Τα αγωνιστικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του Καραγκούνη είναι χιλιοτραγουδισμένα. Τα ψυχικά του χαρίσματα έχουν γίνει αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, όπως και η γκρίνια του σε κάθε φάση, ακόμα κι όταν ο διαιτητής τού το έχει δώσει το σφύριγμα. Η διάθεσή του να παίζει, σε κάθε ευκαιρία, σε μικρό ή μεγάλο ματς, είναι μοναδική: όταν άλλοι «διαλέγουν» παιχνίδια, ο «Κάρα» παίζει με την ίδια διάθεση σε πρωτάθλημα και Κύπελλο, Ευρώπη και φιλικά, με την Εθνική ή στην παρουσίαση της φανέλας στη Λεωφόρο. Μιλάμε για μεγάλη καψούρα με την μπάλα.
Λογικό είναι τον Καραγκούνη να τον συμπαθούν ή να τον αγαπούν όλοι λίγο-πολύ. Ακόμα και οι «αλλόθρησκοι», που τον έχουν χλευάσει για τις διαμαρτυρίες του ή τον έχουν κράξει για τις βουτιές του. Κατά βάθος όλοι θα ήθελαν έναν Καραγκούνη στην ομάδα τους, που να λιώνει για τη φανέλα, να παίζει ακόμα και κουτσός, να δυσανασχετεί όταν γίνεται αλλαγή όχι διότι είναι βεντέτα, αλλά διότι θέλει «πέντε λεπτάκια ακόμα, μόνο πέντε λεπτάκια», να χαίρεται στα 32 του το παιχνίδι, που γι' αυτόν παρέμεινε παιχνίδι και δεν έγινε επάγγελμα ή κονόμα, όπως στα 18 του.
Ισως διότι όλοι στο πρόσωπό του βλέπουμε την επιτομή του κλασικού Ελληνα όπως τον διδαχτήκαμε από τις παλιές ελληνικές ταινίες: γκρινιάρης, φιλότιμος, υπερβολικά «μελό» κάποιες στιγμές, λίγο «απατεωνάκος» πού και πού, αλλά με καρδιά μάλαμα, παρορμητικός, που κυνήγησε το όνειρό του στην ξενιτιά, αλλά κάποια στιγμή τον έπιασε η νοσταλγία και γύρισε στην πατρίδα. Ο Καραγκούνης τελικά δεν είναι ποδοσφαιριστής παλαιάς κοπής, αλλά Ελληνας παλαιάς κοπής.
Το πρόβλημα είναι ότι εν έτει 2009 ούτε ο Παναθηναϊκός ούτε η Εθνική έχουν καταφέρει να «απεξαρτηθούν» από τον εθισμό που λέγεται Καραγκούνης -χωρίς αυτόν το παιχνίδι τους είναι διαφορετικό, πιο άνοστο, πιο προβλέψιμο, ακόμα κι αν τον «κατηγορούμε» για κούρσες παράλληλες με τη γραμμή του κέντρου, «φλυαρία» και αποκλειστική εκμετάλλευση των στημένων. Λείπει εκείνος και ξάφνου συνειδητοποιούμε πως δεν υπάρχει κανείς να κάνει τις δουλειές τις δικές του. Το καλό είναι ότι στα 32 του συνεχίζει με την ίδια διάθεση και καταφέρνει να καμουφλάρει τις φυσικές δυνάμεις και αντοχές που φθίνουν χρόνο με τον χρόνο.
Δεν ξέρω αν θα ολοκληρώσει το νέο συμβόλαιο που υπέγραψε με τον Παναθηναϊκό μέχρι τα 35 του (τα συμβόλαια δεν είναι πάντα για να τηρούνται, αλλά και για να σπάνε, για πληροφορίες αποταθείτε στον κύριο Γιάννη Γκούμα), ξέρω όμως ότι κανονικά οι συμπαίκτες του θα έπρεπε να τσοντάρουν κάτι από την τσέπη τους για την επέκταση του συμβολαίου του. Διότι όταν αυτοί σέρνονται κι ο κόσμος γκρινιάζει, μια παλικαριά του «τυπάρα» φέρνει ξανά τα χαμόγελα στην εξέδρα και με ένα μαγικό ραβδάκι παίρνει την ευθύνη από πάνω τους. Κι όταν η μπάλα καίει, δεν θα χρειαστεί να ψάξουν να τον βρουν. Θα τους έχει βρει εκείνος και θα έχει ήδη ζητήσει να πάρει την μπάλα.
Κι ένα πράγμα που ελάχιστοι ποδοσφαιριστές -όχι μόνο Ελληνες, αλλά όλου του κόσμου- θα έχουν τη χαρά να ζήσουν στην καριέρα τους, ο Καραγκούνης το έχει ήδη παράσημο στο πέτο: στο Μιλάνο πριν από μερικούς μήνες ο Παναθηναϊκός νικούσε την Ιντερ και την άφηνε δεύτερη στον όμιλο. Κι όταν εκείνος βγήκε αλλαγή, όλο το γήπεδο σηκώθηκε και τον χειροκρότησε τόσο δυνατά, που ακούστηκε μέχρι την Αθήνα.
Οχι διότι έπαιξε τόσα πολλά και τόσο καλά παιχνίδια στην ομάδα τους, αλλά διότι δεν υπήρξε ούτε ένα δευτερόλεπτο με τη φανέλα της Ιντερ που να μην έδωσε και την ψυχή του. Προτού κάποιοι (Ελληνες παίκτες) ζηλέψουν τα χρήματα που έχει βγάλει, προτού ζητήσουν «όσα παίρνει κι ο Καραγκούνης», καλό θα ήταν να «ζηλέψουν» αυτή τη στιγμή της αποθέωσης. Και να προσπαθήσουν, όπως κι εκείνος, να αγαπήσουν το ποδόσφαιρο περισσότερο απ' ό,τι θα τους αγαπήσει εκείνο.