O όρος «οπαδός» είναι φορτισμένος αρνητικά. Για πάρα πολλούς λόγους. Εχει φθάσει να θεωρείται συνώνυμο του χούλιγκαν, του ηλίθιου που χρησιμοποιεί το ποδόσφαιρο ως πρόσχημα για την άσκηση βίας. Και τις περισσότερες φορές αυτός ο ηλίθιος δεν έχει καμία σχέση με το παιχνίδι και την ομάδα. Η ταύτιση του οπαδού με τον χούλιγκαν ήταν μια «πολιτική επιλογή» στην οποία κατέφυγε η κυβέρνηση Θάτσερ όταν –χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο και χωρίς γνώση των ιδιαιτεροτήτων του ποδοσφαίρου– θέλησε να προετοιμάσει τη μετάβαση από τον «οπαδό» στον «πελάτη» και τη μετατροπή του παιχνιδιού σε προϊόν.
Την επιλογή της Θάτσερ την υιοθέτησαν, με χαρακτηριστική ευκολία, πάρα πολλές κυβερνήσεις, προετοιμάζοντας το πέρασμα σε μια εποχή όπου το ποδόσφαρο από λαϊκό παιχνίδι γίνεται προϊόν που κοστίζει και το οποίο δεν μπορούν να αγοράσουν όλοι. Επιλέγω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του Τζέισον Κόουλεϊ «Το τελευταίο παιχνίδι», που θα κυκλοφορήσει τον Δεκέμβριο από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ. Το συγκεκριμένο απόσπασμα αναφέρεται στην τραγωδία του Χίλσμπορο –από την οποία περασαν ήδη 20 χρόνια– και αποκαλύπτει πολλά για την ενοχοποίηση των οπαδών.
«Το παιχνίδι είχε ξεκινήσει με τον Πίτερ Μπίρντσλεϊ να έχει σουτ στο δοκάρι αρκετά νωρίς, όταν οι ποδοσφαιριστές των ομάδων συνειδητοποίησαν ότι κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε πίσω από το τέρμα της κερκίδας που βρισκόταν προς την πλευρά της οδού Λέπινγκς Λέιν. Ο τερματοφύλακας Μπρους Γκρόμπελαρ άκουσε φωνές να του φωνάζουν: «Πεθαίνουν άνθρωποι εδώ μέσα, Μπρους. Βοήθησέ μας».
Στις τρεις και έξι λεπτά, ο διαιτητής Ρέι Λιούις διέκοψε το παιχνίδι. Οι ποδοσφαιριστές πήραν εντολή να πάνε πίσω στα αποδυτήρια. Το παιχνίδι δεν θα ξανάρχιζε ποτέ.
Ο επικεφαλής αστυνομικός διευθυντής, Ντέιβιντ Ντάκενφιλντ, αρνήθηκε να αναλάβει την ευθύνη για την απόφασή του να επιτρέψει το άνοιγμα της μοιραίας θύρας του γηπέδου. Μέσα στο συγκεχυμένο κλίμα της διερεύνησης των αιτίων της τραγωδίας αμέσως μετά το συμβάν, είπε στον Γκράχαμ Κέλι, εκτελεστικό διευθυντή της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, ότι οι οπαδοί της Λίβερπουλ είχαν ανοίξει τη συγκεκριμένη θύρα διά της βίας, επισπεύδοντας την καταστροφή. Μέσα σε λίγα λεπτά, έγραψε ο Φιλ Σκράτον, η εκδοχή του Ντάκενφιλντ για τα γεγονότα μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο.
Ο Ζακ Ζορζ, πρόεδρος της ΟΥΕΦΑ, καταφέρθηκε εναντίον "ανθρώπων που είναι λυσσασμένοι για να μπουν στο γήπεδο, ό,τι και να γίνει, όποιος κι αν είναι ο κίνδυνος για τις ζωές των άλλων". Εκείνοι "ήταν θηρία που περίμεναν να ορμήσουν στην αρένα". Ετσι, όμως, μπορούσε κάποιος να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι οπαδοί της Λίβερπουλ ήταν υπεύθυνοι για τον θάνατο των δικών τους φίλων. Οι παραμορφωτικοί φακοί του χουλιγκανισμού παρέμεναν στη θέση τους.
Ο επικεφαλής αστυνομικός διευθυντής Ντέιβιντ Ντάκενφιλντ έχει από τότε υποχρεωθεί σε μια ταραγμένη συνταξιοδότηση από τις οικογένειες των θυμάτων που εξακολουθούν να αγωνίζονται για να αποδείξουν την εγκληματική υπαιτιότητα για εκείνο που συνέβη.
Αυτό που είναι γνωστό αφορά την προσπάθεια κάποιων, στις μέρες που ακολούθησαν την τραγωδία του Χίλσμπορο, μέσα στην αστυνομική διεύθυνση του Σέφιλντ που -ενημερώνοντας τους δημοσιογράφους- προσπάθησαν να ρίξουν την ευθύνη στην υποτιθέμενη "μέθη" και "την απερισκεψία" των οπαδών της Λίβερπουλ. Ενας "υπαινιγμός" που μετέθετε την ευθύνη στη "βία και την ανευθυνότητα" των οπαδών αντί στον πανικό και την ανικανότητα της αστυνομίας. Για μια ακόμη φορά εκείνο που δεν λεγόταν ήταν ξεκάθαρο: κάτι πήγαινε σίγουρα στραβά με τη Λίβερπουλ και τους ανθρώπους της».
Η αστυνομία και τα media
«Oι άνθρωποι του Λίβερπουλ συχνά κατηγορούνται για γκρινιάρηδες και μίζεροι που δείχνουν αδικαιολόγητη αυτολύπηση όταν κάτι που συμβαίνει στην πόλη γίνεται θέμα εθνικού ενδιαφέροντος. Το Χέιζελ, το Χίλσμπορο, ο φόνος από δύο αγόρια του Τζέιμς Μπούλγκερ, ενός βρέφους που μόλις είχε αρχίσει να περπατάει, ο τυχαίος και θανάσιμος πυροβολισμός του δωδεκάχρονου Ρις Τζόουνς από ένα μέλος μιας συμμορίας ναρκωτικών την ώρα που ο μικρός επέστρεφε σπίτι του από την προπόνηση με την ομάδα ποδοσφαίρου στην οποία ανήκε.
Στις 19 Απριλίου του 1989, η εφημερίδα "Sun", που είχε διευθυντή τον Κέλβιν ΜακΚένζι, δημοσίευσε ένα πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ -με τίτλο "Η Αλήθεια"- στο οποίο αναφερόταν ότι για την τραγωδία του Χίλσμπορο υπεύθυνος ήταν ο χουλιγκανισμός. Μεθυσμένοι οπαδοί είχαν ουρήσει πάνω στους ετοιμοθάνατους. Είχαν κλέψει λεφτά από αυτούς. Μια γυναίκα αστυνόμος δέχτηκε επίθεση καθώς βοηθούσε ένα τραυματισμένο κορίτσι. Και ούτω καθεξής.
Τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια, όπως η ενδιάμεση έρευνα για την τραγωδία απέδειξε τέσσερις μήνες αργότερα. Ομως υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που ήθελαν να πιστέψουν ότι ήταν αλήθεια. Λέγεται πως, αντί για τον τίτλο "η Αλήθεια", ο ΜακΚένζι σκεφτόταν να χρησιμοποιήσει έναν πιο προκλητικό και μονολεκτικό τίτλο: "Καθάρματα". Οταν του τηλεφώνησα για να ελέγξω την ακρίβεια της φήμης μού είπε: "Οχι, όχι, όχι, δεν πρόκειται να σου μιλήσω για το Χίλσμπορο. Ο,τι έχω να πω θα το κρατήσω για το δικό μου βιβλίο".
Στη συνέχεια μου έκλεισε το τηλέφωνο. "Πολλά έχουν γραφτεί για τη Λίβερπουλ και τους ανθρώπους της πόλης που υποστηρίζουν πως δεν δείχνουμε το ίδιο ενδιαφέρον για το Χέιζελ όπως δείχνουμε για το Χίλσμπορο κι ότι είμαστε μεμψίμοιροι άνθρωποι", λέει ο Φιλ Σκράτον. "Η εξήγηση είναι η εξής: το Χέιζελ προκλήθηκε από μια ομάδα οπαδών της Λίβερπουλ οι οποίοι πιθανόν είχαν μεθύσει και ήθελαν να αντιπαρατεθούν με μία ομάδα οπαδών της Γιουβέντους. Ομως το αληθινό σκάνδαλο είναι ότι το στάδιο Χέιζελ ήταν ετοιμόρροπο, το μοίρασμα των εισιτηρίων ήταν απαράδεκτο και η αστυνόμευση πολύ κακή.
Ετσι, είχες το συνδυασμό της ανεπαρκούς αστυνόμευσης, του κακού γηπέδου, εισιτηρίων που αγοράστηκαν στη μαύρη αγορά και τον πανικό που δημιουργήθηκε από τους οπαδούς της Λίβερπουλ. Το Χίλσμπορο ήταν τελείως διαφορετική ιστορία. Ο λόρδος Τέιλορ που εκπόνησε τη γνωστή έκθεση για τα αίτια της τραγωδίας και το τι έπρεπε να γίνει μετά το Χίλσμπορο, το κατάλαβε σωστά στην αναφορά του. Η τραγωδία προκλήθηκε από τον υπερβολικό συνωστισμό και τις λανθασμένες αποφάσεις της αστυνομίας. Οι οπαδοί δεν έφταιγαν».
Οι αγωνίες των προέδρων
Δύο συνεντεύξεις χθες από νέους προέδρους. Αφήνω στην άκρη –αρχικά– το ειδησεογραφικό κομμάτι για να παρατηρήσω ότι η «αγριάδα» του Ζαγοράκη μπορεί να ταιριάζει με την ατμόσφαιρα της Τούμπας, αλλά δεν είναι ούτε τρόπος να πείσεις ούτε να επιβληθείς, αν θεωρήσουμε ότι η επιβολή ήταν ένα από τα ζητούμενα της συνέντευξης. Επίσης, καλό θα ήταν ο Ζαγοράκης και η ομάδα του να μην εκλαμβάνουν την κριτική ως προσπάθεια αμφισβήτησης.
Σε ό,τι αφορά το ειδησεογραφικό σκέλος, δύο παρατηρήσεις. Ακόμη και όταν ο Ζαγοράκης αποχωρήσει θα του χρωστούν χάρη όλοι όσοι ακολουθήσουν για το οικονομικό ξεκαθάρισμα, απαραίτητη προϋπόθεση για να κτισθεί κάτι της προκοπής. Ομως, ποια «τεχνογνωσία» του πατρός Γκαγκάτση θέλει ο ΠΑΟΚ να εκμεταλλευθεί; Αυτήν που άφησε χρεωμένη την ΕΠΟ;
Σε ό,τι αφορά τον κ. Θανόπουλο, που παρουσιάστηκε σαφώς πιο δημοσιογραφικός και καλύτερος χειριστής του λόγου αλλά «από τηγανίτα τίποτε», εκείνο που διαπίστωσα ήταν η αγωνία ενός ανθρώπου να μας πείσει ότι είναι σοβαρός, ότι είναι πρόεδρος σε μια σοβαρή (καλά οργανωμένη δηλαδή) ομάδα και ότι κάνει σοβαρές ενέργειες. Εμένα, πάντως, για όλα αυτά δεν με έχει πείσει μέχρι σήμερα.