Μέχρι πέρυσι το καλοκαίρι γνωρίζαμε πως κανείς -με την εξαίρεση της Ρεάλ και της Μπάρτσα- δεν μπορούσε να πάρει έναν ποδοσφαιριστή, εφόσον γι' αυτόν ενδιαφέρονταν οι αγγλικές ομάδες. Και αυτό συνέβαινε διότι οι αγγλικές ομάδες μπορούσαν να ξοδέψουν τα περισσότερα. Είχαν –και εξακολουθούν να έχουν– τη μεγαλύτερη συμφωνία πώλησης τηλεοπτικών δικαιωμάτων, καλά γήπεδα, μεγάλη προβολή, μεγάλη αγορά, γενναιόδωρους χορηγούς, οπότε η αγορά βρισκόταν, σχεδόν, στον απόλυτο έλεγχό τους. Εχοντας την οικονομική δύναμη ισχυροποιήθηκαν σε τέτοιο βαθμό που κυριαρχούσαν στο Τσάμπιονς Λιγκ, έτσι που η κορυφαία διασυλλογική οργάνωση στην Ευρώπη να μοιάζει διοργάνωση της αγγλικής λίγκας.
Ολα αυτά, όμως, συνέβαιναν last year, που έλεγε και η παλιά διαφήμιση εταιρείας κινητής τηλεφωνίας. Τα στοιχεία που δημοσιοποίησαν προχθές δύο μεγάλες πολυεθνικές παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και συμβουλών, η KPMG και η Deloitte & Touch, δείχνουν πως από φέτος το καλοκαίρι οι Αγγλοι άρχισαν να χάνουν ατό το πλεονέκτημα. Οι λόγοι είναι πολλοί. Φυσικά η οικονομική κρίση είναι ο σημαντικότερος. Προκάλεσε την υποτίμηση της στερλίνας απέναντι στο ευρώ, ενώ παράλληλα ο φορολογικός συντελεστής –για τη φορολόγηση των εισοδημάτων των ποδοσφαιριστών– ανέβηκε στο 50%.
Αυτό, πρακτικά, σημαίνει πως τα μισά χρήματα που παίρνει ένας ποδοσφαιριστής πάνε στην εφορία. Ετσι οι ποδοσφαιριστές, οι καλοί, που κοστίζουν και περισσότερο, προτιμούν άλλους προορισμούς όπου θα κερδίσουν και περισσότερα. Είναι χαρακτηριστικό πως για μία αγγλική ομάδα το κόστος απόκτησης ενός ξένου ποδοσφαιριστή είναι κατά 70% μεγαλύτερο από αυτό που καταβάλλει μία ισπανική ομάδα. Η ανάγνωση των οικονομικών στοιχείων που δημοσιοποιήθηκαν δείχνει πως από το συνολικό ποσό που ξόδεψαν οι αγγλικές ομάδες για μεταγραφές το 35% πήγε σε ομάδες εκτός Αγγλίας. Πέρυσι το αντίστοιχο ποσοστό είχε διαμορφωθεί στο 47%.
Από τα 156 εκατομμύρια στερλίνες που ξόδεψαν οι αγγλικές ομάδες για ξένους ποδοσφαιριστές μόλις το 5% πήγε σε ισπανικούς συλλόγους, ενώ το περσινό καλοκαίρι από τα 222 εκατομμύρια που είχαν ξοδευτεί για ξένους ποδοσφαιριστές, το 35% είχε πάει στους ισπανικούς συλλόγους. Κατ' αντιστοιχία, τα χρήματα που εισέπραξαν οι αγγλικές ομάδες από τις πωλήσεις ποδοσφαιριστών τους προήλθαν σε ποσοστό κατά 85% από ισπανικούς συλλόγους και κυρίως από τη Ρεάλ. Ακόμη όμως και με τις σοβαρές συνέπειες της οικονομικής κρίσης ορατές στο αγγλικό ποδόσφαιρο, χάρη στα έσοδα από την τηλεόραση οι αγγλικές ομάδες ξόδεψαν τα περισσότερα από τις ομάδες κάθε άλλης χώρας στην Ευρώπη.
Ενα καλοκαίρι στο οποίο Γάλλοι και Γερμανοί δεν έχουν ξοδέψει περισσότερα από 200 εκατομμύρια στερλίνες έκαστοι, οι Ιταλοί ξόδεψαν 350, οι Ισπανοί έφτασαν τα 400, ενώ οι Αγγλοι έφτασαν –ή πιο σωστά έπεσαν σε σχέση με την περσινή χρονιά- στα 460,4 εκατομμύρια. Αυτή η στροφή στη ροή χρημάτων από την Αγγλία στον ευρωπαϊκό Νότο –κατά κύριο λόγο– είναι πολύ ενδιαφέρουσα και προφανώς προετοιμάζει μία νέα κατάσταση στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Αφού Ισπανοί και Ιταλοί μπορούν να ξοδέψουν περισσότερα και να ενισχυθούν αγωνιστικά, η πορεία των αγγλικών ομάδων στο Τσάμπιονς Λιγκ θα δυσκολέψει, ενώ θα δούμε το παιχνίδι να ανοίγει.
Ο αριθμός των διεκδικητών μεγαλώνει, πράγμα που προσδίδει περισσότερο ενδιαφέρον στον θεσμό, γεγονός που σημαίνει πολλά. Και μέσα σε ένα-δύο χρόνια θα επιβεβαιωθεί και ο Πλατινί, που υποστήριζε ότι αυτό το ιδιότυπο οικονομικό ντόπινγκ των αγγλικών κυρίως συλλόγων έκανε κακό στο ποδόσφαιρο. Και ίσως αυτή η ιδιόμορφη «μετατόπιση εξουσίας» –shift of power το αποκαλούν συνήθως οι Αγγλοι– από την Πρέμιερ Λιγκ σε Ιταλούς και Ισπανούς να είναι προάγγελος ακόμη σπουδαιότερων αλλαγών στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Ο κίνδυνος για τους «4»
Η φετινή χρονιά στην Αγγλία δεν είναι η πρώτη που κάποια ομάδα προσπαθεί να μπει σφήνα στην περίφημη ομάδα των «4» ισχυρών του αγγλικού ποδοσφαίρου. Της Γιουνάιτεντ, της Τσέλσι, της Αρσεναλ και της Λίβερπουλ. Η φετινή απειλή ονομάζεται Μάντσεστερ Σίτι. Και άλλες ομάδες, όπως η Εβερτον, η Τότεναμ, η Νιούκαστλ, είχαν προσπαθήσει παλαιότερα να «σπάσουν» την τετράδα, αλλά δεν είχαν όλα όσα χρειάζονταν για να τα καταφέρουν. Μόνο τα χρήματα, από ό,τι αποδείχτηκε, δεν αρκούσαν.
Η φετινή απειλή ονομάζεται Μάντσεστερ Σίτι και οι συνθήκες είναι με το μέρος της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα τα καταφέρει. Εχει μεγάλη ρευστότητα, που φάνηκε άλλωστε από τα 100 εκατομμύρια στερλίνες σχεδόν που ξόδεψε το καλοκαίρι. Επίσης οι Αραβες ιδιοκτήτες της δείχνουν να την αντιμετωπίζουν σαν μακροπρόθεσμη επένδυση και η οικονομική κρίση φαίνεται ότι τη διευκολύνει, αφού δυσκολεύει κάποια από τα μέλη της ομάδας των «4» και ιδιαίτερα τη Λίβερπουλ.
Οι ιδιοκτήτες της μπόρεσαν να επαναδιαπραγματευθούν το χρέος που είχαν, αλλά θα πρέπει να πληρώσουν 60 εκατομμύρια στερλίνες μέχρι την αρχή της επόμενης χρονιάς. Αυτό σημαίνει πως η Λίβερπουλ –που προσπαθεί να περιορίσει το ρόστερ της, καθώς έχει πάνω από 50 επαγγελματικά συμβόλαια– θα έχει πολύ περιορισμένες δυνατότητες μεταγραφικής ενίσχυσης. Η συμπεριφορά της ομάδας των «4» στη μεταγραφική αγορά φέτος το καλοκαίρι δείχνει ότι η Σίτι μπορεί να εκμεταλλευθεί τις συνθήκες.
Για πρώτη φορά οι «4» πήραν περισσότερα από όσα έδωσαν στο καλοκαιρινό μεταγραφικό παζάρι, πράγμα που συμβαίνει πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια και συντέλεσε στη συνολική πτώση του μεταγραφικού τζίρου κατά 10%, σε σχέση με την περασμένη χρονιά. Το συνολικό ισοζύγιο των «4» από το καλοκαιρινό «πάρε-δώσε» δείχνει ένα πλεόνασμα 80 εκατομμυρίων στερλινών. Ακόμη κι αν αφαιρεθεί από το συνολικό αλισβερίσι το ποσό της μεταγραφής του Ρονάλντο, οι «4» είναι οριακά στο κόκκινο.
Για τους υπόλοιπους της Πρέμιερ Λιγκ δεν μπορεί να γράψει πολλά κανείς. Ξόδεψαν μέχρι 20 εκατομμύρια ομάδες που θέλουν να διασφαλίσουν την παραμονή τους στην κατηγορία και τα έσοδα που αποφέρει. Και η Μάντσεστερ Σίτι; Σαν το αιλουροειδές θα περιμένει κρυμμένη και θα εκμεταλλευτεί την όποια ευκαιρία έχει για να «δαγκώσει» τον πιο αδύνατο από τους τέσσερις.
Οδική αναδάσωση
Είμαστε επινοητικός λαός. Και οι πολιτικοί που μας κυβερνούν, επίσης. Η φωτιά στη Βορειοανατολική Αττική έκανε κάρβουνο 300.000 στρέμματα. Πέρα από το κλασικό «όπου ήταν δάσος θα ξαναγίνει δάσος, εκτός αν κάποιος υπουργός θέλει να φτιάξει αναψυκτήριο», περιμέναμε να ακούσουμε την ανακοίνωση κάποιου συγκεκριμένου σχεδίου αναδάσωσης και με χρονικό ορίζοντα.
Αντί γι' αυτό ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ κ. Σουφλιάς, –που είχε ανακοινώσει παλιότερα ότι μόνο αν ολοκληρωθούν τα μεγάλα έργα, θα συζητούσε την πρόταση για την ίδρυση ενός Υπουργείου Περιβάλλοντος– ανακοίνωσε ένα νέο δίκτυο δημιουργίας αυτοκινητοδρόμων στην Αττική. Για να μη μένουν χωρίς δουλειά οι εργολάβοι και για να πουλάνε και κανένα αυτοκίνητο οι εισαγωγείς αυτοκινήτων και να κερδίζουν οι προμηθευτές (ή απλά, πειρατές) καυσίμων της ελληνικής αγοράς.
Ο κ. υπουργός δεν μας λέει γιατί σε έναν υπερφορτωμένο και περιβαλλοντικά τραγικά υποβαθμισμένο αστικό ιστό το βάρος πρέπει να δίνεται στο αυτοκίνητο και όχι στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Τα αστειάκια με τα αυτιά και τα ανεκδοτάκια δείχνουν μία απαράδεκτη αλαζονεία και περιφρόνηση απέναντι στους πολίτες. Και ο γέρος άνθρωπος δεν αλλάζει. Γι' αυτό είναι καλύτερο να μας αδειάζει τη γωνιά, μην κάνει ακόμη μεγαλύτερη ζημιά από όση έχει ήδη κάνει.