Επειδή πήρα αρκετά mail σχετικά με την πρόσκληση του Ουσέιν Μπολτ και τα χρήματα που πρόκειται να δώσει το υφυπουργείο Αθλητισμού επανέρχομαι στο θέμα.

1) Ακόμα και αυτοί που είναι υπέρ της πρόσκλησης δέχονται ότι ο Μπολτ αν είχε κλειστεί μερικές μέρες πριν θα είχε στοιχίσει 250 χιλιάδες ευρώ. Εχουμε λοιπόν μια διαφορά 150 χιλιάδων ευρώ επειδή η πρόσκληση άργησε να γίνει χωρίς να έχει μεσολαβήσει κάτι που άλλαξε την απόφαση. Αν η πολιτική ενός υπουργείου συνοψίζεται στο «Φωνάξτε τον, ρε παιδιά, να τρέξει να σταματήσουν να γράφουν στις εφημερίδες και να ευχαριστηθούν και οι ψηφοφόροι του αφεντικού», καταλαβαίνουμε για τι σχεδιασμό μιλάμε.

2) Σε κάθε παιχνίδι εκτός της τακτικής υπάρχει και η στρατηγική. Στην τακτική μπορεί να φαίνεται ότι κάτι χάνεις, αλλά στη στρατηγική να έχει νόημα, αφού το «χάσιμο» θα αποδώσει πολλαπλάσια στο μέλλον. Για παράδειγμα μέχρι η Ντόχα να γίνει παγκόσμιο κέντρο προετοιμασίας αθλητών και διοργάνωσης αγώνων έδωσε υπέρογκες αμοιβές, προσκαλώντας αθλητές παγκόσμιου βεληνεκούς μέχρι να φτιάξει όνομα. Στην Ελλάδα θα είχε νόημα να καλέσουμε τον Μπολτ με τέσσερα κατοστάρικα χιλιάρικα αν υπήρχε πολιτική να γίνει η χώρα παγκόσμιο αθλητικό κέντρο. Οταν όμως το 2004 που η Ελλάδα βρισκόταν στο προσκήνιο η κυβέρνηση δεν εκμεταλλεύτηκε τις συνθήκες για να συνεχίσει και άφησε τα ολυμπιακά ακίνητα να ρημάξουν, τώρα είναι πολύ αργά.

3) Οταν μια χώρα ζητάει από τους πολίτες της να σφίξουν τα ζωνάρια, η κυβέρνησή της πρέπει να δίνει το παράδειγμα. Πολύ ωραίος ο Μπολτ, πολύ ωραίος και ο στίβος, αλλά το να περιμένουμε τον Αλμούνια να μας βάλει σε πρόγραμμα και να καλούμε τον Μπολτ είναι σαν να κάνεις αίτηση χρεοκοπίας στο δικαστήριο και να πηγαίνεις με το Hummer του Πατέρα και το πούρο του Μάκη. Η πρόσκληση του Μπολτ είναι συνεπής με τη γενικότερη νοοτροπία της κυβέρνησης που φεύγει, η οποία τις περισσότερες φορές έμοιαζε να έχει λιγότερη επαφή με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα από την κυβέρνηση της Βολιβίας.

4) Ομολογουμένως όμως η πρόσκληση του Μπολτ είναι συνεπέστατη με τη γενικότερη πολιτική του υφυπουργείου Αθλητισμού. Κυρίως με τις δηλώσεις του Γιάννη Ιωαννίδη, που όταν είχε αναλάβει το υπουργείο από τα πρώτα πράγματα που είχε δηλώσει ήταν η απόφασή του να ενισχυθεί ο μαζικός αθλητισμός. Ενισχύοντας μαζικά τον Ουσέιν Μπολτ και τον μάνατζέρ του.

Οσο για το επιχείρημα ότι ο Μπολτ θα φέρει κόσμο στο στάδιο και θα φέρει πίσω τα λεφτά που θα δοθούν, ισχύει. Με πέντε ευρώ το εισιτήριο αν στο στάδιο πάει 90 χιλιάδες κόσμος τα έξοδα του Μπολτ έχουν βγει και απομένει να πληρωθούν οι υπόλοιποι.


Eπειδή είναι εύκολο έπειτα από κάποια ηλικία να σου βγει το όνομα «Εχασε και το λίγο που είχε», να πω ότι τις δύο τελευταίες μέρες τα δύο κειμενάκια με τις φωτογραφίες στη βάση της σελίδας δεν βγάζανε νόημα. Το πρώτο αναφερόταν στην εμφάνιση του Κατσουράνη στην προσέλευσή του στο ξενοδοχείο της Εθνικής και το δεύτερο σε μια νυκτερινή εμφάνιση του Ιωάννη Μελισσανίδη στη Μύκονο.

Στην πρώτη φωτογραφία όλο το touch ήταν το ροζ παπούτσι που ήταν ασορτί με το σορτς, στη δεύτερη η Μαντώ Μαυρογένους που από το φόντο ήταν σαν να έλεγε «Σε αυτά τα χώματα πάντα θα γεννιούνται ηρωίδες». Τις δημοσιεύω λοιπόν ξανά στο κέντρο της σελίδας μαζί με το must όλων των εποχών. Την άφιξη του Ντάνι στο αεροδρόμιο με τη φανέλα με το ένδοξο σύμβολο του μπάφου.

Η αλλαγή πάντως στις εμφανίσεις και τη νοοτροπία όλων των αθλητών ήρθε τη δεκαετία του '80. Μέχρι και το '70 οι εμφανίσεις των Ελλήνων αθλητών, όπως και γενικότερα η Ελλάδα, ήταν δέκα χρόνια πίσω από την υπόλοιπη Ευρώπη. Πριν πάει ο Παναθηναϊκός το 1971 να παίξει στο Γουέμπλεϊ ο Ασλανίδης είχε ζητήσει από τους παίκτες να κουρευτούν.

Για να καταλάβουν οι θηλυκωτοί μπίτληδες του Αγιαξ πώς μοιάζουν οι πραγματικοί άντρες. Ο κόσμος όμως είχε αλλάξει και δεν είναι συμπτωματικό ότι ένας από τους πιο δημοφιλείς παίκτες της εποχής, ο Γιώργος Δεληκάρης, ήταν και ο πρώτος Ελληνας ποδοσφαιριστής που έπαιξε με πραγματικό χίπικο μαλί στο στυλ του Τζορτζ Μπεστ.

Η δεκαετία του '80 μαζί με την πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ ήταν όμως η εποχή που οι εμφανίσεις άλλαξαν. Δεν είναι συμπτωματικό ότι η αλλαγή συνδυάστηκε με την απελευθέρωση στις αμοιβές των ποδοσφαιριστών. Γιατί μέχρι και τη δεκαετία του '80 οι ιδιοκτήτες προσπαθούσαν να βάλουν ταβάνι στις αμοιβές των παικτών, να λένε στους παίκτες «υπόγραψε εδώ και από τον πρόεδρο κανένας δεν βγήκε χαμένος» και να θεωρούν ότι ο παίκτης πρέπει να υπογράψει επειδή η ξαδέλφη του μπήκε γραμματέας στην εταιρεία του προέδρου και ο παίκτης όταν κλείσει την καριέρα του δεν θα πρέπει να ανησυχεί. Γιατί ο πρόεδρος θα του δώσει ένα βενζινάδικο και ο παίχτουρας θα μπορεί στο υπόλοιπο της ζωής του να γεμίζει ρεζερβουάρ με τη βενζίνα του προέδρου.

Οπως καταλαβαίνετε, με την προηγούμενη παράγραφο αναφερόμουν στη νοοτροπία του Γιώργου Βαρδινογιάννη που πρέπει να ήταν ο τελευταίος πρόεδρος της παλιάς σχολής. Της σχολής του προέδρου – πατέρα, που δεν τον ρωτάς και πολύ για το πόσο θα είναι το χαρτζιλίκι σου γιατί μπορεί να πάρει ανάποδες και να γίνεις Γεωργακόπουλος, με το δελτίο σου να κάνει τον Χριστούλη, καρφωμένο πάνω από την πόρτα των αποδυτηρίων.

Παλιές κακές εποχές, θα πεις... Σίγουρα. Και παλιές και κακές. Εποχές που ο παίκτης όταν πήγαινε να συναντήσει τον πρόεδρο έπρεπε να φόραγε σακάκι σαν να ήταν πενηντάρης, μόνο που έπρεπε να είναι πιο κακοραμμένο για να φαίνεται ποιο είναι το αφεντικό και ποιος ο παρακατιανός υπάλληλος. Και η αλλαγή στα ρούχα, έστω και αν ελάχιστοι παίκτες μπορούν να το σκεφτούν, είναι μια εκδήλωση ανεξαρτησίας. «Μπορεί να παίρνω τα λεφτά σου για να παίζω μπάλα στην ομάδα σου, αλλά το πώς μοιάζω και τι μου αρέσει είναι δική μου ιστορία».

Το μόνο όμως που δεν πρέπει να ξεχνάει ο παίκτης είναι ότι βρίσκεται εκεί που βρίσκεται επειδή υπάρχει κοινό να τον παρακολουθεί. Οτι υπάρχουν εκατό πυγμάχοι και άλλοι τόσοι βαριτζήδες που σε αθλητικό επίπεδο είναι πέντε κλάσεις πάνω από τους ποδοσφαιριστές, μόνο που αυτοί παίρνουν χίλια φράγκα για οδοιπορικά και κάνουν πάρτι αν τους βάλουν στο δημόσιο επειδή το άθλημα στο οποίο είχαν ταλέντο ή γουστάρανε να κάνουν δεν έχει κόσμο να το βλέπει, όπως το ποδόσφαιρο.

Δεν το γράφω ηθικοπλαστικά, αλλά στη λογική του «έτσι είναι η πόρνη η ζωή». Και στη μουσική η Βίσση βγάζει εκατομμύρια και αυτός που έφαγε τη ζωή του στα ωδεία για να μάθει να τραγουδάει μαντριγκάλια κάθεται πάνω στο μαντριγκάλι, όπως και στο γράψιμο αυτός που έχει φάει πέντε χρόνια για να γράψει την ιστορική μελέτη «Οι Αβαροι και οι αβαρίες στην πρώιμη Βυζαντινή Αυτοκρατορία» βγάζει μετά την πενταετία κάτι λιγότερο από ό,τι ο Καρπετόπουλος για να γράφει το «Terror» με τα προγνωστικά του για τη διαιτησία. Ετσι είναι η ζωή και έτσι είναι και οι φίλοι. Γιατί τον Καρπετόπουλο ξέρουμε να τον δίνουμε, αλλά τι βγάζουμε εμείς το κάνουμε αβαβά.


Ξεκινάει ο «Κατσούρ» με το «Πάμε για τους τέσσερις βαθμούς στα δύο επόμενα ματς» και μπράβο στο παλικάρι για την ειλικρίνειά του. Συνεχίζει ο Αγγελος (όλων των Ελλήνων) με το «Η ισοπαλία δεν είναι άσχημο αποτέλεσμα με τους Ελβετούς». Και το κλείνει ο Οτο με το «Πάμε μόνο για τη νίκη». Για να πιστέψεις το τελευταίο πρέπει να φοράς σαραντάπηχη φουστανέλα με πλισέ. Η Εθνική μπορεί και να νικήσει, να μπει όμως στο γήπεδο μόνο για τη νίκη είναι εντελώς, τελείως απίθανο.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube