Οι περιοδείες των μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων στην Ασία και την Αμερική τα τελευταία χρόνια, περιοδείες που αποφέρουν αρκετά εκατομμύρια δολάρια στα ταμεία των ομάδων, δείχνουν με τον πιο καθαρό τρόπο την κεντρική επιδίωξη των ποδοσφαιρικών συλλόγων, που είναι η διεύρυνση της πελατειακής τους βάσης και συνακόλουθα η μεγιστοποίηση των κερδών.

Κέρδη που έρχονται από την εμπορική εκμετάλλευση του δικού τους brand name αλλά και τα οφέλη που αποκομίζουν οι χορηγοί τους από την προβολή που εξασφαλίζουν μέσω αυτών των ομάδων. Είχα γράψει πριν από λίγο καιρό για τα εκατομμύρια που έβαλαν στα ταμεία τους η Μπάρτσα και η Γιουνάιτεντ από τις καλοκαιρινές τους περιοδείες. Περιοδείες οι οποίες, λίγο-πολύ, είναι επιβεβλημένες και από τις συμφωνίες που οι ομάδες έχουν υπογράψει με τους χορηγούς.

Πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, όταν η Coca-Cola και η Pepsi είχαν επικεντρώσει την εμπορική τους στρατηγική στη Νοτιοανατολική Ασία, η Λίβερπουλ και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, που είχαν χορηγικές συμφωνίες μαζί τους, έκαναν περιοδείες στην περιοχή και έγιναν η αιχμή του δόρατος της διαφημιστικής καμπάνιας των δύο αυτών πολυεθνικών εταιρειών.

Θα αναφέρω ένα νούμερο για να δείξω τη σημασία αυτής της νέας στρατηγικής των ομάδων. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έχει πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο πιστωτικές κάρτες με το σήμα του συλλόγου στη Νότια Κορέα, γεγονός στο οποίο έχει βοηθήσει η παρουσία ενός Νοτιοκορεάτη ποδοσφαιριστή στο ρόστερ της, του Παρκ Γι Σουνγκ. Οπως ήδη έχουν πληροφορηθεί οι περισσότεροι, η Λίβερπουλ υπέγραψε μια χορηγική συμφωνία-ρεκόρ για διαφήμιση στη φανέλα με μια τράπεζα που δεν είναι γνωστή στον πολύ κόσμο.

Τη Standard Chartered, μία διεθνή τράπεζα με έδρα το Λονδίνο. Από περιέργεια άρχισα να ψάχνω πληροφορίες για τη συγκεκριμένη τράπεζα, προσπαθώντας να βρω μια εξήγηση για τα τόσα πολλά χρήματα που προσέφερε στη Λίβερπουλ. Οι πληροφορίες που συγκέντρωσα έχουν ενδιαφέρον και δίνουν μια καλή εξήγηση στο «γιατί;» αυτής της συμφωνίας. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας της τράπεζας αυτής επικεντρώνεται στη Μέση Ανατολή –ιδιαίτερα στα κράτη του Περσικού Κόλπου, όπου γίνονται μεγάλα έργα και επενδύσεις–, στη Νοτιοανατολική Ασία και την Αφρική.

Πρόκειται για μια τράπεζα με 1.400 υποκαταστήματα, που απασχολεί περισσότερους από 70 χιλιάδες υπαλλήλους και έχει 14 εκατομμύρια πελάτες. Είναι πολύ λογικό, λοιπόν, μια τράπεζα που θέλει να επεκτείνει και να ενδυναμώσει τη δραστηριότητά της στην περιοχή να χρησιμοποιήσει έναν πολύ καλό διαφημιστικό δίαυλο, όπως είναι μια πολύ μεγάλη και δημοφιλής ομάδα, όπως η Λίβερπουλ.

Η φανέλα της μπορεί να φέρει ακόμα περισσότερους πελάτες στην τράπεζα. Αν, λοιπόν, του χρόνου το καλοκαίρι η Λίβερπουλ κάνει μια μεγάλη περιοδεία στη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Ασία ή ακόμη και την Ινδία –όπου σημειώνονται υψηλά ποσοστά ανάπτυξης–, πέρα από τα οικονομικά οφέλη που θα έχει από την περιοδεία η ίδια η ομάδα (από 5 μέχρι 8 εκατομμύρια ευρώ), θα είναι μια κίνηση που θα έχει ζητήσει και η ίδια η τράπεζα-χορηγός. Σε όλη αυτή την ιστορία το ποδόσφαιρο περνάει σε δεύτερη μοίρα, μια και γίνεται το μέσο και το προϊόν.

Και η Λίβερπουλ δεν είναι η μόνη ομάδα που έχει χορηγό με συμφέροντα στη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοανατολική Ασία. Η Αρσεναλ έχει χορηγό την Emirates, η Εβερτον την Chang beer, η Μάντσεστερ Σίτι την Etihad, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ την Aon και η Τσέλσι τη Samsung. Οι ομάδες, τώρα πια, δεν έχουν να ζηλέψουν κανένα από τα χαρακτηριστικά των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων.

Και δεν έχουν να ζηλέψουν κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά διότι έχουν ήδη μεταμορφωθεί σε πολυεθνικές επιχειρήσεις –τουλάχιστον οι μεγάλες από αυτές– με πελατειακή βάση που διαχέεται σε όλο τον πλανήτη και εργαζομένους διαφορετικών εθνικοτήτων. Ετσι, μοιάζει λίγο έως πολύ ουτοπική η φιλοδοξία του Πλατινί, ο οποίος θέλει να «παντρέψει» τον αθλητικό σύλλογο με την επιχείρηση, γιατί η δεύτερη εκ των πραγμάτων θα καταπιεί τον πρώτο. Εδώ τα πράγματα είναι η «παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς». Και τα δύο μαζί δεν γίνεται.

Το μεταλλαγμένο ποδόσφαιρο

Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποια από αυτές τις μεγάλες ομάδες αποκτά κάποιον ποδοσφαιριστή από την Ασία ή την Αφρική –όπως με την περίπτωση του Παρκ στη Γιουνάιτεντ– μόνο και μόνο για να αποκτήσει μια εμπορική γέφυρα με τη συγκεκριμένη περιοχή του πλανήτη. Η μετάλλαξη των ομάδων σε επιχειρήσεις παραγωγής αθλητικού θεάματος ήταν σταδιακή και συντελέστηκε με τη βοήθεια της τηλεόρασης, ενώ αυτά τα επιχειρηματικά χαρακτηριστικά τους θα ενδυναμωθούν ακόμα περισσότερο με την περαιτέρω εξάπλωση του Διαδικτύου.

Αναμφισβήτητα η υπόθεση Μποσμάν ήταν ένα σημείο καμπής σε αυτή την εξέλιξη, αλλά οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η μεταγραφή του Κρόιφ στην Μπαρτσελόνα το 1974, που ήταν η πρώτη που ξεπέρασε το φράγμα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, σηματοδοτεί το πέρασμα στη νέα εποχή. Η μετάλλαξη αυτή των χαρακτηριστικών των ομάδων, που το ξαναγράφω, ήταν αναμενόμενη, έχει με τη σειρά της αλλάξει και τα χαρακτηριστικά του ίδιου του παιχνιδιού, που όσο περνά ο καιρός καταλήγει να μοιάζει όλο και λιγότερο με παιχνίδι.

Το αποτέλεσμα έχει αποκτήσει προφανή οικονομική σημασία, γεγονός που δίνει προβάδισμα στην επιδίωξη της νίκης με κάθε μέσο, επιλογή που, όπως συχνά έχει επισημανθεί από πολλούς, δολοφονεί το θέαμα, αυτό που μπορεί να φέρει τον κόσμο στα γήπεδα. Οπως πολύ σοφά σημείωσε σε ένα κείμενό του ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, ο πιτσιρικάς που ονειρεύεται τώρα να γίνει ποδοσφαιριστής έχει τον νου του στα χρήματα, τις γυναίκες, τα ακριβά αυτοκίνητα και τις μεγάλες βίλες, ενώ παλιότερα ο πιτσιρικάς είχε ως κίνητρο τη δόξα.

Μια δόξα που σηματοδοτούσε την ταύτισή του με ένα λαϊκό ήρωα, τα κατορθώματα του οποίου θα συζητούσαν σε σχολεία, καφενεία και εργοστάσια. Και φυσικά ο Γκαλεάνο έχει δίκιο, μια και ο μεγαλύτερος χώρος στα έντυπα και ο μεγαλύτερος χρόνος στα ηλεκτρονικά Μέσα Ενημέρωσης αποτελούν μια απάντηση σε ένα και μόνο βασικό ερώτημα.

«Πόσα;». Πόσα ξοδέψαμε, πόσα θα εισπράξουμε, πόσα θα πουλήσουμε, πόσο κάνει αυτός ο ποδοσφαιριστής, πόσες φανέλες θα πουλήσουμε αν τον πάρουμε, πόσο πουλάμε τα τηλεοπτικά δικαιώματα, πόσο, πόσα… Και η απάντηση στο «πόσα;» σπάνια σημαίνει και ωραίο θέαμα, καλή μπάλα.

Μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλα μεγέθη

Πριν από περίπου πέντε ή έξι χρόνια, όταν γινόταν η παρουσίαση της υποψηφιότητας της Νοτίου Αφρικής για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010, τα μεγέθη της επένδυσης και ο προϋπολογισμός της διοργάνωσης φάνταζαν πολύ φτωχά συγκρινόμενα με τα μεγέθη ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου που θα γίνει τέσσερα χρόνια μετά σε μια άλλη ήπειρο.

Ο συνολικός προϋπολογισμός του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Βραζιλία φτάνει τα 41,7 δισ. δολάρια και είναι τουλάχιστον τέσσερις φορές μεγαλύτερος από αυτόν του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2010. Ανάλογες είναι οι προβλέψεις για τα κέρδη, κάτι που μοιάζει φυσικό, μια και είναι πολύ μεγαλύτερη αγορά η Βραζιλία και σε σχέση με τη Νότιο Αφρική υπάρχει η προοπτική πολύ μεγαλύτερου κύματος επισκεπτών, που θα έχουν και μεγαλύτερη δυνατότητα να ξοδεύουν.

Από τις δώδεκα πόλεις που θα φιλοξενήσουν παιχνίδια του Παγκοσμίου Κυπέλλου αυτή που έχει τον υψηλότερο προϋπολογισμό είναι το Ρίο, η κεντρική πόλη της διοργάνωσης, που θα απορροφήσει σχεδόν τον μισό προϋπολογισμό, δηλαδή 19,1 δισ. δολάρια.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube