Οταν παρακολουθούμε παιχνίδια του Παγκοσμίου Κυπέλλου στην τηλεόραση, περιμένουμε την κορύφωση του τουρνουά με τον τελικό, για να δούμε ποιος θα είναι ο νικητής. Ομως, κάθε φορά, σε κάθε διοργάνωση, γίνεται και μία παράλληλη μάχη, ένα... άλλο παγκόσμιο κύπελλο, με τρεις κυρίως ανταγωνιστές. Κι αυτό το «άλλο» παγκόσμιο κύπελλο αφορά την κατάκτηση του μεγαλύτερου μεριδίου στην παγκόσμια αγορά κατασκευής και προμήθειας αθλητικού υλικού. Μέχρι το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας τη μάχη γι' αυτό το μερίδιο την έδιναν δύο κυρίως εταιρείες.

Η NIKE και η Αdidas. Ομως, από το 2002 και μετά στο κόλπο μπήκε δυνατά και η Puma. Και για τις τρεις εταιρείες το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι η μεγαλύτερη πασαρέλα επίδειξης των προϊόντων τους που αφορούν το ποδόσφαιρο. Αλλωστε, οι εμπορικές τους στρατηγικές διαμορφώνονται με δύο βασικούς άξονες. Το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Και το έπαθλο είναι πολύ μεγάλο. Η συνολική αξία της αγοράς αθλητικών ειδών –και όχι μόνο του ποδοσφαίρου–, με υπολογισμούς που είχαν γίνει πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, φθάνει τα 100 δισ. ευρώ. Γι' αυτή την αγορά διεξάγεται ένας καθημερινός και πολύ σκληρός πόλεμος.

Ενας πόλεμος που συχνά περιλαμβάνει όλους τους στρατηγικούς και τακτικούς ελιγμούς που πραγματοποιεί πριν και κατά τη διάρκεια της μάχης ένας γενικός διοικητής επιτελείου. Που έχει ιστορίες κατασκοπίας και χτυπήματα κάτω από τη μέση. Που έχει ίντριγκες και λαδώματα. Πρόκειται για μία αναμέτρηση παθιασμένη, στην οποία όλα επιτρέπονται. Μία μάχη που έγινε πολύ σκληρότερη με τη βοήθεια της τηλεόρασης.

Οταν η συνολική τηλεθέαση του Παγκοσμίου Κυπέλλου ξεπερνά τα 3 δισ. θεατές, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κάποιος γιατί οι τρεις αυτές εταιρείες επενδύουν τόσα πολλά στη διαφήμιση και το μάρκετινγκ. Αν κάποιος κοιτάξει την εμπορική ιστορία των εταιρειών, που είναι πλέον μεγάλες πολυεθνικές, θα διαπιστώσει πως ο ανταγωνισμός άρχισε να αγριεύει όταν οι δύο μεγάλες εταιρείες του κλάδου, η NIKE και η Adidas, μεγάλωσαν τόσο πολύ που η μία πέρασε στο γήπεδο της άλλης.

Η NIKE ήρθε στην Ευρώπη, δηλαδή εγκατέστησε εδώ εργοστάσια παραγωγής, και η Adidas, με μικρή καθυστέρηση, πήγε στην Αμερική. Ενα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της αντιπαλότητας έχει να κάνει με ένα ιδιότυπο μοίρασμα των διοργανώσεων. Ας πούμε το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γερμανίας έγινε στο γήπεδο της Adidas, στη χώρα που έχει την έδρα της (όπως και η Puma) η εταιρεία που μάλιστα θα «ντύνει» την εθνική των «πάντσερ» μέχρι το 2014 (μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 η NIKE προσπάθησε να κάνει το μεγάλο κόλπο και να κλέψει την εθνική Γεμανίας από την Adidas, προσφέροντας μάλιστα και περισσότερα από την ανταγωνίστριά της, αλλά...).

Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014 θα γίνει στη Βραζιλία στο γήπεδο της NIKE. Την αμερικανική πολυεθνική που για να μπει στο ποδόσφαιρο το 1994 υπέγραψε μία συμφωνία-μαμούθ –για την εποχή–, που αργότερα ανανεώθηκε, με την πιο εμπορική εθνική του κόσμου. Τη Βραζιλία. Ετσι, λοιπόν, το Παγκόσμιο Κύπελλο της Αφρικής φαίνεται πως θα γίνει στο γήπεδο της Puma, όσο κι αν φαίνεται περίεργο σε πολλούς που δεν παρακολουθούν στενά αυτόν τον εταιρικό πόλεμο. Η οικονομική συγκυρία, φυσικά, είναι άσχημη για όλες τις εταιρείες.

Ετσι είναι πολύ πιθανό η Puma να μην μπορέσει να εκμεταλλευτεί εμπορικά τα πλεονεκτήματα που θα μπορούσε να της προσφέρει η διεξαγωγή μιας τόσο μεγάλης διοργάνωσης σε οικείο περιβάλλον. Η οικονομική κρίση έχει αναγκάσει τις εταιρείες να μαζευτούν, επειδή έχουν πολύ λιγότερα να ξοδέψουν σε διαφήμιση και χορηγίες. Διάβασα προχθές ότι η NIKE για λόμπι στο αμερικανικό κογκρέσο το πρώτο τετράμηνο της χρονιάς ξόδεψε 120.000 δολάρια την ώρα που σε κανονικές συνθήκες ξόδευε σχεδόν τα τριπλά.

Το Μουντιάλ της Puma

Σε μία διοργάνωση όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι πολύ λογικό οι μεγάλες εταιρείες αθλητικών προϊόντων να ποντάρουν για να μπορέσουν να αναπληρώσουν την απώλεια κερδών που είχαν το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Κέρδη που εκτοξεύτηκαν όταν από τα μέσα της δεκαετίας του '90 οι εταιρείες αυτές μετέφεραν τα εργοστάσια παραγωγής τους σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος, χωρίς να διστάσουν να εκμεταλλευτούν ακόμα και παιδιά.

Η Puma είναι η μόνη εταιρεία από τις τρεις μεγάλες που τα τελευταία δέκα χρόνια έχει «επενδύσει» στην Αφρική και μάλιστα σε τέτοια έκταση. Τον περασμένο χρόνο οι πωλήσεις της Puma στην Αφρική ήταν το 3% του συνολικού της τζίρου, που διαμορφώθηκε λίγο πάνω από τα 2,5 δισ. ευρώ. Μπορεί το ποσό να φαίνεται πολύ μικρό, αλλά θα πρέπει να συνυπολογίσει κάποιος ότι η Αφρική είναι μια ήπειρος με ψηλά ποσοστά φτώχειας, ασθενειών –ιδιαίτερα του AIDS– και εμφύλιων πολέμων.

Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πωλήσεις αθλητικών ειδών στην Αφρική διπλασιάζονται κάθε δύο χρόνια. Η Puma ελπίζει πως οι πωλήσεις αθλητικών ειδών στη μαύρη ήπειρο με το 1 δισ. κατοίκους θα συνεχίζουν να αυξάνουν με τον ταχύτερο ρυθμό από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο (πιθανόν αυτές τις αυξήσεις να είχε στον νου του ο Μπλάτερ όταν έλεγε ότι το Παγκόσμιο Κύπελλο στη Ν. Αφρική θα βοηθήσει την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου σε ολόκληρη την ήπειρο).

H Puma, λόγω μεγέθους, δεν έχει τον ίδιο προϋπολογισμό μάρκετινγκ που έχουν οι βασικοί της ανταγωνιστές, αλλά «ντύνει» 11 εθνικές ομάδες αφρικανικών χωρών. Είναι και εμπνευστής και βασικός χρηματοδότης μιας πρωτοβουλίας που έχει στόχο να βελτιώσει τη θέση των μικρών βαμβακοκαλλιεργητών στην Αφρική.

Παράλληλα, η Puma ποντάρει στη δημοσιότητα που κερδίζει από την εθνική ομάδα στίβου της Τζαμάικας –και τον Ουσέιν Μπολτ– αλλά και από την προηγούμενη παγκόσμια πρωταθλήτρια ομάδα της Ιταλίας. Ομως, μέχρι να φτάσει στο επίπεδο των δύο άλλων ανταγωνιστών της θα χρειαστεί ακόμα περισσότερα, με δεδομένο ότι η οικονομική κρίση πλήττει την κατανάλωση, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για μία ήπειρο με την οικονομική εικόνα της Αφρικής.

Τα debate της πλάκας

Ακουγα χθες τον κ. Αντώναρο να ανακοινώνει τη βασική συμφωνία των κομμάτων για τους όρους διεξαγωγής του debate στην τηλεόραση, μία συμφωνία την οποία χαρακτήρισε «κατάκτηση της δημοκρατίας». Θεός φυλάξοι! Κατάκτηση της «τηλε-δημοκρατίας», για την οποία ο κ. Αντώναρος διαμορφώνει –όπως και το σύνολο του περίφημου «πολιτικού προσωπικού» των δύο μεγάλων κομμάτων– την πολιτική του συμπεριφορά και το όποιο πολιτικό του σκεπτικό, μπορεί να είναι.

Το debate με τη μορφή και τους όρους που γίνεται στην Ελλάδα ούτε πληροφορεί ούτε ενημερώνει. Μία καλοστημένη παραπλάνηση είναι που «πουλάει» εικόνες και συρρικνώνει τον πολιτικό διάλογο στο επίπεδο της «ατάκας», απαξιώνοντάς τον. Η τηλεόραση δεν αγαπά τις συγκροτημένες και ολοκληρωμένες σκέψεις.

Η τηλεόραση αγαπά τα νούμερα τηλεθέασης για να τα πουλήσει στους διαφημιστές και να εισπράξει χρήματα. Χρήματα που θα τα δώσει για να χρηματοδοτήσει παραγωγές που αναδεικνύονται σε πρυτανεία ηλιθιότητας, όπου μπορούν να σιτίζονται οι τηλεθεατές. Και η σχέση της δημοκρατίας με την τηλεόραση είναι όση της φέτας με την κιμωλία, αλλά στο μυαλό του Αντώναρου είναι αλλιώς.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube