Δεν είναι μυστικό ότι η αναμόρφωση του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ –που φόρεσε το επικοινωνιακό περιτύλιγμα της δικαιότερης κατανομής χρημάτων– έγινε για να φέρει στο κέντρο της σκηνής του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου περισσότερες ομάδες από την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία. Σε αυτές τις χώρες στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό ο Πλατινί για να εξασφαλίσει την εκλογή του στην κορυφή της ΟΥΕΦΑ κι έπρεπε με κάποιον τρόπο να ανταποδώσει.
Πέραν αυτού, θα έπρεπε και οι ομάδες των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης να υιοθετήσουν το μοντέλο της ποδοσφαιρικής ανάπτυξης της Δυτικής Ευρώπης, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια άλλη «ενιαία αγορά», με ασαφή –πάντως– χαρακτηριστικά και φυσικά με προφανείς ανισότητες, οι οποίες θα γίνουν πολύ πιο χτυπητές στη Ρωσία. Οταν ο Αμπράμοβιτς εισήλθε με τον εντυπωσιακό τρόπο που το έκανε στην αγγλική και κατ' επέκταση στην ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική πραγματικότητα, πολλοί περίμεναν μια εισβολή Ρώσων εκατομμυριούχων στην Ευρώπη ή τουλάχιστον μια αναγέννηση του ρωσικού ποδοσφαίρου βασισμένη στα εκατομμύρια των ολιγαρχών.
Αλλωστε, τα θεσμικά κενά στο ευρωπαϊκό και ιδιαίτερα στο ρωσικό ποδόσφαιρο δεν τους στερούσαν τη δυνατότητα να «ξεπλύνουν» κάποια από τα κεφάλαιά τους επενδύοντας στο ποδόσφαιρο. Το ρωσικό ποδόσφαιρο βέβαια μετά τη διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ενωσης είχε βυθιστεί σε ένα «βαρύ χειμώνα», ο οποίος είχε αντίκτυπο και στην εθνική ομάδα της Ρωσίας, που δεν μπορούσε να συγκεντρώνει τους καλύτερους από κάθε σοβιετική δημοκρατία. Επρεπε να περιοριστεί μόνο σε Ρώσους ποδοσφαιριστές, οι καλύτεροι από τους οποίους είχαν φύγει στο εξωτερικό και δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να επιστρέψουν.
Οι ρωσικές ομάδες ήταν καταχρεωμένες και στα πρόθυρα της διάλυσης, ενώ αγωνίζονταν σε ένα απαξιωμένο πρωτάθλημα, στο οποίο έκαναν κουμάντο διάφοροι μαφιόζοι. Μετά το 2000, σταδιακά άρχισαν πολλά πράγματα να αλλάζουν. Διάφοροι Ρώσοι νεόπλουτοι άρχισαν να αγοράζουν ομάδες, να ξοδεύουν χρήματα και να κάνουν μερικές εντυπωσιακές μεταγραφές. Μάλιστα, όταν το 2005 η ΤΣΣΚΑ Μόσχας κατάφερε να γίνει η πρώτη ρωσική ομάδα που κατέκτησε μια ευρωπαϊκή διοργάνωση, επικρατώντας μέσα στη Λισσαβώνα επί της Σπόρτινγκ για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, η μοσχοβίτικη εφημερίδα «Sport Express» έγραψε ότι η ιστορία του ρωσικού ποδοσφαίρου θα χωρίζεται σε δύο περιόδους: πριν και μετά τη Λισσαβώνα.
Η ρωσική ομοσπονδία ποδοσφαίρου άρχισε να ισχυροποιείται, στον πάγκο της εθνικής ομάδας της χώρας –χάρη στις γνωριμίες και στα εκατομμύρια του Αμπράμοβιτς– κάθισε ο Γκους Χίντινκ, η Ρωσία έπειτα από χρόνια δήλωσε παρούσα στο περσινό Euro, σε ολόκληρη τη Ρωσία τα γήπεδα ανακατασκευάζονται, τα τελευταία 5 χρόνια έχουν ιδρυθεί πάνω από 120 ακαδημίες ποδοσφαίρου υπό την επίβλεψη της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, στην οποία από την περίοδο 2007-08 οι ομάδες άρχισαν να πληρώνουν από 30.000 δολάρια για κάθε ξένο ποδοσφαιριστή που έχουν στο ρόστερ τους.
Μέτρο που θα «γέμιζε» τα ταμεία της ομοσπονδίας, αλλά θα έδινε χώρο και χρόνο συμμετοχής σε Ρώσους ποδοσφαιριστές. Οπως θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος, η ποδοσφαιρική απουσία δεν είναι μόνο των Ρώσων, αλλά συνολικά του ποδοσφαίρου της Ανατολικής Ευρώπης και γι' αυτό το περιβάλλον θα έπρεπε να αλλάξει. Για παράδειγμα, την περίοδο 2007-08 στο γκρουπ των ομίλων του Τσάμπιονς Λιγκ βρέθηκαν 6 ομάδες από την Ανατολική Ευρώπη, οι δύο από τις οποίες προέρχονταν από τη Ρωσία και έκαναν μόλις 4 νίκες στα 28 συνολικά παιχνίδια μακριά από το γήπεδό τους.
Μετά την ΤΣΣΚΑ στη Λισσαβώνα ήρθε η επιτυχία της Σαχτάρ στο ΟΥΕΦΑ, αλλά φαντάζομαι ότι θα αργήσει η στιγμή που κάποια ομάδα της Ανατολικής Ευρώπης ή της Ρωσίας θα διεκδικήσει μια μεγαλύτερη διάκριση. Βέβαια, θα πρέπει να βρουν τρόπο να ξεπεράσουν, αν μπορέσουν, τις καιρικές συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγεται το πρωτάθλημά τους, ιδιομορφία που τους αναγκάζει να ξοδεύουν και πολλά χρήματα για να πείσουν αξιόλογους ποδοσφαιριστές να μετακομίσουν τόσο μακριά. Αλλά μέχρι να έρθει η στιγμή που κάποια ομάδα από την Ανατολική Ευρώπη ή τη Ρωσία θα μπει γερά στους «16» του Τσάμπιονς Λιγκ, μάλλον θα περάσει καιρός.
Τι μου προσέφερε το debate
Tίποτα το ουσιαστικό, παρά το γεγονός ότι τόσο πολλές εκπομπές που έγιναν μετά σε όλα τα κανάλια και είχαν αντικείμενο το debate θα σε έκαναν να πιστέψεις ότι υπήρχαν πάρα πολλά πράγματα που χρειάζονταν ανάλυση. Τίποτα δεν υπήρχε για ανάλυση, αλλά έμοιαζε σαν κάποιοι να ήθελαν να μας υποδείξουν τα συμπεράσματα που έπρεπε να βγάλουμε. Διότι το συμπέρασμα ότι η εικόνα της τηλεμαχίας (που δεν ήταν) που έγινε τη Δευτέρα το βράδυ ήταν καλύτερη από εκείνη που έγινε την τελευταία φορά δεν χρειάζεται τηλεοπτική ανάλυση διάρκειας 2 ωρών.
Επίσης δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη ευφυΐα για να κατανοήσει κάποιος ότι οι όροι διεξαγωγής της τηλεμαχίας, οι οποίοι τέθηκαν από τους πολιτικούς –κυρίως των δύο μεγάλων κομμάτων–, διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο που εξυπηρετούσε μόνο τους ίδιους. Εξυπηρετούσε την επικοινωνιακή στρατηγική τους κι όχι την ανάγκη της ενημέρωσης. Θα πρέπει να πω ότι επειδή το όλο στήσιμο γίνεται για να εξυπηρετήσει τα δύο μεγάλα κόμματα και τις ανάγκες της τηλεόρασης, ο περιορισμός στον χρόνο των απαντήσεων δεν επιτρέπει την παρουσίαση μιας ολοκληρωμένης εικόνας.
Αν οι απαντήσεις στα καίρια και πολύπλοκα ζητήματα της διακυβέρνησης ενός κράτους μπορούσαν να δοθούν μέσα σε ενάμισι λεπτό, τότε θα μπορούσε να τις δώσει μια χαρά κι ένας επιμελής δευτεροετής φοιτητής Πολιτικών Επιστημών. Αν κάποιος έμπαινε στον κόπο να αναρωτηθεί –πριν από την τηλεοπτική μετάδοση– για τον λόγο που χρειάζονταν τόσοι πολλοί δημοσιογράφοι για να πραγματοποιηθεί η τηλεμαχία, θα καταλάβαινε ότι εκείνο που προείχε ήταν να εξασφαλισθεί η αντιπροσώπευση των καναλιών κι όχι των κομμάτων.
Επιλογή φυσιολογική αν επρόκειτο να ψηφίσουμε κανάλια για τη διακυβέρνηση της χώρας (ή μήπως ήδη ψηφίζουμε;). Υπήρχε, όμως, κι ένα αναμφισβήτητα θετικό στοιχείο, που προέκυψε από την τηλεμαχία της προχθεσινής νύχτας. Η ανάγκη αναμόρφωσης του κανονισμού της Βουλής, που θα δίνει ίσο χρόνο στα κόμματα για να παρουσιάσουν τις απόψεις τους, πράγμα που έκανε σε μορφή «συμπιεσμένης δημοκρατίας των 90 δευτερολέπτων» η τηλεόραση. Αλλά σκέφτομαι ότι αν η Βουλή –δηλαδή τα δύο μεγάλα κόμματα– είχε την ωριμότητα να κάνει κάτι τέτοιο, δεν θα χρειαζόταν να υποβάλλει τα σέβη της στην τηλεόραση.
Ενα μεγάλο δώρο
Οταν σου κάνουν ένα δώρο στον τομέα του μάρκετινγκ, και μάλιστα σε τέτοιες εποχές οικονομικής κρίσης, κι εσύ –που έχεις ανάγκη να διαφημίσεις και να πουλήσεις ένα προϊόν αδιάφορο έως κακό– δεν εκμεταλλεύεσαι ένα τέτοιο δώρο, τότε μάλλον είσαι ανόητος.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο ποιοτικά είναι κακό. Οπως και το επίπεδο του ελληνικού πρωταθλήματος, γεγονός που –σε μεγάλο βαθμό– εξηγεί γιατί δεν είναι ελκυστικός προορισμός για ξένους ποδοσφαιριστές. Παράλληλα, το ελληνικό ποδόσφαιρο της Σου-Λι (Σούπερ Λίγκας) είναι προϊόν που απευθύνεται σε μια πολύ περιορισμένη αγορά, έτσι και τα όποια οφέλη από την εμπορική εκμετάλλευσή του είναι πολύ μικρά.
Ερχεται, λοιπόν, το CNN και αξιολογεί το ντέρμπι ανάμεσα στον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟ ως το 6ο πιο φημισμένο ντέρμπι στον κόσμο. Αυτό το «δώρο», άραγε, το ελληνικό ποδόσφαιρο –και οι δύο ομάδες που τις αφορά– έχει τις δυνατότητες και τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να το αξιοποιήσουν ή μήπως θα το αφήσει να γίνει παιχνιδάκι στα χέρια της αντιπαλότητας των οπαδών στα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες τους;