Υπάρχουν επιθετικοί που τρέφονται από την αγάπη του κόσμου. Αλλοι που παίρνουν τα πάνω τους από τα εγκωμιαστικά δημοσιεύματα. Μερικοί που θέλουν κανάκεμα απ’ τον προπονητή τους και άλλοι που παίζουν για τα φράγκα και τα ειδικά πριμ που προβλέπει το συμβόλαιό τους ανάλογα με το πόσα γκολ πετυχαίνουν και σε ποια διοργάνωση. Δεν υπάρχει όμως ούτε ένας επιθετικός της προκοπής που να μην είναι ευτυχισμένος όταν η ομάδα, με τον τρόπο που παίζει, του δίνει τις ευκαιρίες να κάνει τη δουλειά του.
Δεν είχαμε ποτέ αυταπάτες ότι ο Τζιμπρίλ Σισέ είχε μικρός αφίσα του Γρηγόρη Χαραλαμπίδη πάνω απ’ το παιδικό του κρεβάτι, ούτε ότι ο πατέρας του ήταν στην ΠΑΛΕΦΙΠ. Ξέρουμε πολύ καλά ότι ήρθε διότι του έγινε μια πολύ καλή οικονομική πρόταση, που όμοιά της δεν βρήκε όταν ο εκπρόσωπός του βγήκε στη γύρα. Οπως επίσης ξέρουμε ότι είναι ένα «ιδιαίτερο παιδί» που χρειάζεται στοργή και προδέρμ, αλλιώς πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να τα κάνει όλα λίμπα.
Ευτυχώς ή δυστυχώς, μόνο έτσι μπορούμε να πάρουμε σπουδαίους παίκτες στην Ελλάδα (με ελάχιστες εξαιρέσεις), να έχουν δηλαδή κάποιο κουσούρι, να είναι σιτεμένοι ή να βρούμε την ομάδα τους σε αφραγκιές: ο Τζιοβάνι ήρθε στην Ελλάδα διότι η συνύπαρξή του με τον Φαν Χάαλ ήταν πιο προβληματική κι απ’ αυτή του Χούτου με τον Ματζουράκη. Ο Πάουλο Σόουζα είχε σοβαρή πρόταση μόνο απ’ τον Παναθηναϊκό, αφού τα «πήλινα» πόδια του δεν άντεχαν πολλά πολλά σε υψηλό επίπεδο και συνεχόμενα παιχνίδια.
Ο Ριβάλντο ήρθε στα 32 του από τα αζήτητα της Μίλαν, ο Κοβάσεβιτς στα 34 από κακή χρονιά στην Ισπανία και χωρίς ενδιαφέρον απ’ αλλού. Τον Ζιλμπέρτο τον «τσιμπήσαμε» στα 32 του και στη φάση όπου η Αρσεναλ έκανε ανανέωση, περικοπές υψηλών συμβολαίων και πρότεινε βαριά μονοετές συμβόλαιο σε παίκτη που δεν συμβιβαζόταν με τίποτα λιγότερο από διετές. Κι ο Ζάχοβιτς περίπου αναγκάστηκε να έρθει, διότι τα λεφτά που έδινε τότε ο Ολυμπιακός ήταν όχι απλά ανάσα για τα ταμεία της Πόρτο, αλλά μπουκάλα οξυγόνου.
Ο Σισέ, λοιπόν, πολύ καλώς ήρθε και τιμή μας και καμάρι μας που τα καταφέραμε. Αλλά η ύπαρξη του Σισέ στον Παναθηναϊκό δεν συνιστά από μόνη της επιτυχία, αν δεν βρει ο προπονητής τον τρόπο να τον απελευθερώσει και να του δώσει τη δυνατότητα να κάνει αυτό για το οποίο πληρώνεται: να βάλει γκολ, να βγάλει περισσότερα λεφτά βάζοντας γκολ και να επιστρέψει στην εθνική Γαλλίας επειδή ακριβώς βάζει πολλά γκολ.
Ολες οι υγιείς παναθηναϊκές δυνάμεις έπεσαν πάνω του για να τον ηρεμήσουν μετά τις βλακείες που έγιναν στον Βόλο, να του πουν πόσο πολύ τον πιστεύουν, πόσο τον στηρίζουν, πόσο έχουν επενδύσει πάνω του, πόσο εκτιμούν το γεγονός ότι «σκίζεται» ακόμα και στα φιλικά και πόσο πολύ πρέπει να γράψει τους ανεγκέφαλους που θα συναντά σχεδόν σε κάθε γήπεδο εκεί που δεν πιάνει μελάνι.
Το μόνο που δεν του είπε κανείς -και δη ο Τεν Κάτε- είναι πώς θα τον στηρίξουν ουσιαστικά, δηλαδή αγωνιστικά. Αν ο Τζιμπρίλ δεν είχε πετύχει ένα γκολ όλο κι όλο μέχρι τώρα στα επίσημα ματς που έχει παίξει αλλά π.χ. πέντε, τότε πιθανότατα θα αγνοούσε επιδεικτικά τους πονηρούς που έκαναν «μαϊμουδιές». Και θα είχε αποφύγει την κόκκινη στη Μαδρίτη, ή ακόμα και την κίτρινη στην Πράγα, κάρτες που πήρε λόγω τεντωμένων νεύρων και εμφανούς απογοήτευσης.
Αν συνεχιστεί το ίδιο μοτίβο τροφοδότησης, το σύστημα «Run, Forest, run», ο Σισέ θα εξακολουθήσει να είναι νευρικός, αντιπαραγωγικός κι έτοιμος για καυγά. Αποκομμένος και αναποτελεσματικός. Απογοητευμένος διότι δεν θα βλέπει προοπτική επιστροφής στην εθνική του. Και καχύποπτος απέναντι σε όποιον αμυντικό τον κοιτάει στραβά -επειδή έχει περάσει δύο σοβαρούς κι επίπονους τραυματισμούς- και όποιον οπαδό έχει περίεργη φάτσα.
Ο Σισέ δεν είναι απλώς ένα μεγάλο κεφάλαιο και μια σπουδαία επένδυση. Είναι κι ένα βαρβάτο στοίχημα που «απαγορεύεται» να χαθεί. Διότι αν χαθεί, με τι μούτρα να ξανακάνεις πρόταση στον «επόμενο Σισέ» στο μέλλον; Για να του πετάς την μπάλα από 40 μέτρα κι αυτός να τρέχει ή για να παίρνει ένα σκασμό λεφτά, να βάλει 7 γκολ τη χρονιά και να τον κράζουν ειδικοί και «ειδικοί»;