ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΜΠΛΙΑΤΚΑΣ
Την ιστορία που θα παραθέσω πιο κάτω μου τη διηγήθηκε ο Αλκέτας Παναγούλιας. Είναι αληθινή. Είναι ένα σχεδόν «κινηματογραφικό» σενάριο, που αρκεί για να τονίσει το πόσο άλλαξε όχι μόνο το ποδόσφαιρο, αλλά και η νοοτροπία ενός νέου, όπως και ο τρόπος αντιμετώπισης της ίδιας της ζωής απ' αυτόν. Παλιότερα η περιπέτεια και το ρίσκο, ο ρομαντισμός και η αφέλεια, δεν ήταν γραφικές και ξεπερασμένες έννοιες, αλλά στοιχεία μιας διαδεδομένης στάσης ζωής. Σήμερα αυτό που ενδιαφέρει είναι η «σιγουράντζα». Υποψήφιος βουλευτής μού είπε πως ακόμα και επιτυχημένοι επιχειρηματίες πασχίζουν να διορίσουν τα παιδιά τους στο… Δημόσιο! «"Είναι γύρω στα 1964, στη Νέα Υόρκη", θυμάται ο Αλκέτας: "Κάθομαι μια μέρα με παγωνιά, με χιόνι και περιμένω να ανάψει το πράσινο για να περάσω απέναντι.
Και έτσι που γυρίζω βλέπω μια ωραιότατη κυρία μ’ ένα γούνινο παλτό και με ένα καπέλο μεγάλο. Την κοιτάζω και την ξανακοιτάζω, λέω δεν είναι δυνατόν. Αυτό το βλέμμα, αυτή η αγέρωχη κίνηση… Σκέφτομαι: αυτή είναι! Λοιπόν, μισή ντροπή δική μου και μισή δική της. Την πλησιάζω. - Εξκιούζ μι, μαντάμ. - Λέει αυτή: Γεεες; - Είστε η κυρία Ρίτα Χέιγουορθ; - Γες! - Είμαι ένας ενθουσιώδης θαυμαστής σας! - Οφ κορς γιου αρ, μάι ντίαρ! (μα φυσικά και είστε, αγαπητέ μου!). Απάντηση ντίβας με ύφος λαμπερό. Πότε πρόλαβα και της είπα στα αγγλικά ότι "πριν από είκοσι χρόνια σας έβλεπα στον Απόλλωνα από τον εξώστη σε μια μακρινή χώρα, την Ελλάδα, σε μια όμορφη και φτωχική πόλη, τη Θεσσαλονίκη, και τώρα σας βλέπω εδώ μπροστά μου".
Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό. Εβγαινε από ένα αριστοκρατικό ξενοδοχείο της 5ης Λεωφόρου γιατί εκεί πήγαιναν όλοι οι ηθοποιοί και πήγαινε να πάρει μία λιμουζίνα που την περίμενε». Αυτοί που μεγάλωναν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα δύο αποδράσεις είχαν στη διάθεσή τους: το ποδόσφαιρο και το σινεμά. Μεγάλες αποδράσεις: σκεφτείτε την Αθήνα της φτώχειας που φαίνεται πίσω από τις φιγούρες των πρωταγωνιστών στην «Κάλπικη Λίρα» ή στον «Μεθύστακα» ή τη μοναδική νεορεαλιστική ταινία που γυρίστηκε στη Θεσσαλονίκη το 1952 «Το Ξυπόλητο Τάγμα» με τα μικρά και ανήλιαγα στενά και τα ερείπια του πολέμου. Ελάτε τώρα να συγκρίνουμε εκείνες τις μίζερες μέρες με την Αμέρικα του Αϊζενχάουερ του ’50 με τα έγχρωμα φιλμ, τα τεκνικολόρ, τις γούνες και τη λάμψη της Γκρέις Κέλι, τις κούρσες, τα επιβλητικά κτίρια, τις τηλεοράσεις, τα πλυντήρια και τα ψυγεία που εδώ έφταναν ως εικόνες από άλλο πλανήτη.
Ηταν ή δεν ήταν, λοιπόν, απόδραση το σινεμά; Αυτό που μου συνέβη με τον μετέπειτα προπονητή της Εθνικής Ελλάδος αλλά και της εθνικής των ΗΠΑ είναι από τα σπάνια, για να μην πω μοναδικό. Το 1962 ήταν μόλις 28 ετών και απόλυτα… βολεμένος. Ηταν βασικό στέλεχος του Αρη Θεσσαλονίκης και της Εθνικής Ελλάδος, ήταν πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών, ήταν διορισμένος στη ΔΕΗ. Ηταν ψηλός και όμορφος, με μεγάλες επιτυχίες στο ασθενές φύλο και οι προτάσεις γάμου από τις νεαρές αστές, τις «Τσιμισκόβιες», έδιναν και έπαιρναν. Κι όμως, όπως συνεχίζει τη διήγησή του: «Το όνειρό μου ήταν να φύγω και να πάω στην Αμερική. Και ξέρεις γιατί; Ηθελα να πάω να δω την πατρίδα αυτών των μεγάλων αστέρων του Χόλιγουντ να δω πώς είναι. Να γνωρίσω εκείνο τον κόσμο που συνάρπαζε όλο τον πλανήτη. Και άρχισα να γράφω διάφορες επιστολές σε πανεπιστήμια να πάω να σπουδάσω εκεί. Ηξερα και λίγα αγγλικά, αλλά ήξερα πάρα πολύ καλά γαλλικά γιατί είχα τελειώσει το Γαλλικό Σχολείο».
• Οι συμπαίκτες σας πώς αντέδρασαν; «Οταν ανήγγειλα στον Αρη ότι "κοιτάξτε, την Κυριακή μετά τον αγώνα με τον Παναθηναϊκό φεύγω στην Αμερική", χωρίς να έχω εξασφαλίσει τίποτα, δεν με πίστευε κανένας. Πού αφήνει ο τρελός δηλαδή μια καριέρα ενός καλού δημόσιου υπαλλήλου με επωνυμία, με δόξα, με σπουδές, με περγαμηνές στο ποδόσφαιρο; Και τα άφησα όλα αυτά. Εκείνο που σκέφτηκα, τώρα που θυμάμαι, ήταν το κλάμα της μάνας μου. Δεν θα το ξεχάσω. Μαζευτήκαμε στο αεροδρόμιο, της Μίκρας τότε το έλεγαν, ένα μικρό αεροδρόμιο είχε η Θεσσαλονίκη, ένα αεροπλάνο έφευγε την ημέρα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη πήγαινε. Η εταιρεία λεγόταν ΤΑΕ. Και εγώ θα κατέβαινα στην Αθήνα για να πάρω το αεροπλάνο για Λονδίνο και μετά άλλο για Νέα Υόρκη».
• Δεν το φοβόσασταν το αεροπλάνο; «Οχι, καθόλου. Γιατί και ως ποδοσφαιριστές ταξιδεύαμε με κάτι αεροπλάνα που τώρα ο Θεός να τα κάνει αεροπλάνα».
• Την «Τζίλντα» σε ποιον κινηματογράφο της Θεσσαλονίκης την είδατε; «Στον "Απόλλωνα"».
• Πόσες φορές; «Από τον εξώστη, πέντε φορές». • Το είδωλό σας ποιος ήταν; «Ο Τζον Γουέιν, ο Ερολ Φλιν και ο Γκάρι Κούπερ». • Ηταν όπως την περιμένατε; «Αν σου πω ότι τη βρήκα ωραιότερη και αξιοπρεπέστερη απ' ό,τι ήταν στα νιάτα της, θα με πιστέψεις; Με το καπέλο το φαρδύ, με την αύρα της».
• Πήγατε στο Χόλιγουντ για να σας φύγει η περιέργεια; «Πολλές φορές. Και στη Λεωφόρο των αστέρων. Εκεί που βάζουν και τα χέρια τους και τα πόδια τους και τα δάκτυλά τους για αιώνια αποτυπώματα, παντού. Το αστείο είναι το εξής: πας να πιεις έναν καφέ και σε σερβίρουν οι ωραιότερες γκαρσόνες που υπάρχουν στον κόσμο. Και ξέρεις γιατί; Ολα τα όνειρα των κοριτσιών συγκεντρώνονται στο Χόλιγουντ. Οσες είναι όμορφες πηγαίνουν εκεί, μην τις δει κάποιος και τους πει να κάνουν έναν κομπάρσο. Να ξεκινήσουν την καριέρα τους. Οι περισσότερες δεν βρίσκουν δουλειά και καταφεύγουν γκαρσόνες σε κάποιο μαγαζί. Και βλέπεις κάτι πλάσματα και λες "έργο βλέπω, έργο γυρίζω και δίπλα είναι όλες οι φίρμες του κινηματογράφου"».