Μισό να μην παλαβώσουμε κιόλας. Πριν έρθει ο Γκαλέτι ο Ολυμπιακός είχε να σταυρώσει δεξιό επιθετικό από τότε που τη φανέλα του φορούσε ο Στέλιος Γιαννακόπουλος. Η ΑΕΚ όταν είχε φύγει ο Δημητριάδης είχε πάρει πρωτάθλημα χωρίς να υπάρχει παίκτης που να δηλώνει σέντερ φορ. Οσο για τις ομάδες που δεν πήγαιναν για τίτλο, ονόματα μη λέμε, υπολήψεις μη θίγουμε, αλλά στην πρόσφατη ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου έχουν παρουσιαστεί σαν ομάδες μέλλοντος ομάδες που τα δύο τρίτα τους ήταν δανεικοί παίκτες που θα έφευγαν το καλοκαίρι, ομάδες που το κέντρο τους ήταν πιο αργό από συνταξιούχους στην παραλία της Αιδηψού και ομάδες που οι μισοί σιχαινόντουσαν τους άλλους μισούς και όλοι μαζί τον προπονητή τους.
Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι η έλλειψη παίκτη σε μια θέση δεν είναι καταδικαστική στο ποδόσφαιρο. Το ότι γίνεται τόσo μεγάλη φασαρία με τον Ολυμπιακό και την έλλειψη αριστερού επιθετικού οφείλεται σε τρία στοιχεία. Πρώτον, στο ότι στη συγκεκριμένη θέση έπαιζε ένα «ιερό τέρας» του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, και το κενό δημιουργεί έναν δικαιολογημένο πανικό, έστω και αν ο Τζόρτζεβιτς είχε χάσει σε έκρηξη τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Δεύτερον στο ότι η κριτική αντέχεται ευκολότερα από μια ομάδα που είχε επιτυχίες. Επειτα από 12 πρωταθλήματα σε 13 χρόνια και η παραπάνω κουβέντα για τον Ολυμπιακό αντέχεται. Αντίθετα, τι κριτική να γίνει στην ΑΕΚ; Υστερα από 15 χρόνια χωρίς πρωτάθλημα και με τον Κροίσο Κροίσου να έρχεται και να μη φτάνει, αν ακούσει και σκληρή κριτική ο οπαδός της ΑΕΚ θα το γυρίσει στο μπάντμιντον. Τρίτον και κυριότερο, κόσμος και δημοσιογράφοι νιώσανε ότι η διοίκηση του Ολυμπιακού τούς δουλεύει.
Οτι ο Σωκράτης Κόκκαλης δεν είχε ή δεν έδινε λεφτά για μεταγραφές ήταν φανερό από το ότι έψαχνε για άνθρωπο να αγοράσει τις μετοχές. Αυτό συγχωρείται ακόμα και αν μια διοίκηση δεν βγει να το πει. Αυτό που δεν συγχωρείται είναι μια κουτοπόνηρη τακτική να γίνονται προτάσεις που εκ των προτέρων θα απορρίπτονταν. Μέχρι και για πέντε παίκτες ο Ολυμπιακός έκανε αρχική προσφορά στο μισό ή κάτω από το μισό της τιμής που προσφέρονταν.
Είναι σαν να βαριέσαι να πας με τη γυναίκα σου διακοπές, να φοβάσαι να το πεις φόρα παρτίδα και να διαλέγεις να της πεις να πάτε όταν μάθεις ότι η μάνα της μπαίνει χειρουργείο. Εσύ νιώθεις πονηρός, αλλά η γυναίκα τέτοια δεν τα χάφτει. Ακριβώς όπως και οι οπαδοί. Και αυτά που διαβάζουν και ακούνε στον Ολυμπιακό, εκτός από τη γνώμη των δημοσιογράφων, αντιπροσωπεύουν και τη γνώμη μεγάλης μερίδας των οπαδών του που νιώθουν ότι απλά τους δούλευαν.
Να ευχαριστήσω τον σημαντικότατο αναγνώστη Δ.Τ. για το mail που έστειλε ενημερώνοντας ότι οι τελευταίες ελληνικές ταινίες που ανέβηκαν στο Internet είναι το κλασικό «Στα σύνορα της προδοσίας» με τον Κώστα Πρέκα να κάνει τον Σοβιετικό πράκτορα (τέτοιος ήταν ο Πρέκας πριν το γυρίσει στη φουστανέλα), τον Ανδρέα Μπάρκουλη να κάνει τον αξιωματικό της ελληνικής αντικατασκοπείας (τέτοιους αξιωματικούς είχε ο στρατός μας), τη Βέρα Κρούσκα να κάνει την άτυχη γυναίκα (εκείνες τις εποχές το «άτυχη γυναίκα» αναγνωριζόταν σαν επάγγελμα) και την Καίτη Παπανίκα στον ρόλο της δασκάλας (στις παλιές ταινίες εύκολα ξεχωρίζουν οι δασκάλες αφού προχωράνε με το κεφάλι σκυμμένο σαν να χάσανε δεκάρικο).
Αλλη μια πρόταση είναι το «Ο τελευταίος των κομιτατζήδων». Αντίθετα όμως με τον τελευταίο Μοϊκανό, που σε κανένα σημείο δεν αναφέρεται πώς το κάνανε ο Μοϊκανός με τη Μοϊκανίνα, ο τελευταίος κομιτατζής έχει προκύψει από τον βιασμό της μαμάς του από κάποιον Βούλγαρο κομιτατζή παλαιάς έκδοσης. Τέλος πάντων, για να μην ανησυχείτε, η μαμά του αντιστάθηκε, αλλά κατά μάνα κατά κύρη και το παιδί ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα. Η συνέχεια στην οθόνη του υπολογιστή, που ευτυχώς υπάρχουν για να μαθαίνετε τι τράβηξαν οι πρόγονοί σας από τους Βούλγαρους και τους κομουνιστές και να έχετε κατανόηση γιατί οι περισσότεροι έγιναν σαν τον Πρέκα.
Μια που η κουβέντα ήρθε στο σινεμά, μην πάτε και δείτε το «Πέντε λεπτά στον παράδεισο». Ακόμα καλύτερα, μην πάτε σε περιοχή που παίζεται το «Πέντε λεπτά στον παράδεισο». Από την εποχή του «Μικρά, βρόμικα πράγματα» έχω να δω τόσο απλοϊκή ταινία. Τη βλέπεις και φτάνεις στο σημείο να σκεφτείς ότι ο σκηνοθέτης ήθελε να φτιάξει παρωδία. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην ηλιθιότητα παρασύρονται και οι ηθοποιοί, με τον Λίαμ Νίσον να ανακαλύπτει μια νέα έκφραση προσώπου, αυτή που παίρνεις όταν φεύγεις από τον οδοντίατρο ύστερα από ένεση νοβοκαΐνης, για να δείξει απελπισία. Οσο για την υπόθεση, υποτίθεται ότι αφορά την εθνική συμφιλίωση στη Βόρεια Ιρλανδία μετά τον εμφύλιο. Μία τέτοια ταινία ακόμα και οι Ιρλανδοί θα ξαναρχίσουν τον εμφύλιο από τον φόβο ότι θα γυριστεί και άλλη.
Μιλώντας για τη Βόρεια Ιρλανδία, στην περίπτωση που ποτέ βρεθείτε στο Μπέλφαστ μην ξεχάσετε να φάτε ένα μεσημέρι στο «Morning Star». Παρά το ότι στο βιτρό των τζαμιών είναι σχεδιασμένο ένα αστέρι, το όνομα μοιάζει να δένει με το διπλανό μπουκάδικο. Εκτός του ότι η τηλεόραση του μαγαζιού συνεχώς δείχνει ιπποδρομίες, morning star λέγεται ο λευκός ρόμβος που έχουν μερικά άλογα στις μουσούδες τους. Αξίζει να πάτε στο μαγαζί για να καταλάβετε πού έχει φτάσει αυτό που κατ’ ευφημισμόν λέγεται pub grab.
Μέχρι πριν από 20 χρόνια το pub grab, το πρόχειρο φαΐ που έτρωγες στην pub συνήθως το μεσημέρι, ήταν κυρίως κάποιες πίτες που ζεσταινόντουσαν σε ένα μπεν μαρί περιμένοντας το θύμα τους. Σήμερα το pub grab μπορεί να είναι μέχρι και gourmet γεύμα από σεφ που ακουμπάει τα Michelin. Στο «Morning Star» υπήρχε η χρυσή τομή. Καλό φαΐ, με ένα εξαιρετικό ιρλανδέζικο κρέας της κατσαρόλας, σε μιάμιση μερίδα σε σχέση με τις ελληνικές και σε τιμές περίπου στο 70% των ελληνικών. Εχοντας την ευκαιρία να φας το φαΐ σου και να πιεις την γκίνες σου σε ξύλινα σεπαρέ των αρχών του 20ού αιώνα, όταν στην Ελλάδα μπαίναμε στην εποχή της λαδόκολλας.
Αυτή είναι και η μεγαλύτερη διαφορά της Ελλάδας και της Αθήνας από τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Πριν από 100 χρόνια στην Αθήνα υπήρχαν η Βουλή, τα ανάκτορα πίσω από τη Βουλή, δέκα κτίρια που είχαν χτίσει οι Βαυαροί του Οθωνα και από εκεί και πέρα ήταν του Λινάρδου η ταβέρνα και οι τοίχοι με το αγιόκλημα και τον βασιλικό. Οχι ότι δεν έχουν τη χάρη τους οι τοίχοι με τον βασιλικό, αλλά σε αστικό πολιτισμό στην Αθήνα τρώγαμε βελανίδια όταν στο Παρίσι, το Λονδίνο και την Κωνσταντινούπολη χτίζανε πενταώροφα.
Διακριτικά προσπαθούμε να το ξεχάσουμε, αλλά έτσι και κάτσετε να το σκεφτείτε ψύχραιμα αυτό που λέμε είναι ότι στην Ελλάδα είχαμε ένα φοβερό πολιτισμό μέχρι το 300 π.χ., μετά κάναμε ένα μεγάλο διάλειμμα, ας πούμε 2.200 χρόνια, και ξανά προς τη δόξα τραβά. Τέτοια διαλείμματα δεν γίνονται ούτε στην Αβάνα με το σινεμά στο φουλ. Οπως το περασμένο Σάββατο που παιζόταν το «Inglorious bastards» και μέχρι να πάρουν όλοι τα νάτσος τους στο διάλειμμα κόντεψε να τελειώσει ο πόλεμος. Οσο για την ταινία, να πω ότι απευθύνεται μόνο στους φόλα φαν του Ταραντίνο ενώ για τους υπόλοιπους υπάρχει η ερμηνεία του Κρίστοφ Βαλτς στον ρόλο του συνταγματάρχη των SS. Από την εποχή του Τζόελ Γκριν να κάνει τον κονφερανσιέ στο «Καμπαρέ» έχω να δω δεύτερο ρόλο να κλέβει τόσο πολύ την ταινία.
Στα 38 χρόνια όμως που έχουν μεσολαβήσει από το «Καμπαρέ» πολλά άλλαξαν και μαζί και το ντύσιμο των ποδοσφαιριστών. Στη φωτογραφία ο Κώστας Κατσουράνης εμφανίζεται στην προετοιμασία της Εθνικής. Και τώρα σκεφτείτε με το ίδιο ντύσιμο τον Γιώργο Φοιρό ή τον Ηλία Ρωσσίδη.