Aφθονα ήταν, στις αρχές της εβδομάδας αυτής, τα αφιερώματα που έκανε ο Τύπος –έντυπος και ηλεκτρονικός– στην πρώτη επέτειο της αποφράδας ημέρας: τότε που κατέρρευσε στην Αμερική η Λίμαν Μπράδερς κι άρχισε να ξηλώνεται η –αρκούντως δύσοσμη– «κάλτσα» των επενδυτικών τραπεζών. Τότε που μας είπε «καλημέρα» η οικονομική κρίση, με χαμόγελο απειλητικό και χαιρέκακο.
Τα περισσότερα αφιερώματα των ΜΜΕ αποτέλεσαν εφαλτήριο για να γίνουν εκτιμήσεις, σχετικές με το πότε θα παρέλθει η κρίση. Επειδή με τη μελλοντολογία δεν τα πάμε καλά, ας μας επιτραπεί να συμβάλλουμε κάπως διαφορετικά στο μνημόσυνο της πάλαι ποτέ αγέρωχης θεωρίας για την «αυτορρυθμιζόμενη αγορά». Πώς; Αναφέροντας κάτι που συνέβη στις ΗΠΑ το καλοκαίρι.
Ο γενικός εισαγγελέας της Νέας Υόρκης, ονόματι Αντριου Κουόμο, υπέβαλε στο Κογκρέσο μια έκθεση άκρως ενδιαφέρουσα. Σε αυτήν καταγράφεται η τύχη των χρημάτων που έδωσε το αμερικανικό κράτος σε εννέα επενδυτικές τράπεζες, για να αποφύγουν τη χρεοκοπία. Τα πορίσματα είναι… έξοχα: επί συνόλου 175 δισεκατομμυρίων ζεστών, κρατικών δολαρίων, τα 32,6 δισ. κατέληξαν στις τσέπες των διευθυντικών στελεχών, υπό τη μορφή «μπόνους». Δηλαδή σχεδόν το 20% του πακέτου, με το οποίο οι Αμερικανοί φορολογούμενοι χρηματοδότησαν (εκόντες άκοντες) τα συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Προσέξτε: τα 32,6 αυτά δισεκατομμύρια αφορούν μπόνους ενός έτους. Είναι αυτά που τσεπώθηκαν ΜΟΝΟ τη χρονιά της κρίσης και αφορούν ΜΟΝΟ τις εννέα τράπεζες με τις οποίες ασχολήθηκε ο εισαγγελέας Κουόμο. Αγνωστος παραμένει ο συνολικός αριθμός των γιάπηδων που επιβράβευσαν τον εαυτό τους για την… επιτυχία τους να οδηγήσουν τις τράπεζές τους στο «αμήν», καθώς και το αντίστοιχο ποσό. Μην ανησυχείτε, όμως. Το δείγμα των «9» αρκεί για να μας θυμίσει τον τίτλο μιας παλιάς αστυνομικής ταινίας του Αρτζέντο: «Η γάτα με τις εννέα ουρές». Εννέα τράπεζες, χρήμα με ουρά, στελέχη πραγματικές γάτες. Η διαφορά είναι ότι αυτά τα στελέχη, εν αντιθέσει προς τις κανονικές, τετράποδες γάτες, δεν νιώθουν καν την υποχρέωση να σκεπάσουν με χώμα τα περιττώματά τους. Γιατί να το κάνουν; Το υπάρχον σύστημα της «αυτορρυθμιζόμενης αγοράς» τους επιτρέπει να αφοδεύουν χρυσάφι.
Στα 55 δισεκατομμύρια δολάρια ανήλθαν συνολικά οι ζημιές της Σίτιγκρουπ και της Μέριλ Λιντς, αλλά τα στελέχη τους εισέπραξαν ως μπόνους 9 δισεκατομμύρια. Η Μόργκαν Στάνλεϊ πήρε από το κράτος 10 δισεκατομμύρια για να μη «βαρέσει κανόνι», αλλά τα πρωτοπαλίκαρά της έβαλαν στην τσέπη σχεδόν τα… μισά. Δηλαδή 4,5 δισ. δολάρια. Κάπως πιο συγκρατημένη σε ποσοστά αποδείχθηκε η Μόργκαν Τσέις: έλαβε από το παραδάκι των φορολογουμένων 25 ταπεινά δισεκατομμύρια, αλλά τα στελέχη της έκριναν ότι δεν χρειαζόταν να τσεπώσουν παρά μόνο τα εννέα, για να αντέξουν την αγωνία του «σώζεται, δεν σώζεται η αγαπημένη μας τράπεζα».
Τι ρωτήσατε; Μήπως στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα εκτινάχτηκαν ξαφνικά τα έσοδα και τα κέρδη των τραπεζών, οπότε οι κοστουμαρισμένοι μάγκες τροφοδότησαν από εκεί τα μπόνους τους; Θα αστειεύεστε, ασφαλώς. Η Μόργκαν Στάνλεϊ με τα μπόνους των 4,5 δισ. είχε καθαρά κέρδη 1,5 δισ. δολάρια. Η Μόργκαν Τσέις, της οποίας τα στελέχη δώρισαν στον εαυτό τους 9 δισεκατομμύρια, είχε έσοδα 5,6 δισ. Αυτά τόνισε -εξαγριωμένος- ο εισαγγελέας Κουόμο στην έκθεσή του.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι «New York Times» έγραφαν ότι τα ανώτατα στελέχη του χρηματοπιστωτικού συστήματος ετοιμάζονται να αυξήσουν ακόμη περισσότερο (!) τα μπόνους τους φέτος. Η δε «Wall Street Journal» παρατηρούσε ότι μειώνεται το σύνολο των δανείων που χορηγούν οι αμερικανικές τράπεζες, παρά τα πακέτα της κυβέρνησης Ομπάμα.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως όλοι αυτοί οι τύποι με το «καλημέρα» της κρίσης χρειάστηκαν πολύ χρήμα για αντικαταθλιπτικά, για ηρεμιστικά και για ψυχιάτρους-ψυχολόγους που τους βοηθούν να αντέξουν την ευσυνείδητη αγωνία τού «τι θα γίνει με τα λεφτά των πελατών μας;». Νωρίτερα πώς… τα πήγαιναν; Αντιγράφω από περσινό κείμενο του Μιχάλη Μητσού στα «ΝΕΑ»:
««Ο κύριος Ντικ Φαλντ, της Λίμαν Μπράδερς, άφησε την τράπεζά του να καταρρέει, ενώ αυτός κέρδιζε 350 εκατομμύρια δολάρια την οκταετία 2000-2008. Ο κύριος Λόιντ Μπλάνκφαϊν, της Γκόλντμαν Σακς, έλαβε το 2006 μπόνους 53,4 εκατομμυρίων δολαρίων (που προστέθηκε στον ύψους μόλις 600.000 δολαρίων μισθό του). Ο κύριος Στάνλεϊ Ο'Νιλ, πρώην πρόεδρος της Μέριλ Λιντς, συνταξιοδοτήθηκε πέρυσι τσεπώνοντας 161 εκατομμύρια δολάρια (και στέλνοντας την επιχείρησή του στα πρόθυρα της χρεοκοπίας)».
Στην υγειά των κορόιδων, λοιπόν. Κι αν κάποιος πιστεύει στα σοβαρά πως όλα τούτα είναι –αυστηρώς και αποκλειστικώς– αμερικανικά, ότι δεν έχουν καμία σχέση με το πνεύμα «αντιμετώπισης της κρίσης» που επικρατεί παγκοσμίως, ας ζητήσει κι αυτός να πιουν ένα ποτήρι στην υγειά του.