μια στροφή προς τη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Ηδη ο κ. Παπανδρέου σε τρία μεγάλα ζητήματα –όπως οι εξοπλισμοί, ο αγωγός Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη και οι αμυντικές δαπάνες του προϋπολογισμού– δεν πήρε σαφή θέση και αυτό είναι μια σοβαρή ένδειξη για την πιθανή αλλαγή της στάσης του.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube