Στα δημοσιογραφικά μεταμεσονύκτια πηγαδάκια, ποτισμένα με πικρία, «ξερολισμό» και αρκετή πολωνική μπίρα εδώ στο Μπιντγκόζ, το γενικό consensus βράδυ Κυριακής ήταν ότι είδαμε το χειρότερο κοουτσάρισμα των τελευταίων ετών.
Οτι ο Γιόνας Καζλάουσκας έχασε ξαφνικά την εμπιστοσύνη του προς την ομάδα, ότι την παρουσίασε ανέτοιμη και ανέμπνευστη, ότι ξέχασε παίκτες στον πάγκο (Καλάθης), ότι δίστασε να εμπιστευτεί κάποιους που έδειξαν ικανοί να βοηθήσουν (Καϊμακόγλου), ότι ευνούχισε άλλους με το πρώτο λάθος (Καλαμπόκης), ότι πόνταρε υπερβολικά σε ορισμένους βασικούς που υστερούσαν (Ζήσης, Μπουρούσης), ότι έκανε την ομάδα βαριά όταν χρειαζόταν ευελιξία, ότι παρέλειψε να βάλει τέσσερις τουλάχιστον σουτέρ όταν χρειάστηκε το τρίποντο της τελευταίας στιγμής, ότι έδωσε εντολή για μονοδιάστατο παιχνίδι («η μπάλα στους ψηλούς») και έτσι διευκόλυνε τους Ρώσους, ότι έσπερνε εκνευρισμό όταν χρειαζόταν ηρεμία και υπομονή, ότι κοιμόταν στον πάγκο, ότι, ότι, ότι, ότι…
Ολα τα παραπάνω τα άκουσα από χείλη συναδέλφων, έμπειρων και μη, γνωστικών ή λιγότερο γνωστικών. Κάποιοι έφτασαν σε σημείο να αναπολούν τον Παναγιώτη Γιαννάκη ή να αμαυρώνουν τη μέχρι προχθές πορεία της ομάδας στο Ευρωμπάσκετ της Πολωνίας («έλα, μωρέ, σιγά τις ομάδες που νικήσαμε»). Υπάρχουν ασφαλώς ψήγματα αλήθειας στους περισσότερους αν όχι όλους τους αφορισμούς της πρώτης παραγράφου, αλλά εγώ δεν πρόκειται να σταυρώσω τον προπονητή πριν μελετήσω το επόμενο και το μεθεπόμενο δείγμα γραφής του.
Κατά τη γνώμη μου ο Καζλάουσκας υστέρησε όσο υστέρησε ολόκληρη η ομάδα, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Πελάγωσε γρήγορα και όπως αποδείχθηκε ανεπανόρθωτα, όπως και οι παίκτες του. Ισως πίστευε και αυτός ότι κάποιοι αγώνες κερδίζονται με τη φανέλα –όπως ήταν προφανές ότι νόμισαν οι παίκτες μετά τους θριάμβους του Πόζναν. Ο Λιθουανός δεν γνωρίζει καλά τα χούγια των παικτών του, ούτε είχε πολλές ευκαιρίες να ψηλαφίσει το μυαλό και την καρδιά τους μέσα στο μπαρούτι του πολέμου.
Αν προτίμησε να ποντάρει στους παλαιούς, το έκανε επειδή φοβήθηκε την απειρία των νεότερων σε έναν αγώνα που πήγε εξαρχής στραβά. Αν έκανε την ομάδα βαριά, ήταν επειδή υπήρχε πρόβλημα στα αμυντικά ριμπάουντ και γενικά στις μάχες των αιθέρων. Αν κράτησε τον Πρίντεζη στο παρκέ για την τελευταία επίθεση αντί λ.χ. του Περπέρογλου (όταν η Εθνική χρειαζόταν τρίποντο), το έκανε επειδή ο ίδιος είχε σκοράρει από τα 6,25 δευτερόλεπτα νωρίτερα. Αν έδωσε εντολή για επιθέσεις κατά μέτωπο με τους ψηλούς, ήταν για να χρεώσει με φάουλ το αδιαπέραστο εμπόδιο του Μοζγκόφ, οπότε θα άνοιγε διάπλατα ο δρόμος προς το ρωσικό καλάθι.
Για όλα υπάρχει μια εξήγηση, αλλά και όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Το αποτέλεσμα άφησε εκτεθειμένη την ομάδα σύσσωμη. Οχι μόνο τον προπονητή της. Σύσσωμη θα κερδίσει και τα εύσημα εάν μπορέσει να ορθοποδήσει μέσα σε 48 ώρες, ώστε να εμφανιστεί ετοιμοπόλεμη απέναντι στους Γάλλους. Σύσσωμη απέσπασε και το χειροκρότημα στους πρώτους τέσσερις αγώνες της. Σύσσωμη θα κληθεί να δώσει «εξηγήσεις» εφόσον σκορπίσει στους πέντε ανέμους αυτή την εβδομάδα.
«Παίζουμε ελεεινό μπάσκετ», έλεγαν με κομπορρημοσύνη οι σοφοί των… πηγαδακίων. «Με τέτοια απόδοση δεν πάμε πουθενά». Ηταν Σεπτέμβριος του 2005 και η Εθνική είχε μόλις ηττηθεί στην πρώτη φάση από τη Σλοβενία. Χρειάζεται να υπενθυμίσω τι συνέβη μετά;