Τα mind games δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο ή πάγια τακτική του Μουρίνιο και του σερ Αλεξ, ούτε ανήκουν μόνο σε αναμετρήσεις συλλόγων πριν από τα μεταξύ τους ντέρμπι. «Παίζουν μπάλα» και σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Προκλήσεις, εκ των προτέρων προσπάθεια για μερικά κουκούτσια παραπάνω από τον διαιτητή, δημιουργία κλίματος στην εξέδρα, δηλώσεις με τσιτάτα για να τις πάρουν οι εφημερίδες και να γίνει λίγη φασαρία, κάπου σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η ατάκα του Χίτζφελντ για τους Ελληνες «που πέφτουν κάτω εύκολα».
Δεν θυμάμαι να το έχει προκαλέσει ποτέ ο Οτο αυτό το παιχνιδάκι κάνοντας την αρχή, αντιθέτως θυμάμαι μερικούς που έχουν προηγούμενα μαζί του από την Μπουντεσλίγκα να του έχουν πετάξει το γάντι, παρέα με διάφορα άλλα. Ο «αείμνηστος» Μπρίγκελ για παράδειγμα, πριν τον διώξουν από τον πάγκο της εθνικής Αλβανίας. Σε αντίθεση με τον Μπρίγκελ, βέβαια, ο Χίτζφελντ τον σέβεται τον Ρεχάγκελ, όπως και οι περισσότεροι στη Γερμανία, προπονητές και παράγοντες της γερμανικής ομοσπονδίας, που τον ήθελαν διακαώς πριν από μερικά χρόνια στον πάγκο της εθνικής τους για το Παγκόσμιο Κύπελλο που φιλοξένησαν.
Φαντάζομαι ότι πολλοί επίσης θα τον ζηλεύουν, περισσότερο ή λιγότερο καλοπροαίρετα, για το Euro 2004, για τα οκτώ συναπτά έτη παρουσίας στον πάγκο της ίδιας ομάδας, για την αγάπη και την αναγνώριση που έχει κερδίσει. Οσο κι αν του γκρινιάζουμε, κατά βάθος τον αγαπάμε τον Οτο. Δεν είναι λίγα αυτά που έχει καταφέρει ο Οτο αυτά τα οκτώ χρόνια. Είναι πολύ περισσότερα από προπονητές μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, με παίκτες που πρωταγωνιστούν στα καλύτερα και ακριβότερα πρωταθλήματα της Ευρώπης. Εχει κάνει πάρα πολλά ο Ρεχάγκελ για την Ελλάδα και την Εθνική ομάδα, αλλά μένουν μερικά ακόμα. Δύο βασικά πράγματα κι ένα ακόμα δώρο: πρώτον, να την πάρει απ' το χεράκι και να την πάει στράτα στρατούλα μέχρι τη Νότιο Αφρική.
Με τον τρόπο που ξέρει και μπορεί, με τη συνταγή που δεν είναι νόστιμη, αλλά γεμίζει το στομάχι. Οποιος γκρινιάζει για την εικόνα και το θέαμα που προσφέρει το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα από τη μέση και μπροστά να μας πει πόσοι Ελληνες επιθετικοί παίζουν βασικοί στην Ελλάδα (αλλά και στις ομάδες του εξωτερικού στις οποίες ανήκουν). Και πόσοι δημιουργικοί μέσοι, επίσης. Πόσοι; Ο Μήτρογλου (μέχρι να έρθει στα ίσα του ο Ντιόγο), ο Σαμαράς στη Σέλτικ, ο Αμανατίδης στην Αϊντραχτ και ο Καραγκούνης. Αντε και ο Φωτάκης. Και τέλος. Τι να κάνει ο κόουτς, να τους γεννήσει; Αφού δεν τους γεννάνε ούτε οι ομάδες ούτε τα φυτώριά τους.
Το δεύτερο καθήκον του είναι να προετοιμάσει την επόμενη μέρα της ομάδας. Αλλοι σταμάτησαν την μπάλα, άλλοι ετοιμάζονται να σταματήσουν, άλλοι έχουν αποσυρθεί διακριτικά από την Εθνική, μετά το καλοκαίρι λοιπόν θα πρέπει να γίνει ακόμα ένα γενναίο βήμα ανανέωσης. Με ό,τι έχει στα χέρια του. Με ό,τι υπάρχει διαθέσιμο. Και εδώ ακριβώς έρχεται και το δώρο που λέγαμε και δεν είναι άλλο από αυτό που λαχταράμε όλοι, όπως, φαντάζομαι, και ο ίδιος ο Οτο: ποδόσφαιρο περισσότερο ελκυστικό στο μάτι, με όποιο κόστος μπορεί να υπάρξει.
Θα είναι χρυσή ευκαιρία να μπουν περισσότερα νέα πρόσωπα στην Εθνική και παράλληλα να γίνει προσπάθεια ώστε η Εθνική να μην «κλέβει» αποτελέσματα, αλλά να προσπαθεί να τα κερδίζει. Και να μη δίνουμε το δικαίωμα σε κανέναν να λέει, καλοπροαίρετα ή κακοπροαίρετα, με δόση υπερβολής ή δόση ειρωνείας, ότι «οι Ελληνες πέφτουν κάτω εύκολα». Κυριολεκτικά και μεταφορικά.