ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΜΠΛΙΑΤΚΑΣ

Η περιπέτεια της μεταγραφής του Αντώνη Αντωνιάδη στον Παναθηναϊκό πριν από σαράντα χρόνια δείχνει πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα και πόσο υποτιμάται σήμερα ο παράγοντας της ανθρώπινης θέλησης και προσπάθειας. Η ιστορία, όπως μου τη διηγήθηκε ο παλαίμαχος «κανονιέρης», είναι διδακτική.

«Απομεσήμερο με αποπνικτική ζέστη στην Αθήνα του καλοκαιριού 1969. Οι πολλοί πήγαν διακοπές. Εγώ πάνω στη μοτοσικλέτα τρέχω στη συνηθισμένη διαδρομή. Από τα ανοιχτά παράθυρα των αυτοκινήτων ακούγονται τα σουξέ της εποχής "Καβάλα στο δελφίνι", "Πού 'ναι τα χρόνια". Για μένα, όμως, το πιο μεγάλο σουξέ της εποχής ήταν το "Βρε, τον φουκαρά".

Υπέγραψα συμβόλαιο και ήρθα στην Αθήνα στις 24 Ιουλίου 1968. Η ζωή μου άλλαξε. Αλλιώς ζούσαμε στην Ξάνθη. Ευτυχώς που δεν υπέκυψα στις σειρήνες της νυχτερινής ζωής και τις πιο πολλές ώρες τις πέρναγα ή στις προπονήσεις ή σε συζητήσεις με τον περιπτερά έξω από το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Στην ομάδα, όμως, δεν "έπιασα". Εγινα ο εύκολος στόχος.

Λίγο ο τραυματισμός μου, λίγο η αλλαγή περιβάλλοντος, λίγο οι αυξημένες απαιτήσεις της Α' Εθνικής, αλλά πολύ περισσότερο οι εντυπώσεις που καλλιέργησε ο Τύπος για μένα λέγοντας ότι ήμουν κάτι σαν… Πελέ, όλα αυτά συντέλεσαν στο να ξεσπάσει μια γενικευμένη αποδοκιμασία προς εμένα. Εγώ ουδέποτε υποστήριξα ότι είμαι Πελέ.

Ευτυχώς ο προπονητής μου, Λάκης Πετρόπουλος, που κι αυτός περίμενε περισσότερα, έδειξε να έχει υπομονή μαζί μου.

Πείσμωσε μάλιστα τόσο που με κάλεσε την επόμενη μέρα στο κατάστημα αθλητικών ειδών που είχε στη Γαμβέτα και με σύστησε στον πρωταθλητή βαλκανιονίκη του στίβου, τον Νίκο Γεωργόπουλο.

"Ακου, Νίκο", του λέει. "Θέλω να γυμναστεί καλά αυτό το παιδί".

Και να 'μαι πάλι να ιδρωκοπάω μέσα στο κατακαλόκαιρο. Μέρα παρά μέρα πήγαινα στο Καλλιμάρμαρο και έτρεχα. Το "μέρα παρά μέρα" δεν το έγραψα τυχαία. Εκείνο το καλοκαίρι το πέρασα στο Καλλιμάρμαρο από τη μία και στη σχολή μπαλέτου από την άλλη. Τι δουλειά είχα εγώ με το μπαλέτο, ένας ψηλός και άχαρος ποδοσφαιριστής; Ενα βράδυ από τα πολλά που είχαμε πιάσει πάλι κουβέντα με τον φίλο μου τον περιπτερά, πέρασε για να αγοράσει τσιγάρα ένας δικός του φίλος, γεωπόνος, ονόματι Γεώργιος Κοράκης.

"Εσύ πρέπει να είσαι ο Αντωνιάδης", μου λέει αφού με παρατήρησε καλύτερα, "που ήσουν στην Ξάνθη και τώρα ήρθες στον Παναθηναϊκό". Μετά τις συστάσεις, ο άνθρωπος από ειλικρινές ενδιαφέρον με ρώτησε γιατί δεν απέδειξα την αξία μου και όλες οι αθλητικές εφημερίδες γράφουν ότι απογοήτευσα αυτούς που είχαν πιστέψει σε μένα. "Βρε παιδάκι μου, με τέτοια προσόντα και πας χαμένος’’, πρόσθεσε.

Ο άνθρωπος είχε μια σχολή μπαλέτου στα Κάτω Πατήσια και έκανε τη σκέψη ότι με διάφορες ασκήσεις ευλυγισίας και κίνησης θα μπορούσα να κουμαντάρω καλύτερα το κορμί μου και να γίνω πιο "σουλουπωμένος" ποδοσφαιριστής. Ενθουσιάστηκα τόσο, που σε λίγα λεπτά με τη βέσπα του Ξανθιώτη φίλου μου περιπτερά πήγα στη σχολή και γράφτηκα.


Τις μισές μέρες της εβδομάδας, λοιπόν, τις πέρναγα στο Καλλιμάρμαρο. Με πήραν χαμπάρι οι δημοσιογράφοι. Η διαδρομή με τη βέσπα ήταν Αμπελόκηποι, Ναυτικό Νοσοκομείο, Κολωνάκι και μέσα στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Κάθε φορά, όμως, που πέρναγα από την Πλατεία Κολωνακίου με έπιανε το φανάρι. Στο τραπέζι του "Παπασπύρου" η ίδια παρέα των νεαρών φιλάθλων κάθε φορά με έβλεπε μέχρι που με αναγνώρισε!

"Να τος, ρε συ, ο Αντωνιάδης που λέγαμε". "Δεν μπορεί το παιδί, άδικα τον κουβάλησαν από την Ξάνθη". "Ενα χρόνο γυάλιζε τον πάγκο". "Τώρα γυμνάζεται για να στρώσει!". Και μέρα παρά μέρα πέρναγα από κει, αφού δεν ήξερα να αλλάξω δρόμο ώστε να γλιτώσω την καζούρα. Και πάντα με έπιανε… σαδιστικά το κόκκινο φανάρι και κάθε φορά η παρέα αυτή ήταν εκεί.

Πολλοί εν χορώ, την ώρα που άναβε πράσινο και ξεκινούσα, σχεδόν τρελαμένος, τη βέσπα έλεγαν:

"Βρε, τον φουκαρά τον Αντωνιάδη. Βρε, τον φουκαρά"… Επί ένα μήνα η ίδια ιστορία… Το βράδυ επέστρεφα στο σπίτι μόνος μου. Με μαύρες σκέψεις. Ολα αυτά από τη μία με πλήγωναν, όπως ήταν επόμενο, αλλά από την άλλη με πείσμωναν.

Πράγματι, μέσα σε λίγους μήνες αυτός ο ψηλός και άχαρος παίκτης "πήρε μπρος" και έβαζε συνεχώς γκολ, ενώ τον επόμενο χρόνο ήταν ο πρώτος σκόρερ στην Ευρώπη. Η ζωή μου άλλαξε, τα οικονομικά μου βελτιώθηκαν και οι εφημερίδες με επανέφεραν στα πρωτοσέλιδα. Μέσα στη ζάλη της δόξας ξέχασα την παρέα του Κολωνακίου, τους φοιτητές που με είχαν… αναγορεύσει σε φουκαρά και εν αγνοία τους, μέσα στην αφέλειά τους, κόντεψαν να μου κόψουν την μπάλα.

Δεν με ξέχασαν όμως αυτοί. Μετά το "Γουέμπλεϊ" ερχόταν δίπλα μου ένας απ' αυτούς ύστερα από ένα ματς ή προπόνηση στη Λεωφόρο και όλο δίσταζε να μου μιλήσει. Εγώ δεν τον αναγνώρισα. Μου έκανε όμως εντύπωση η συνεχής παρουσία του δίπλα μου και η διστακτικότητα να πει τι θέλει. Τελικά του μίλησα πρώτος: "Τι συμβαίνει; Εχω την αίσθηση ότι κάτι θέλεις να μου πεις". "Ξέρεις... είμαστε η παρέα από του Παπασπύρου. Αυτοί που σου κάνανε πλάκα πριν από μερικά καλοκαίρια όταν πέρναγες με τη μοτοσικλέτα"!

Τους θυμήθηκα και ταράχτηκα. "Καλώς τους κι ας άργησαν", είπα με μια δόση πίκρας στο ύφος μου.

"Ξέρεις, Αντώνη, εγώ και η υπόλοιπη παρέα που είναι πίσω στη γωνία τώρα, έχουμε αποφασίσει να σου ζητήσουμε γονατιστοί συγγνώμη γι' αυτά που σου κάναμε". Ο άνθρωπος φαινόταν ειλικρινής. Μου πρότεινε μάλιστα η… τελετή της συγγνώμης να γίνει στο κέντρο του γηπέδου της Λεωφόρου!

"Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά", τους είπα. "Δέχομαι τη συγγνώμη σας. Να ξέρετε όμως ότι κάποιος άλλος στη θέση μου, με λιγότερες ίσως ψυχικές δυνάμεις ή με λιγότερο πείσμα αν προτιμάτε, θα τα είχε παρατήσει. Θα είχατε καταστρέψει μια καριέρα για μια πλάκα. Αλλος, πάλι, θα σας είχε πλακώσει στο ξύλο". Εσκυψαν τα κεφάλια τους όλοι από ντροπή…

Με την παρέα όμως αυτή από τότε μας συνδέει σταθερή καλή φιλία. Αποδείχθηκαν καλά παιδιά. Εχουν γίνει λαμπροί επιστήμονες και οικογενειάρχες...».

Η αφήγηση του Αντώνη Αντωνιάδη είναι από το βιβλίο «Ο Ψηλός», σε έρευνα και κείμενο του Κώστα Δ. Μπλιάτκα.


ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube